1. Λυκαβηττού 2, Κολωνάκι
2. Ακαδημίας 28, Κολωνάκι
210 36 41 214 - 210 36 46 874
   EN

main image

Α.Β. Πουλημένου - Η Ρευστοποίηση της Πτωχευτικής Περιουσίας μέσω Εκποίησης των Κατ’ Ιδίαν Περιουσιακών Στοιχείων


ptocheftiki-periousia-ekpoiisi-katidian-stoixeion

Legal insight

Ιούνιος 2025

Άννα-Βιργινία Πουλημένου, ΜΔΕ

Περίληψη: Στο παρόν άρθρο εξετάζεται η δυνατότητα ρευστοποίησης της πτωχευτικής περιουσίας μέσω εκποίησης της επιχείρησης ως λειτουργικού συνόλου, κατά τα άρθρα του Κώδικα Αφερεγγυότητας, με έμφαση στη διαδικασία, τις προϋποθέσεις και τις αποκλίσεις από τη συνήθη εκποίηση κατ’ ιδίαν στοιχείων.

Ι. Πτωχευτική Περιουσία

Η πτώχευση αποσκοπεί στη συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών μέσω της ρευστοποίησης της περιουσίας του οφειλέτη. Ο Ν. 4738/2020 («Κ.Αφ») αποσυνέδεσε την πτώχευση από την εμπορική ιδιότητα, οπότε πλέον η πτωχευτική περιουσία αποτελείται από τα ανήκοντα στον πτωχό κινητά και ακίνητα, χωρίς απαραίτητα να είναι οργανωμένα σε επιχείρηση ή εμπορική ιδέα.

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 92 § 1 Ν. 4738/2020, ως πτωχευτική περιουσία νοείται το σύνολο της περιουσίας του οφειλέτη – κινητής και ακίνητης (και η κατοικία του) – που ανήκει σε αυτόν κατά την ημέρα της κήρυξης της πτώχευσης, δηλαδή όλα τα περιουσιακά στοιχεία (συμπεριλαμβανομένων δικαιωμάτων, άυλων αγαθών, σημάτων κλπ.) η απόκτηση των οποίων ολοκληρώθηκε πριν από την ημέρα εκείνη, οπουδήποτε στον κόσμο και εάν βρίσκονται. Στην πτωχευτική περιουσία ανήκουν επίσης τόκοι, περιοδικές παροχές, παρεπόμενες αξιώσεις και δικαιώματα που αναπτύσσονται μετά την πτώχευση κατά την έννοια του άρθρ. 92 παρ. 8 εδ. β. αλλά προέρχονται από έννομη σχέση που υπήρχε πριν από την κήρυξη της πτώχευσης. Εξαιρούνται τα ειδικώς αναφερόμενα περιουσιακά στοιχεία, καθώς και ότι ο πτωχός εκποίησε πριν την κήρυξη σε πτώχευσης, με την επιφύλαξη των διατάξεων περί πτωχευτικής ανάκλησης και ό,τι απέκτησε μετά. Ο οφειλέτης, βέβαια, μπορεί με μέσα της μεταπτωχευτικής περιουσίας να ικανοποιήσει πιστωτές της πτωχευτικής.

Στην πτώχευση του φυσικού προσώπου, κατ’ εξαίρεση από τον ανωτέρω κανόνα, στην πτωχευτική περιουσία εντάσσεται και το μέρος του ετήσιου εισοδήματός του από την πτώχευση μέχρι την απαλλαγή που υπερβαίνει τα στον νόμο αναφερόμενα όρια. Απαιτεί δηλαδή ο νόμος από τον πτωχό να «δίνει» στην πτωχευτική περιουσία το «περίσσευμα» του εισοδήματός του, προκειμένου να αποφευχθούν περιπτώσεις που ενώ δεν υφίσταται αξιόλογη κινητή και ακίνητη περιουσία, ο πτωχός έχει υψηλά εισοδήματα.

Με την κήρυξη σε πτώχευση, ο οφειλέτης στερείται της διοίκησης της περιουσίας του, την οποία πλέον αναλαμβάνει ο σύνδικος. Η πτωχευτική απαλλοτρίωση, συνιστά όμοιο μέτρο της προβλεπόμενης στο πλαίσιο του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας («ΚΠολΔ») ειδικής απαγόρευσης διάθεσης του κατασχεμένου περιουσιακού στοιχείου. Και στις δύο περιπτώσεις η κυριότητα διατηρείται από τον οφειλέτη – πτωχό μέχρι την εκποίηση. Ο σύνδικος θα αναλάβει πλέον την διοίκηση της περιουσίας, και μεταξύ άλλων, την ρευστοποίηση της πτωχευτικής περιουσίας είτε ως λειτουργικό σύνολο ή διαιρεμένης σε κατ’ ιδίαν περιουσιακά στοιχεία, συνεπικουρούμενος από τα όργανα της πτώχευσης προκειμένου να επιτευχθεί η ικανοποίηση των πιστωτών.

