1. Λυκαβηττού 2, Κολωνάκι
2. Ακαδημίας 28, Κολωνάκι
210 36 41 214 - 210 36 46 874
   EN

main image

Η προϋπόθεση της Πρόθεσης Βλάβης των Δανειστών στην Καταδολίευση


katadolieysh-daneistwn

LEGAL INSIGHT

(update 2021 - με κόκκινους χαρακτήρες οι ανανεώσεις του άρθρου)

Αναδημοσίευση από www.lawnet.gr

Απρίλιος 2021

Γιώργος Κεφαλάς, ΜΔΕ (mult.), M.Sc.

Περίληψη: Σε προηγούμενο άρθρο μας είχαμε ασχοληθεί με το ζήτημα της πρόθεσης βλάβης των δανειστών στην αστική καταδολίευση, εκθέτοντας τους αμυντικούς ισχυρισμούς που μπορεί να προβάλει ο εναγόμενος σε περίπτωση αγωγής διάρρηξης. Οι επιθετικές ενέργειες των τραπεζών και των εταιρειών διαχείρισης είχαν ως αποτέλεσμα τον εμπλουτισμό της σχετικής νομολογίας τα τελευταία έτη, πορίσματα της οποίας εκτίθενται στο παρόν σημείωμα. Με την σταδιακή άρση της αναστολής των δικαστηρίων και των εκτελέσεων, το σχετικό ζήτημα καθίσταται πιο επίκαιρο από ποτέ.

Α. Εισαγωγή

Σε προηγούμενα άρθρα μας έχουμε αναλύσει τις πιθανές γραμμές άμυνας που μπορεί να επικαλεστεί ο εναγόμενος σε αγωγή διάρρηξης, οι οποίες μπορεί να αναφέρονται σε τυπικές πλημμέλειες της αγωγής (βλ. εδώ), αλλά και στην έλλειψη της συνδρομής στο πρόσωπό του πρόθεσης βλάβης των δανειστών, προϋπόθεση απαραίτητη για την κατάφαση καταδολίευσης. 

Στο παρόν σημείωμά μας, εστιάζουμε και πάλι στην έλλειψη πρόθεσης βλάβης των δανειστών, παραθέτοντας κρίσεις και σκέψεις από πρόσφατες αποφάσεις των δικαστηρίων. 

Β. Η πρόθεση βλάβης των δανειστών ως προϋπόθεση καταδολίευσης

Η δυνατότητα άσκησης αγωγής διάρρηξης (έτσι ονομάζεται η αγωγή που π.χ. ασκεί μία τράπεζα κατά του οφειλέτη που μεταβίβασε ένα περιουσιακό του στοιχείο και πλέον αδυνατεί να εξυπηρετήσει την οφειλή του) προβλέπεται από τα άρθρα 939-942 του Αστικού μας Κώδικα (ΑΚ). Ιδίως στο άρθρο 939  ορίζεται ότι: «Οι δανειστές έχουν το δικαίωμα να απαιτήσουν κατά τους όρους των επόμενων άρθρων τη διάρρηξη κάθε απαλλοτρίωσης που έγινε από τον οφειλέτη προς βλάβη τους, εφόσον η υπόλοιπη περιουσία δεν αρκεί για την ικανοποίησή τους». Έτσι, π.χ., μία τράπεζα μπορεί να ασκήσει αγωγή με αίτημα τη «ματαίωση» της μεταβίβασης ενός περιουσιακού στοιχείου που ο δανειολήπτης – οφειλέτης πώλησε ή δώρισε, εφόσον ο δανειολήπτης προέβη στην εν λόγω μεταβίβαση με πρόθεση να μην μπορέσει η τράπεζα να εισπράξει την απαίτησή της από το δάνειο και η λοιπή περιουσία του δεν επαρκεί για την ικανοποίησή της. 

