Legal insight
Οκτώβριος 2025
Δανάη Στάμαργα, ΜΔΕ
Περίληψη: Στο παρόν άρθρο θα εξετάσουμε ποιες είναι οι οφειλές που φαίνεται να συνιστούν εξαίρεση στον κανόνα της πτωχευτικής απαλλαγής. Ποια είναι, δηλαδή, τα χρέη εκείνα για τα οποία ο πτωχός δεν απαλλάσσεται ακόμα και μετά την παρέλευση τριετίας (ή, υπό προϋποθέσεις, έτους στην περίπτωση της πτώχευσης) από την κήρυξή του σε πτώχευση ή την καταχώριση του ονόματος του, μη κηρυχθέντος σε πτώχευση, οφειλέτη στο ηλεκτρονικό μητρώο φερεγγυότητας (ΗΜΦ).
1. Εισαγωγή
Όπως έχουμε αναφέρει και σε άλλο άρθρο μας (βλ. εδώ), ένας από τους βασικούς πυλώνες του νέου πτωχευτικού δικαίου είναι και η απαλλαγή των φυσικών προσώπων από τις οφειλές τους. Η εν λόγω απαλλαγή προβλέπεται στα άρ. 192 επ. ν. 4738/2020 και βάσει αυτής ο οφειλέτης φυσικό πρόσωπο απαλλάσσεται πλήρως από κάθε οφειλή προς τους πτωχευτικούς πιστωτές, ανεξαρτήτως του εάν έχουν αναγγελθεί ή όχι, τριάντα έξι (36) μήνες (ή υπό προϋποθέσεις εντός έτους) από την ημερομηνία κήρυξης της πτώχευσής του ή την καταχώρηση του ονόματός του στο ηλεκτρονικό μητρώο φερεγγυότητας (ΗΜΦ), εκτός εάν εντός της παραπάνω προθεσμίας υποβληθεί προσφυγή οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον κατά της απαλλαγής του. Παράλληλα, υπό τις ίδιες προϋποθέσεις προβλέπεται στο άρ. 195 ν. 4738/2020 και η απαλλαγή του εκπροσώπου νομικού προσώπου από κάθε ευθύνη του για τις οφειλές του οφειλέτη νομικού προσώπου. Έτσι, παρέχεται ουσιαστικά μία δεύτερη ευκαιρία σε υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα, καθώς και το κίνητρο να εργαστούν και να δημιουργήσουν ξανά περιουσία. Ωστόσο, στο άρ. 194 ο ίδιος νόμος προβλέπει ορισμένες περιπτώσεις οι οποίες δεν καταλαμβάνονται από την ανωτέρω απαλλαγή και τις οποίες θα εκθέσουμε αμέσως παρακάτω.
2. Οφειλές που εξαιρούνται της απαλλαγής:
Βάσει, λοιπόν,
των όσων προεκτέθηκαν η απαλλαγή επέρχεται αυτοδικαίως, καταρχήν, για
κάθε χρέος του πτωχού οφειλέτη. Αυτό σημαίνει ότι η εν λόγω απαλλαγή επέρχεται
χωρίς να απαιτείται κάποια ενέργεια του οφειλέτη, όπως αίτηση προς το
πτωχευτικό δικαστήριο, ή έκδοση σχετικής απόφασης. Στην πράξη, βέβαια,
υποβάλλεται συνήθως αίτηση από τον πτωχό οφειλέτη με σκοπό την έκδοση
διαπιστωτικής της απαλλαγής πράξης από το αρμόδιο πτωχευτικό δικαστήριο (βλ. άρ. 192 του ν. 4738/2020), την οποία
πράξη θα μπορεί στη συνέχεια ο πτωχός να κοινοποιήσει στους πτωχευτικούς
πιστωτές του, προκειμένου οι τελευταίοι να λάβουν και με αυτόν τον τρόπο γνώση
της απαλλαγής, η οποία έχει ήδη επέλθει αυτοδικαίως, ούτως ώστε, να μην
επιδιώξουν περαιτέρω την είσπραξη των απαιτήσεων εκείνων για τις οποίες ο
πτωχός έχει ήδη απαλλαγεί.