ΙΙ. Η κατ’ ιδίαν εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων του πτωχού

Ο Κωδ.Αφ. προβλέπει ειδική διαδικασία εκποίησης των κατ’ ιδίαν περιουσιακών στοιχείων του πτωχού και η οποία καταρχήν προβλέπεται ενιαία για τα κινητά και τα ακίνητα. Αυτή είναι η μόνη δυνατότητα ρευστοποίησης όταν δεν υφίσταται οργανωμένη επιχείρηση ή υφίσταται μεν, αλλά αυτή συνιστά πολύ μικρή οντότητα κατά τους όρους του άρθρ. 2 του ν. 4308/2014 (η περίπτωση, δηλαδή, της πτώχευσης μικρού αντικειμένου).

Από τις σχετικές προβλέψεις, καταλαμβάνονται ενδεικτικώς ακίνητα, πλοία και αεροσκάφη ανεξαρτήτως αξίας καθώς και κινητά ή ομάδες κινητών, η αξία των οποίων υπερβαίνει τις 50.000 ευρώ. Περιουσιακά στοιχεία, η αξία των οποίων, σύμφωνα με την εκτίμηση του συνδίκου, δεν υπερβαίνει το ως άνω όριο, εκποιούνται ως μία ή περισσότερες ομάδες πραγμάτων, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία. Ο Κωδ.Αφ. κατά το πρότυπο του άρθρ. 1001Α ΚΠολΔ επιτρέπει την εκποίηση ακινήτου στο οποίο είναι εγκατεστημένες παραγωγικές μονάδες μαζί με τα παραρτήματά του καθώς επίσης και από κοινού εκποίηση περισσότερων ακινήτων, τα οποία παρουσιάζουν λειτουργική ενότητα. Από τις ανωτέρω ρυθμίσεις καθίσταται σαφές ότι βασική στόχευση του νομοθέτη είναι μεγιστοποίηση της αξίας προς το σκοπό καλύτερης ικανοποίησης των πτωχευτικών πιστωτών.

Όπως και ανωτέρω αναφέρεται, τη διοίκηση της περιουσίας του πτωχού αναλαμβάνει ο σύνδικος και ο οποίος βαρύνεται με την υποχρέωση ρευστοποίησης. Παρέχεται, όμως, προτεραιότητα στους ενέγγυους δανειστές, οι οποίοι από την κήρυξη σε πτώχευση και για τους πρώτους εννέα μήνες, μπορούν να προχωρήσουν οι ίδιοι στην εκποίηση του υπέγγυου πράγματος. Η εν λόγω δυνατότητα συνιστά εξαίρεση στην αναστολή ατομικών διώξεων, η οποία επέρχεται με την πτώχευση. Εάν η εκτέλεση αρχίσει εντός της προθεσμίας αυτής, η διαδικασία εκποίησης μπορεί να συνεχιστεί και μετά το πέρας του ενιάμηνου μέχρι την ολοκλήρωση του πλειστηριασμού ή την ανατροπή της κατάσχεσης. Ως έναρξη εκτέλεσης νοείται η έναρξη της αναγκαστικής εκποίησης με την επιβολή της κατάσχεσης. Εάν οι ενέγγυοι πιστωτές δεν άρχισαν την διαδικασία αναγκαστικής εκποίησης εντός των εννέα αυτών μηνών ή η διαδικασία ξεκίνησε μεν αλλά βραδύνει σε βάρος των λοιπών πιστωτών, η αρμοδιότητα επανέρχεται στον σύνδικο. Η ίδια προτεραιότητα δίνεται και στον ενεχυρούχο πιστωτή, στην κατοχή του οποίου βρίσκεται το ενεχυριασμένο κινητό.