Απαιτείται λοιπόν, προκειμένου να γίνει δεκτή μια αγωγή καταδολίευσης, να αποδείξει ο ενάγων – δανειστής ότι ο οφειλέτης είχε σκοπό να τον ζημιώσει, ήτοι να καταστήσει αδύνατη την ικανοποίησή του από την υπόλοιπη (πλην δηλαδή του στοιχείου που μεταβιβάστηκε) περιουσία του. Με άλλα λόγια απαιτείται δόλος του οφειλέτη. Το αν ο οφειλέτης – δανειολήπτης ενήργησε ή όχι με δόλο κρίνεται κατά τον χρόνο που προέβη στη μεταβίβαση του περιουσιακού στοιχείου. Είναι κρίσιμο, δηλαδή, εάν κατά τον χρόνο εκείνο γνώριζε ότι η μεταβίβαση θα επιφέρει αδυναμία ικανοποίησης της τράπεζας. 

Γ. Στοιχεία που συντείνουν στην απόδειξη ότι ο οφειλέτης δεν είχε σκοπό βλάβης του δανειστή

Η νομολογία των δικαστηρίων μας έρχεται συχνά αντιμέτωπη με το ζήτημα της καταδολίευσης δανειστών, συνήθως μετά από αγωγή τράπεζας ή εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων κατά δανειολήπτη. Σε πολλές από τις περιπτώσεις αυτές καλείται να κρίνει επί του ισχυρισμού του εναγομένου ότι, κατά τον χρόνο που έλαβε χώρα η μεταβίβαση του περιουσιακού στοιχείου, εκείνος δεν είχε πρόθεση να βλάψει την τράπεζα, αλλά ότι αντίθετα, με βάση την εικόνα που τότε είχε για την περιουσιακή του κατάσταση, θεωρούσε δικαιολογημένα ότι ουδόλως θα ζημιωθεί αυτή. Από την επισκόπηση της νομολογίας έχουμε συγκεντρώσει και παραθέτουμε κατωτέρω στοιχεία και ισχυρισμούς, που μπορεί να επικαλεσθεί ο οφειλέτης – εναγόμενος σε δίκη καταδολίευσης, προκειμένου να αποδείξει ότι δεν συνέτρεχε σκοπός βλάβης των δανειστών του κατά τον χρόνο της μεταβίβασης. Παρατίθενται, μάλιστα, και αυτούσιες φράσεις από τις πλέον πρόσφατες αποφάσεις των δικαστηρίων της ουσίας.

Ένα πρώτο στοιχείο σχετίζεται με το κατά πόσον, κατά τον χρόνο μεταβίβασης του περιουσιακού στοιχείου, ο οφειλέτης εξυπηρετούσε ή όχι κανονικά την οφειλή του προς την τράπεζα. Εάν η οφειλή εξυπηρετείτο κανονικά, αποτελεί στοιχείο ότι ο οφειλέτης δεν ενήργησε με σκοπό βλάβης της τράπεζας. Έτσι, κατά την πρόσφατη απόφαση 4418/2019 του Πρωτοδικείου Αθηνών, το γεγονός πως η πίστωση εξυπηρετούνταν για εννέα ακόμη μήνες μετά τη μεταβίβαση αποτελούσε ενδείκτη ότι ο μεταβιβάζων δεν είχε πρόθεση βλάβης. Αντίστοιχα έκρινε και η απόφαση 31/2020 του Εφετείου Λάρισας, όπου η πίστωση εξακολουθούσε να εξυπηρετείται για τρία και πλέον χρόνια μετά τη μεταβίβαση.

