Legal insight
Ιούνιος 2025
Άννα-Βιργινία Πουλημένου, ΜΔΕ
Περίληψη: Στο παρόν άρθρο εξετάζεται η δυνατότητα ρευστοποίησης της
πτωχευτικής περιουσίας μέσω εκποίησης της επιχείρησης ως λειτουργικού συνόλου,
κατά τα άρθρα του Κώδικα Αφερεγγυότητας, με έμφαση στη διαδικασία, τις
προϋποθέσεις και τις αποκλίσεις από τη συνήθη εκποίηση κατ’ ιδίαν στοιχείων.
Ι. Πτωχευτική Περιουσία
Η πτώχευση αποσκοπεί στη συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών
μέσω της ρευστοποίησης της περιουσίας του οφειλέτη. Ο Ν. 4738/2020 («Κ.Αφ»)
αποσυνέδεσε την πτώχευση από την εμπορική ιδιότητα, οπότε πλέον η πτωχευτική
περιουσία αποτελείται από τα ανήκοντα στον πτωχό κινητά και ακίνητα, χωρίς
απαραίτητα να είναι οργανωμένα σε επιχείρηση ή εμπορική ιδέα.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 92 § 1 Ν. 4738/2020, ως
πτωχευτική περιουσία νοείται το σύνολο της περιουσίας του οφειλέτη – κινητής
και ακίνητης (και η κατοικία του) – που ανήκει σε αυτόν κατά την ημέρα της
κήρυξης της πτώχευσης, δηλαδή όλα τα περιουσιακά στοιχεία (συμπεριλαμβανομένων δικαιωμάτων,
άυλων αγαθών, σημάτων κλπ.) η απόκτηση των οποίων ολοκληρώθηκε πριν από την
ημέρα εκείνη, οπουδήποτε στον κόσμο και εάν βρίσκονται.
Στην πτωχευτική περιουσία ανήκουν επίσης τόκοι, περιοδικές παροχές, παρεπόμενες
αξιώσεις και δικαιώματα που αναπτύσσονται μετά την πτώχευση κατά την έννοια του
άρθρ. 92 παρ. 8 εδ. β. αλλά προέρχονται από έννομη σχέση που υπήρχε πριν από
την κήρυξη της πτώχευσης. Εξαιρούνται τα ειδικώς αναφερόμενα περιουσιακά
στοιχεία, καθώς και ότι ο πτωχός εκποίησε πριν την κήρυξη σε πτώχευσης, με την
επιφύλαξη των διατάξεων περί πτωχευτικής ανάκλησης και ό,τι απέκτησε μετά. Ο
οφειλέτης, βέβαια, μπορεί με μέσα της μεταπτωχευτικής περιουσίας να ικανοποιήσει
πιστωτές της πτωχευτικής.
Στην πτώχευση του φυσικού προσώπου, κατ’ εξαίρεση από τον
ανωτέρω κανόνα, στην πτωχευτική περιουσία εντάσσεται και το μέρος του ετήσιου
εισοδήματός του από την πτώχευση μέχρι την απαλλαγή που υπερβαίνει τα στον νόμο
αναφερόμενα όρια. Απαιτεί δηλαδή ο νόμος από τον πτωχό να «δίνει» στην
πτωχευτική περιουσία το «περίσσευμα» του εισοδήματός του, προκειμένου να
αποφευχθούν περιπτώσεις που ενώ δεν υφίσταται αξιόλογη κινητή και ακίνητη
περιουσία, ο πτωχός έχει υψηλά εισοδήματα.
Με την κήρυξη σε πτώχευση, ο οφειλέτης στερείται της
διοίκησης της περιουσίας του, την οποία πλέον αναλαμβάνει ο σύνδικος. Η πτωχευτική
απαλλοτρίωση, συνιστά όμοιο μέτρο της προβλεπόμενης στο πλαίσιο του Κώδικα
Πολιτικής Δικονομίας («ΚΠολΔ») ειδικής απαγόρευσης διάθεσης του κατασχεμένου
περιουσιακού στοιχείου. Και στις δύο περιπτώσεις η κυριότητα διατηρείται από
τον οφειλέτη – πτωχό μέχρι την εκποίηση. Ο σύνδικος θα αναλάβει πλέον την
διοίκηση της περιουσίας, και μεταξύ άλλων, την ρευστοποίηση της πτωχευτικής
περιουσίας είτε ως λειτουργικό σύνολο ή διαιρεμένης σε κατ’ ιδίαν περιουσιακά
στοιχεία, συνεπικουρούμενος από τα όργανα της πτώχευσης προκειμένου να
επιτευχθεί η ικανοποίηση των πιστωτών.