Ωστόσο, σύμφωνα
με την παρ. 1 του άρ. 194 ν. 4738/2020, το οποίο εφαρμόζεται αυτοδικαίως, χωρίς,
δηλαδή, να απαιτείται προσφυγή ή απόφαση του πτωχευτικού δικαστηρίου ο πτωχός
δεν απαλλάσσεται από:
α) Οφειλές που
δημιουργήθηκαν μετά την υποβολή αίτησης πτώχευσης. Σε περίπτωση
χρεών προς το Δημόσιο, κρίσιμος χρόνος είναι ο χρόνος στον οποίο ανάγεται η
υποχρέωση και όχι ο χρόνος δημιουργίας του νόμιμου τίτλου, καθότι δεν
αποκλείεται να καθυστερήσει ή να έχει μεγάλη διάρκεια κάποιος φορολογικός
έλεγχος.
β) Οφειλές από
δόλο ή βαριά αμέλεια που προκάλεσε θάνατο ή σωματική βλάβη προσώπου. Στις εν λόγω
οφειλές εντάσσονται αποζημιώσεις, ακόμα και ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, που
σχετίζονται με την πρόκληση θανάτου ή σωματικής βλάβης προσώπου.
γ) Οφειλές από
τα αδικήματα του ν. 4557/2018 (Α’ 139) περί πρόληψης και καταστολής της
νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της
τρομοκρατίας, πλην του αδικήματος της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο.
Στο άρ. 4 του ως άνω νόμου γίνεται εκτενής απαρίθμηση των βασικών αδικημάτων που καταλαμβάνουν οι ρυθμίσεις του. Έτσι, ανατρέχοντας στο εν λόγω άρθρο, θα μπορούσαμε περιπτωσιολογικά να αναφέρουμε ορισμένες οφειλές, οι οποίες λόγω της παραπομπής του πτωχευτικού νόμου στον ως άνω νόμο, εξαιρούνται της πτωχευτικής απαλλαγής. Τέτοιες θα μπορούσαν να είναι για παράδειγμα οι οφειλές του πτωχού που προέκυψαν από πράξεις όπως: η συγκρότηση ή συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση (άρ. 187 ΠΚ), τρομοκρατικές πράξεις (187Α, 187Β ΠΚ και 32 έως 35 του ν. 4689/2020), δωροληψία και δωροδοκία πολιτικών προσώπων και δικαστικών λειτουργών (άρ. 159, 159Α, 237 ΠΚ), δωροληψία και δωροδοκία υπαλλήλου (άρ. 235, 236 ΠΚ), εμπορία επιρροής-μεσάζοντες και δωροληψία, δωροδοκία στον ιδιωτικό τομέα (άρ. 237Α, 396 ΠΚ) ή δωροδοκία - δωροληψία για αλλοίωση αποτελέσματος αγώνα (άρ. 132 του ν. 2725/1999), εγκλήματα κατά των τηλεπικοινωνιών (όπως αυτά αναφέρονται στο άρ. 4 ν. 4557/2018), απάτη με υπολογιστή (άρθρ. 386Α ΠΚ), λαθρεμπορία (άρ. 174 ν. 5222/2025), χρηματιστηριακά εγκλήματα (άρθρ. 28-31 ν. 4443/2016), κλοπή (άρ. 372 ΠΚ), υπεξαίρεση (άρ. 375 ΠΚ), ληστεία (άρ. 380 ΠΚ), φοροδιαφυγή (άρ. 79 ν. 5104/2024), και λοιπά αδικήματα που αναφέρονται στο άρ. 4 του ν. 4557/2018.