Κρίσιμη είναι επίσης η φερεγγυότητα του οφειλέτη κατά τον χρόνο της μεταβίβασης. Για παράδειγμα, το γεγονός ότι η τράπεζα, κατά τον χρόνο της μεταβίβασης, θεωρούσε φερέγγυο τον οφειλέτη ή, ακόμη περισσότερο, ότι, σε χρόνο μεταγενέστερο της μεταβίβασης, του χορήγησε νέο/α δάνειο/α, συντείνει στο συμπέρασμα ότι ο οφειλέτης δεν είχε σκοπό βλάβης της τράπεζας. Έτσι, η πρόσφατη απόφαση 4364/2019 του Πρωτοδικείου Αθηνών έκρινε ότι η χορήγηση νέας πίστωσης από την τράπεζα μετά τη διενέργεια της μεταβίβασης συντείνει στο συμπέρασμα ότι ο μεταβιβάζων δεν είχε πρόθεση βλάβης. Αυτολεξεί αναφέρει η απόφαση: «Από την ενέργειά της αυτή αποδεικνύεται σε κάθε περίπτωση ότι ακόμη και η ίδια δεν πίστευε και δεν διαπίστωσε κιόλας την ύπαρξη προβλημάτων στην εξυπηρέτηση της αρχικής σύμβασης πίστωσης εκείνη την χρονική περίοδο, διαφορετικά δεν θα προέβαινε στην υπογραφή της […] πρόσθετης πράξης χορήγησης επιπλέον χρηματικών ποσών». 

Το γεγονός ότι η τράπεζα προχώρησε σε κατάρτιση πρόσθετης πράξης του δανείου με τον οφειλέτη, εν γνώσει του γεγονότος της μεταβίβασης. Η ως άνω απόφαση υπ’ αριθμ. 4418/2019 δέχθηκε ότι: «Στην κρίση αυτή το Δικαστήριο οδηγείται επιπλέον και από το ότι στις 18-12-2012, όταν υπεγράφη το πρόσθετο σύμφωνο μεταξύ της πιστούχου και της δανείστριας Τράπεζας η α’ εναγομένη είχε ήδη μεταβιβάσει την ακίνητη περιουσία της στα τέκνα της, το δε σχετικό συμβόλαιο είχε ήδη μεταγραφεί στα δημόσια βιβλία του Κτηματολογίου και ήταν επομένως γνωστό στη δανείστρια τράπεζα. Για την κατάρτιση όμως, του πρόσθετου αυτού συμφώνου και την επαναδιαπραγμάτευση της οφειλής η δανείστρια τράπεζα δεν αξίωσε εμπράγματη εξασφάλιση». 

Ειδικά στην περίπτωση που έχει χορηγηθεί στον οφειλέτη από την τράπεζα πίστωση έως ένα πιστωτικό όριο (π.χ. αλληλόχρεος λογαριασμός που του επιτρέπει την εκταμίευση έως 1.000.000 ευρώ) ενδιαφέρει για τον σκοπό βλάβης του δανειστή και το κατά πόσον ο οφειλέτης είχε εξαντλήσει ή όχι το πιστωτικό αυτό όριο. Έτσι, για παράδειγμα, αν κατά τον χρόνο της μεταβίβασης του περιουσιακού στοιχείου ο οφειλέτης είχε πιστωτικό όριο έως 500.000 ευρώ και εξ αυτών είχε εκταμιευτεί μόνον το ποσό των 200.000 ευρώ, το γεγονός αυτό ομοίως συντείνει στο συμπέρασμα ότι ο οφειλέτης δεν ενήργησε με σκοπό βλάβης της τράπεζας.