ΙΙΙ. Η διαδικασία της κατ’ ιδίας εκποίησης σε σύγκριση με τις προβλέψεις του ΚΠολΔ περί αναγκαστικού πλειστηριασμού

Η διαδικασία εν πολλοίς ομοιάζει με εκείνη του ΚΠολΔ, αλλά τον ρόλο του επισπεύδοντα αναλαμβάνει ο σύνδικος. Υφίστανται βέβαια και ορισμένες διαφορές, ώστε να εξυπηρετούνται καλύτερα οι σκοποί της πτώχευσης.  Επιγραμματικά, εντοπίζονται τα σημαντικότερα κατά την κρίση μας σημεία:

  • Πρώτη πράξη της αναγκαστικής εκποίησης είναι ο διορισμός του υπάλληλου του πλειστηριασμού, δηλαδή του συμβολαιογράφου ενώπιον του οποίου θα διεξαχθεί.
  • Για κάθε εκποιούμενο πράγμα ή ομάδα πραγμάτων, ο σύνδικος δημοσιεύει διακήρυξη στο Μητρώο Αφερεγγυότητας, στην οποία περιλαμβάνεται σύντομη περιγραφή του πράγματος, η τιμή πρώτης προσφοράς και η ημέρα του πλειστηριασμού. Πρόκειται για το αντίστοιχο του Αποσπάσματος της Κατασχετήριας Έκθεσης που προβλέπεται στο πλαίσιο της αναγκαστικής εκτέλεσης με την διαφορά ότι δεν απαιτείται αναφορά των βαρών και επίδοση στους ενυπόθηκους δανειστής.
  • Εντός πέντε ημέρων από την δημοσίευση, ο σύνδικος καταθέτει την διακήρυξη στον υπάλληλο του πλειστηριασμού.
  • Η ημερομηνία του πλειστηριασμού ορίζεται από τον σύνδικο υποχρεωτικά μεταξύ 30 και 45 ημερών από τη δημοσίευση της διακήρυξης. Αντίθετα, ο πλειστηριασμός κατά τον ΚΠολΔ διενεργείται σε επτά (7) μήνες από την ολοκλήρωση της κατάσχεσης και πάντως όχι μετά το πέρας οκτώ (8) μηνών. Η ρύθμιση αυτή αντικατοπτρίζει τόσο την ανάγκη ταχείας εκποίησης όσο και την μειωμένη προστασία του πτωχού, ο οποίος έχει ήδη απωλέσει την εξουσία διάθεσης της περιουσίας του με την κήρυξη σε πτώχευση.
  • Δεν προβλέπεται, επίσης, προθεσμία δημοσίευσης της διακήρυξης στην ιστοσελίδα του e-auction.
  • Η επιλογή της διαδικασία εκποίησης (σειρά, ομαδοποίηση κλπ.) και η τιμή πρώτης προσφοράς ορίζονται επιμέλεια του συνδίκου, ο οποίος προσλαμβάνει δύο πιστοποιημένους εκτιμητές του άρθρ. πρώτου παρ. Γ. του ν. 4152/2013. Ως τιμή ορίζεται η μέση τιμή των δύο εκτιμήσεων. Στον αναγκαστικό πλειστηριασμό του ΚΠολΔ ο επιφορτισμένος με την αρμοδιότητα εκτιμήσεως δικαστικός επιμελητής υποχρεούται να προσλάβει κατά την κρίση του έναν πιστοποιημένο εκτιμητή. Βέβαια, για την περίπτωση τυχόν εσφαλμένης εκτίμησης παρέχεται δυνατότητα διόρθωσής της με ανακοπή του άρθρ. 954 παρ. 4 ΚΠολΔ, η οποία δεν παρέχεται στο πλαίσιο της πτώχευσης.
  • Όσον αφορά στην διαδικασία του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού, εν πολλοίς οι ρυθμίσεις του άρθρ. 163 του Κ.Αφ. αναπαράγουν τις αντίστοιχες του ΚΠολΔ με κάποιες παραλλαγές, για την προσαρμογή τους στις ιδιαιτερότητες της πτώχευσης.
  • Στο άρθρ. 163 παρ. 14 Κ.Αφ προβλέπεται η υπογραφή σύμβασης μεταβίβασης του κινητού ή του ακινήτου μεταξύ συνδίκου και υπερθεματιστή. Η πρόβλεψη αυτή δεν συναντάται στον ΚΠολΔ., όπου επί κινητών η μεταβίβαση ολοκληρώνεται με την παράδοσή τους και επί ακινήτων με την παράδοση στον υπερθεματιστή της περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης, η οποία και μεταγράφεται. Στην ανωτέρω διαδικασία του ΚΠολΔ «επιστρέφει» το άρθρ. 166 του Κ.Αφ., αντιφάσκοντας εκ πρώτης με τα προβλεπόμενα του άρθρ. 163 παρ. 14 Κ.Αφ. Οι δύο διατάξεις πρέπει να ερμηνευθούν συστηματικά κατά την έννοια ότι η σύμβαση του άρθρ. 163 παρ. 14 επέχει θέση τελεσίδικης κατακύρωσης.