Σημειώνεται ότι το αρ. 194 ν. 4738/2020 εξαιρεί ρητά την περίπτωση του αδικήματος της μη καταβολής χρεών προς το δημόσιο, το οποίο, ναι μεν, αναφέρεται ως βασικό αδίκημα στην περ. κ του άρ. 4 ν. 4557/2018 περί πρόληψης και καταστολής της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, όμως η εν λόγω περίπτωση εξαιρείται ρητώς από τον πτωχευτικό νομοθέτη στο πλαίσιο του εξεταζόμενου αρ. 194. Έτσι, ο πτωχός οφειλέτης, μετά την επέλευση της πτωχευτικής απαλλαγής, δεν οφείλει να καταβάλει στο Δημόσιο τις οφειλές που έχουν ανακύψει εις βάρος του στο πλαίσιο του αδικήματος της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, αρκεί, φυσικά, τα χρέη αυτά να μην σχετίζονται με οφειλές που γεννήθηκαν από την τέλεση κάποιου άλλου αδικήματος, όπως π.χ. η φοροδιαφυγή, για τις οποίες δεν απαλλάσσεται κατά τα ανωτέρω. Θα πρέπει, επίσης, να σημειωθεί, όπως ήδη αναφέρθηκε και ανωτέρω, ότι στην περίπτωση της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, κρίσιμος χρόνος για τη γένεση της οφειλής, είναι ο χρόνος στον οποίο ανάγεται η υποχρέωση και όχι ο χρόνος δημιουργίας του νόμιμου τίτλου.
Στο σημείο αυτό αξίζει
να γίνει μία ιδιαίτερη αναφορά στην προβληματική που ανακύπτει από την
παραπομπή του άρ. 194 του νέου Πτωχευτικού Νόμου στα αδικήματα του
προαναφερθέντος ν. 4557/2018 περί πρόληψης και καταστολής της νομιμοποίησης
εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, και ιδίως στην περίπτωση (κα) του αρ. 4
αυτού. Στην περ. (κα) του αρ. 4 του ν. 4557/2018 ορίζεται ότι ως βασικό αδίκημα
που εμπίπτει στο ρυθμιστικό πεδίο αυτού του νόμου, από το οποίο, δηλαδή,
μπορούν να ανακύψουν έσοδα για τα οποία στη συνέχεια θα τελεσθεί το αδίκημα της
νομιμοποίησης, είναι και «κάθε άλλο έγκλημα που τιμωρείται με ποινή
στερητική της ελευθερίας, της οποίας το ελάχιστο όριο είναι άνω των τριών (3)
μηνών, από το οποίο προκύπτει περιουσιακό όφελος». Με τον τρόπο αυτό ο
νομοθέτης διευρύνει σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό την ήδη διευρυμένη λίστα των
αδικημάτων που θα μπορούσαν να αποτελέσουν βασικά αδικήματα για το έγκλημα της
νομιμοποίησης εσόδων. Λόγω, δε, της παραπομπής του πτωχευτικού νομοθέτη στα
αδικήματα του εν λόγω νόμου, θα μπορούσε να λεχθεί ότι ο πτωχός δεν
απαλλάσσεται ούτε για οφειλές του, οι οποίες προέρχονται από ποινικά κολάσιμες
πράξεις ακόμα και πλημμεληματικού χαρακτήρα εφόσον το ελάχιστο όριο της ποινής
φυλάκισης για την πράξη αυτή υπερβαίνει τους 3 μήνες.
δ) Οφειλές διατροφής. Στην κατηγορία αυτή εμπίπτουν οι οφειλές που μπορεί να έχουν ανακύψει εις βάρος του πτωχού στο πλαίσιο αστικής οικογενειακού δικαίου διαφοράς, όπως οι περιπτώσεις διατροφής εν διαστάσει συζύγου άρ. 1391-2 ΑΚ, μεταγαμιαίας διατροφής άρ. 1442 επ. ΑΚ, διατροφής ανηλίκων και ενηλίκων τέκνων 1485 επ. ΑΚ.