Το γεγονός μάλιστα ότι μετά τη μεταβίβαση του στοιχείου ο οφειλέτης – δανειολήπτης εξακολούθησε – έστω και για μικρό χρονικό διάστημα – να κάνει καταβολές προς εξυπηρέτηση της οφειλής του – συνεκτιμάται από τη νομολογία ως ένδειξη ανυπαρξίας σκοπού βλάβης. Σχετικές οι ως άνω αναφερόμενες αποφάσεις 4418/2019 και 31/2020, καθώς και η 153/2020 του Εφετείου Πειραιά, η οποία δέχθηκε ότι το γεγονός ότι η πιστούχος προέβαινε σε καταβολές έξι μήνες μετά τη μεταβίβαση συνεκτιμάται υπέρ της έλλειψης σκοπού βλάβης από τον μεταβιβάσαντα. Αλλά και στην 4361/2019 του Πρωτοδικείου Αθηνών αναφέρεται ότι: «…αποδεικνύεται η έλλειψη πρόθεσης βλάβης των δανειστών […], καθόσον για χρονικό διάστημα τεσσάρων ετών μετά την κατάρτιση των επίδικων απαλλοτριώσεων, […] συνέχιζαν να πραγματοποιούνται καταβολές αξιόλογων χρηματικών ποσών στον αλληλόχρεο λογαριασμό». 

Ένα ακόμη στοιχείο που συνεκτιμά η νομολογία είναι η μέχρι τη στιγμή της μεταβίβασης (αλλά και η μετέπειτα) συνεργασία του πιστολήπτη με τον πιστωτή του. Ομαλή συνεργασία μεταξύ των δύο έως τη μεταβίβαση συνιστά ενδείκτη της έλλειψης πρόθεσης βλάβης από μέρους του μεταβιβάσαντος οφειλέτη – δανειολήπτη. 

Επίσης, σημαντικό ρόλο διαδραματίζει η οικονομική και περιουσιακή κατάσταση του οφειλέτη κατά τον χρόνο που έλαβε χώρα η μεταβίβαση του στοιχείου. Η απόφαση 153/2020 του Εφετείου Πειραιά για να καταλήξει στην κρίση περί έλλειψης πρόθεσης βλάβης του εγγυητή συνεκτίμησε και ότι: «προσέτι δε το οικονομικό έτος 2011 η πιστούχος δήλωσε φορολογητέα κέρδη 242.589,58 ευρώ και το οικονομικό έτος 2012 116.226,47 ευρώ, στοιχεία που φανερώνουν ότι η εταιρεία κατά τον χρόνο της υπό διάρρηξη μεταβίβασης δεν ήταν ζημιογόνος». 

Η ύπαρξη εμπράγματων ασφαλειών (υποθήκη, προσημείωση, ενέχυρο) επίσης συνομολογεί ότι δεν υπήρξε πρόθεση του οφειλέτη να βλάψει την τράπεζα. Εδώ μάλιστα αξίζει να σταθούμε λίγο περισσότερο. Έτσι, αν το δάνειο εξασφαλιζόταν με προσημείωση σε ακίνητο του οφειλέτη, που κατά τη στιγμή που προέβη αυτός στη μεταβίβαση του περιουσιακού στοιχείου είχε μεγάλη εμπορική αξία, η οποία μετά μειώθηκε, κρίσιμη θα είναι – για την κρίση αν ο οφειλέτης είχε πρόθεση βλάβης της τράπεζας – η αξία όπως εκτιμάται κατά τον χρόνο που έλαβε χώρα η μεταβίβαση. Διότι στον ορίζοντα γνώσης του οφειλέτη, κατά τον χρόνο που προέβη στη μεταβίβαση, εκείνη η αξία υπήρχε. 

Το ίδιο γίνεται δεκτό και αναφορικά με τυχόν λοιπή περιουσία του οφειλέτη κατά τον χρόνο που προέβη στη μεταβίβαση, η οποία τώρα αμφισβητείται ως καταδολιευτική. Ας πάρουμε ως παράδειγμα έναν δανειολήπτη ο οποίος μεταβίβασε με γονική μέριμνα το έτος 2009 ένα ακίνητο στο παιδί του. Κατά τον χρόνο εκείνο όφειλε υπόλοιπο δανείου ποσού 300.000 ευρώ, αλλά είχε στην κυριότητα του και λοιπή ακίνητη περιουσία αξίας 400.000 ευρώ. Το γεγονός ότι σήμερα η αξία της ακίνητης αυτής περιουσίας έχει μειωθεί κατακόρυφα και εκτιμάται π.χ. στο ποσό των 150.000 ευρώ ουδόλως σημαίνει ότι συνέτρεχε εν προκειμένω πρόθεση βλάβης της τράπεζας. Διότι, κατά τον χρόνο της κατάρτισης της γονικής παροχής, ο οφειλέτης δεν μπορούσε να γνωρίζει την επακολουθήσασα κατακόρυφη πτώση της αξίας των ακινήτων. 