  • Η μεγάλη διαφορά, όμως, μεταξύ των δύο διαδικασιών εντοπίζεται στην περίπτωση του άγονου πλειστηριασμού. Στην πτώχευση προβλέπεται αυτόματη διαδικασία μείωσης της τιμής πρώτης προσφοράς. Συγκεκριμένα, ο πλειστηριασμός επαναλαμβάνεται μέσα σε είκοσι (20) ημέρες από την κήρυξη του ως άγονου και η τιμή ορίζεται στα ¾ της μέσης τιμής των εκτιμήσεων. Εάν απαιτηθεί δεύτερη επανάληψη, η τιμή ορίζεται στο ½ της αρχικής. Σε περίπτωση αποτυχίας και αυτού του πλειστηριασμού, ο σύνδικος υποβάλει αίτημα στον εισηγητή για μείωση της τιμής πρώτης προσφοράς ή για έγκριση όρων που θα διευκολύνουν την εκποίηση, συμπεριλαμβανομένης και της δυνατότητας ελεύθερης εκποίησης με συγκεκριμένο τίμημα. Μετά την πάροδο 120 ημερών από την έκδοση της διάταξης του εισηγητή και εφόσον δεν έχει επιτευχθεί η εκποίηση, ο σύνδικος προχωρά σε πλειστηριασμό χωρίς τιμή πρώτης προσφοράς. Διαρθρώνεται κατά ταύτα ένα «αυτοματοποιημένο» σύστημα προκειμένου να κατορθωθεί η ταχεία εκποίηση σε τιμή που ανταποκρίνεται στην πραγματική αγοραία αξία του εκποιούμενου και απαλλαγμένο από τις αγκυλώσεις και δικαστικές εμπλοκές του ΚΠολΔ.
  • Οι προβλέψεις του ΚΠολΔ περί του τρόπο και της διαδικασίας διανομής του πλειστηριάσματος διατηρούνται και στην πτώχευση με την παροχή «υπερπρονομίου» για την κάλυψη των εξόδων τυχόν προηγηθείσης συμφωνίας εξυγίανσης ή διαπραγματεύσεων προς σύναψη τέτοιας.
  • Τέλος, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η απουσία δυνατότητας προσβολής των πράξεων εκτέλεσης. Εξ άλλου ούτε στο πλαίσιο της εκποίησης ως σύνολο, η οποία αποτελεί και ιδιαιτέρως σύνθετη διαδικασία προβλέπεται τέτοια δυνατότητα. Εάν το νομοθετικό αυτό κενό είναι ακούσιο, τότε ως βέλτιστη λύση φαίνεται η ανακοπή του άρθρ. 933 ΚΠολΔ, προσαρμοσμένη στην διαδικασία της πτώχευσης. Στον Κ.Αφ προβλέπεται μόνο η δυνατότητα προσβολής του πίνακα κατάταξης που συντάσσει ο σύνδικος και στο πλαίσιο της οποίας ανακοπής προβάλλονται και οι λόγοι κατά του πίνακα επαληθευμένων απαιτήσεων.

IV. Αντί επιλόγου

Η ρύθμιση της εκποίησης των κατ’ ιδίαν περιουσιακών στοιχείων του πτωχού, όπως εισήχθη με τον ν. 4738/2020, επιχειρεί να ισορροπήσει την ανάγκη ταχείας ρευστοποίησης με την προστασία των δικαιωμάτων των πιστωτών. Παρατηρείται, επίσης, η βούληση του νομοθέτη η διαδικασία να έλθει πιο κοντά στην αναγκαστική εκτέλεση του ΚΠολΔ, προσαρμοσμένη στις ιδιαιτερότητες της πτώχευσης. Τέλος, η απουσία ειδικής πρόβλεψης για ανακοπή κατά πράξεων εκποίησης  δημιουργεί κενό έννομης προστασίας, επιτρέποντας την πρόοδο της διαδικασίας παρά την τυχόν ακυρότητα, ή/και σε βλάβη των πιστωτών.

Διαβάστε περισσότερα
 
back to top