Ο Άρειος Πάγος με την
απόφαση 1359/2025 έκρινε αμετάκλητα το ζήτημα κυριότητας μετοχών σε
οικογενειακή Α.Ε., μετά από δεκαετή αντιδικία μεταξύ αδελφών.
Ακολούθως, παρατίθενται συνοπτικά τα βασικά σημεία της αντιδικίας:
Οι διάδικοι ήταν τα μοναδικά τέκνα των ιδρυτών της Α.Ε. και μοναδικοί κληρονόμοι των εκλιπόντων γονέων τους. Η μητέρα τους –η οποία απεβίωσε κατόπιν του πατέρα τους– και αντιμετώπιζε χρόνια προβλήματα υγείας, λίγο πριν τον θάνατό της συνέταξε και υπέγραψε το επίδικο ιδιωτικό συμφωνητικό μεταβίβασης αιτία γονικής παροχής μέρους των μετοχών της στην Α.Ε. προς τον γιο της. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, επέλεξε να εξασφαλίσει την ύπαρξη πλειοψηφίας στην Α.Ε. (κατά ποσοστό μόλις 1,8% του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου), προλαμβάνοντας μια ενδεχόμενη μελλοντική κατάσταση αδιεξόδου (deadlock) λόγω αδυναμίας λήψης αποφάσεων από τους μετόχους της εταιρείας και τέκνα της. Η κόρη άσκησε αγωγή προς ακύρωση του επίδικου συμφωνητικού μεταβίβασης μετοχών, ισχυριζόμενη έλλειψη δικαιοπρακτικής ικανότητας της μητέρας της κατά τον κρίσιμο χρόνο υπογραφής του, λόγω δήθεν διανοητικής διαταραχής που περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία βούλησής της. Στο πλαίσιο της αντιδικίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 6993/2019 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία έκρινε τελεσίδικα υπέρ του γιου το ζήτημα της εγκυρότητας της μεταβίβασης των μετοχών από τη μητέρα του. Ειδικότερα το Εφετείο έκρινε τελεσίδικα ότι η μητέρα διέθετε πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα κατά τον χρόνο υπογραφής του συμφωνητικού και ότι η βούλησή της εκφράστηκε ελεύθερα. Το Εφετείο θεώρησε ότι δεν υπήρχαν επαρκή στοιχεία που να αποδεικνύουν διανοητική διαταραχή που να περιόριζε τη λειτουργία της βούλησής της.
Ακολούθως, η αντίδικος άσκησε την επίμαχη αίτηση αναίρεσης, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 1359/2025 απόφαση του Αρείου
Πάγου, επικυρώνοντας αμετάκλητα την κρίση του εφετείου.
Ειδικότερα, η εν λόγω απόφαση απέρριψε τους λόγους αναίρεσης της αντιδίκου, κάνοντας δεκτούς τους προβληθέντες ισχυρισμούς μας, κρίνοντας, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
α) Ότι το Εφετείο δεν υπέπεσε στην παράβαση των αριθ. 11 και 14 του άρθ. 559 ΚΠολΔ, και ορθά έλαβε υπόψη του τη ληφθείσα μετά την προφορική συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του ένορκη βεβαίωση μάρτυρος, που προσκομίστηκε από τον γιο, καθότι αυτή δόθηκε προς ανταπόδειξη των θεμάτων που τέθηκαν κατά την επ’ ακροατηρίω συζήτηση της υπόθεσης και αυτό αναφέρθηκε ρητά στην προφορική κλήτευση της αντιδίκου. Έκρινε δε ότι «[…] το αν με τα όσα περιέχονται σ’ αυτήν αντικρούονται πράγματι οι ισχυρισμοί της αναιρεσείουσας ή όχι, είναι κρίση περί τα πράγματα που δεν ελέγχεται αναιρετικώς».
β) Ότι το Εφετείο δεν υπέπεσε στην παράβαση των αριθ. 19
και 20 του άρθ. 559 ΚΠολΔ και δεν κατέληξε σε αντιφατική αιτιολογία ως προς το
αν υπήρξαν στοιχεία για την έλλειψη πνευματικής διαύγειας της μητέρας των διαδίκων
ούτε παραμόρφωσε το περιεχόμενο προσκομισθείσας ενώπιόν του ιατρικής βεβαίωσης,
την οποία έλαβε μεν υπόψη του, δέχθηκε, όμως, πραγματικά γεγονότα διαφορετικά
από τα αναφερόμενα σε αυτή σχετικά με τη διάγνωση περί διαταραχής επικοινωνίας
της μητέρας των αρχικών διαδίκων. Ουσιαστικά το αναιρετικό δικαστήριο έκρινε
ότι αφενός η ιατρική βεβαίωση δεν αποτελεί ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, αλλά
έγγραφο που εκτιμάται ως δικαστικό τεκμήριο ελεύθερα από το δικαστήριο, χωρίς
να απαιτείται η αντιδιαστολή του από τα λοιπά έγγραφα και η ειδική μνεία του
και αφετέρου ο σχετικός αναιρετικός λόγος περί παραμόρφωσης εγγράφου καλύπτει
μόνο περιπτώσεις σφαλμάτων του δικαστηρίου της ουσίας κατά την ανάγνωση του
εγγράφου, χωρίς να θίγει την ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων. Συγκεκριμένα, η
απόφαση αναφέρει, μεταξύ άλλων, τα εξής: « […] το εφετείο […] διέλαβε
πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες σχετικά με την ύπαρξη
δικαιοπρακτικής ικανότητος της […] και ελεύθερης έκφρασης της βούλησής της κατά
τον κρίσιμο χρόνο υπογραφής του ιδιωτικού συμφωνητικού μεταβιβάσεως των μετοχών
στον αναιρεσίβλητο υιό της, οι οποίες στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα […]
Περαιτέρω, από τα αναφερόμενα στην προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι αυτή
ορθώς ανέγνωσε την […] ιατρική γνωμάτευση του ιατρού ηπατολόγου –
γαστρεντερολόγου […] βεβαιώνει δε ότι κατέληξε στο αποδεικτικό της πόρισμα
κατόπιν συνεκτίμησης του συνόλου των αποδεικτικών μέσων που αναφέρει, μεταξύ
των οποίων και όλα τα έγγραφα και τις φωτογραφίες, τα οποία και επικαλέσθηκαν
και προσκόμισαν οι διάδικοι, χωρίς να στηριχθεί αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο
στην κρίσιμη ιατρική γνωμάτευση, την οποία συνεκτίμησε μαζί με τα λοιπά
αποδεικτικά μέσα […]».