Επίσης η νομολογία μας έχει κρίνει ότι μεταβίβαση που έγινε από οφειλέτη σε συγγενικό του πρόσωπο, κατόπιν διάγνωσης του οφειλέτη με βαριά ασθένεια, δεν είχε σκοπό τη βλάβη του δανειστή, αλλά την εξασφάλιση του συγγενικού προσώπου και την αποφυγή του μεγαλύτερου φόρου κληρονομίας. 

Τέλος κρίσιμη είναι και η μεταγενέστερη της τυχόν επελθούσας οικονομικής αδυναμίας συμπεριφορά του οφειλέτη. Έτσι, έχει κριθεί από τη νομολογία ότι, το γεγονός πως «μεταξύ των μερών έλαβαν χώρα διαπραγματεύσεις για την αποπληρωμή της οφειλής [συνιστά] συμπεριφορά που αντιφάσκει με τους ισχυρισμούς της ενάγουσας [τράπεζας] περί δόλιας απαλλοτριώσεως των περιουσιακών του στοιχείων προς βλάβη της ιδίας», ενώ και η μη άσκηση μήνυσης από μέρους του δανειστή για το αδίκημα της καταδολίευσης (για το ποινικό αδίκημα της καταδολίευσης βλ. το άρθρο μας «Οι δυνατότητες υπεράσπισης στο έγκλημα της καταδολίευσης δανειστών») συντείνει στην έλλειψη συνδρομής στο πρόσωπο του οφειλέτη του στοιχείου του δόλου. Ενδεικτική και η πρόσφατη απόφαση 4418/2019 του Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά την οποία: «Συνεκτιμητέο επίσης κρίνεται και το γεγονός ότι, έστω και μετά την άσκηση της κρινόμενης αγωγής και ενόψει συζήτησής της, η α’ εναγομένη έσπευσε σε ρύθμιση της οφειλής της προς την ενάγουσα […] και έχει ως τη συζήτηση καταβάλει σημαντικό μέρος αυτής (οφειλής), που επιρρωνύει ότι δεν ήταν πρόθεση της α’ εναγομένης να αποφύγει δολίως την καταβολή των χρεών της». 

Δ. Συμπέρασμα

Η αύξηση των κόκκινων δανείων κατά τα προηγούμενα έτη οδήγησε τις τράπεζες και τις εταιρείες διαχείρισης σε έναρξη εκτελεστικών διαδικασιών σε βάρος των οφειλετών, αλλά και σε πλήθος αγωγών διάρρηξης, σε περίπτωση που διαπιστωνόταν μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων από τον οφειλέτη. Τα οικονομικά δε προβλήματα που έχει προκαλέσει η Πανδημία είναι δεδομένο ότι θα συντείνουν στην αύξηση στο άμεσο μέλλον σχετικών υποθέσεων που θα άγονται ενώπιον των δικαστηρίων. Η σχετική νομολογία διαρκώς εμπλουτίζεται με πλήθος αποφάσεων, πολλές εκ των οποίων επικεντρώνονται στην συνδρομή ή μη δόλου του οφειλέτη, καθώς αποτελεί το βασικό του επιχείρημα προς απόρριψη της σχετικής αγωγής. 

(Για περισσότερα βλ. εδώ και εδώ).

Διαβάστε περισσότερα
 
back to top