3. Τυχόν αμφισβήτηση αναφορικά με την
απαλλαγή για ορισμένη οφειλή:
Οι ως άνω
εξαιρέσεις από την απαλλαγή του πτωχού οφειλέτη, υπό τις ανωτέρω εκτιθέμενες
προϋποθέσεις, και ως ήδη αναφέρθηκε, εφαρμόζονται, κατ’ αρχήν, αυτοδικαίως. Δεν
απαιτείται δηλαδή να ασκηθεί προσφυγή ή να εκδοθεί κάποια απόφαση δικαστηρίου,
προκειμένου να εξακολουθούν να βαρύνουν τον οφειλέτη οι εν λόγω οφειλές.
Ωστόσο, εάν τεθεί ζήτημα δικαστικής αμφισβήτησης, όπως για παράδειγμά εάν
αμφισβητείται σε κάποια περίπτωση εάν μία σωματική βλάβη προσώπου τελέστηκε από
δόλο ή βαριά αμέλεια, τότε η εν λόγω αμφισβήτηση θα επιλυθεί από το αρμόδιο
δικαστήριο και κατά τη διαδικασία που προβλέπεται για την επίλυση της
συγκεκριμένης διαφοράς από την οποία προέκυψε η οφειλή, και όχι από το
πτωχευτικό δικαστήριο.
Αναφορικά, δε,
με όλες τις ανωτέρω εκτιθέμενες περιπτώσεις ποινικών αδικημάτων, εκ των οποίων
ανακύπτουν οφειλές για τις οποίες ο πτωχός δεν απαλλάσσεται τελικώς σύμφωνα με
το υπό εξέταση άρθρο, σημειώνουμε ότι θα πρέπει να έχει μεσολαβήσει αμετάκλητη
ποινική καταδίκη του πτωχού για το εκάστοτε αδίκημα από το οποίο ανέκυψε η
οφειλή.
Βάσει, λοιπόν των ανωτέρω, εάν υποθέσουμε ότι υφίσταται μία οφειλή από φοροδιαφυγή, κι έχει εκδοθεί για αυτήν ατομική ειδοποίηση καταβολής υπερημερίας, ο πτωχός οφειλέτης ενδέχεται να ασκήσει ανακοπή κατά της εν λόγω ατομικής ειδοποίησης ισχυριζόμενος ότι έχει απαλλαγεί λόγω πτώχευσης. Στην περίπτωση αυτή θα κριθεί από το διοικητικό δικαστήριο ότι η εν λόγω οφειλή δεν καταλαμβάνεται από την πτωχευτική απαλλαγή δεδομένου ότι εμπίπτει στις εξαιρέσεις του άρ. 194. Ενδέχεται μάλιστα να υπάρξουν περαιτέρω καθυστερήσεις στη διαδικασία ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, εφόσον υπάρχει παράλληλη ποινική διαδικασία ως προς το φερόμενο ως τελεσθέν βασικό αδίκημα.
4. Αντί επιλόγου
Συνοψίζοντας τα
ανωτέρω, παρατηρείται ότι στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, οι οφειλές για τις
οποίες δεν απαλλάσσεται ο πτωχός οφειλέτης, ακόμα και μετά την παρέλευση
τριετίας από την πτώχευσή του ή την καταχώριση του ονόματός του στο Ηλεκτρονικό
Μητρώο Φερεγγυότητας, είναι είτε οφειλές που αφορούν στο χρονικό διάστημα μετά
την υποβολή της αίτησης πτώχευσης ή τη διαβίωση μελών της στενής οικογένειάς
του, είτε οφειλές τις οποίες ο ίδιος ο πτωχός έχει προκαλέσει από δόλο ή βαριά
αμέλεια, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση τέλεσης κάποιου ποινικού αδικήματος
(πλημμελήματος ή κακουργήματος) από το οποίο ανακύπτει και αστική οφειλή.
Συνεπώς, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι είναι λογικό οι συγκεκριμένες οφειλές να
μην καταλαμβάνονται από την πτωχευτική απαλλαγή, ενώ οι υπόλοιπες, που δεν
προκλήθηκαν με υπαιτιότητά του, παύουν πλέον να τον βαρύνουν, ώστε να του
δίνεται μία ουσιαστική δεύτερη ευκαιρία να αναπτύξει υγιή επιχειρηματική δράση
και να ανακάμψει οικονομικά.