ΙΙ. Η κατ’
ιδίαν εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων του πτωχού
Ο Κωδ.Αφ. προβλέπει ειδική διαδικασία
εκποίησης των κατ’ ιδίαν περιουσιακών στοιχείων του πτωχού και η οποία καταρχήν
προβλέπεται ενιαία για τα κινητά και τα ακίνητα. Αυτή είναι η μόνη δυνατότητα
ρευστοποίησης όταν δεν υφίσταται οργανωμένη επιχείρηση ή υφίσταται μεν, αλλά
αυτή συνιστά πολύ μικρή οντότητα κατά τους όρους του άρθρ. 2 του ν. 4308/2014
(η περίπτωση, δηλαδή, της πτώχευσης μικρού αντικειμένου).
Από τις σχετικές προβλέψεις, καταλαμβάνονται ενδεικτικώς ακίνητα,
πλοία και αεροσκάφη ανεξαρτήτως αξίας καθώς και κινητά ή ομάδες κινητών, η αξία
των οποίων υπερβαίνει τις 50.000 ευρώ. Περιουσιακά στοιχεία, η αξία των οποίων,
σύμφωνα με την εκτίμηση του συνδίκου, δεν υπερβαίνει το ως άνω όριο,
εκποιούνται ως μία ή περισσότερες ομάδες πραγμάτων, κατά την ίδια ως άνω
διαδικασία. Ο Κωδ.Αφ. κατά το πρότυπο του άρθρ. 1001Α ΚΠολΔ
επιτρέπει την εκποίηση ακινήτου στο οποίο είναι εγκατεστημένες παραγωγικές
μονάδες μαζί με τα παραρτήματά του καθώς επίσης και από κοινού εκποίηση
περισσότερων ακινήτων, τα οποία παρουσιάζουν λειτουργική ενότητα. Από τις
ανωτέρω ρυθμίσεις καθίσταται σαφές ότι βασική στόχευση του νομοθέτη είναι
μεγιστοποίηση της αξίας προς το σκοπό καλύτερης ικανοποίησης των πτωχευτικών
πιστωτών.
Όπως και ανωτέρω αναφέρεται, τη
διοίκηση της περιουσίας του πτωχού αναλαμβάνει ο σύνδικος και ο οποίος
βαρύνεται με την υποχρέωση ρευστοποίησης. Παρέχεται, όμως, προτεραιότητα στους
ενέγγυους δανειστές, οι οποίοι από την κήρυξη σε πτώχευση και για τους
πρώτους εννέα μήνες, μπορούν να προχωρήσουν οι ίδιοι στην εκποίηση του υπέγγυου
πράγματος. Η εν λόγω δυνατότητα συνιστά εξαίρεση στην αναστολή ατομικών
διώξεων, η οποία επέρχεται με την πτώχευση. Εάν η εκτέλεση αρχίσει εντός της
προθεσμίας αυτής, η διαδικασία εκποίησης μπορεί να συνεχιστεί και μετά το πέρας
του ενιάμηνου μέχρι την ολοκλήρωση του πλειστηριασμού ή την ανατροπή της
κατάσχεσης. Ως έναρξη εκτέλεσης νοείται η έναρξη της αναγκαστικής εκποίησης με
την επιβολή της κατάσχεσης. Εάν οι ενέγγυοι πιστωτές δεν άρχισαν την διαδικασία αναγκαστικής
εκποίησης εντός των εννέα αυτών μηνών ή η διαδικασία ξεκίνησε μεν αλλά βραδύνει
σε βάρος των λοιπών πιστωτών, η αρμοδιότητα επανέρχεται στον σύνδικο. Η ίδια
προτεραιότητα δίνεται και στον ενεχυρούχο πιστωτή, στην κατοχή του οποίου
βρίσκεται το ενεχυριασμένο κινητό.
ΙΙΙ. Η διαδικασία της κατ’ ιδίας εκποίησης σε σύγκριση με τις προβλέψεις του ΚΠολΔ περί αναγκαστικού πλειστηριασμού
Η διαδικασία εν πολλοίς ομοιάζει με εκείνη του ΚΠολΔ, αλλά τον ρόλο του επισπεύδοντα αναλαμβάνει ο σύνδικος. Υφίστανται βέβαια και ορισμένες διαφορές, ώστε να εξυπηρετούνται καλύτερα οι σκοποί της πτώχευσης. Επιγραμματικά, εντοπίζονται τα σημαντικότερα κατά την κρίση μας σημεία:
IV. Αντί επιλόγου
Η ρύθμιση της εκποίησης των κατ’ ιδίαν περιουσιακών στοιχείων του πτωχού, όπως εισήχθη με τον ν. 4738/2020, επιχειρεί να ισορροπήσει την ανάγκη ταχείας ρευστοποίησης με την προστασία των δικαιωμάτων των πιστωτών. Παρατηρείται, επίσης, η βούληση του νομοθέτη η διαδικασία να έλθει πιο κοντά στην αναγκαστική εκτέλεση του ΚΠολΔ, προσαρμοσμένη στις ιδιαιτερότητες της πτώχευσης. Τέλος, η απουσία ειδικής πρόβλεψης για ανακοπή κατά πράξεων εκποίησης δημιουργεί κενό έννομης προστασίας, επιτρέποντας την πρόοδο της διαδικασίας παρά την τυχόν ακυρότητα, ή/και σε βλάβη των πιστωτών.