Legal insight
Μάιος 2025
Αρετή Κολοκοτρώνη, ΜΔΕ
Περίληψη: Η απόσχιση κλάδου -συχνό πλέον φαινόμενο στον κόσμο των επιχειρήσεων ιδίως λόγω των φορολογικών πλεονεκτημάτων- αποτελεί είδος εταιρικού μετασχηματισμού και συγκεκριμένα μια από τις τρεις επιτρεπόμενες εκδοχές διάσπασης (κοινή διάσπαση, μερική διάσπαση και απόσχιση κλάδου). Στο παρόν άρθρο θα εστιάσουμε στην ευθύνη έναντι των πιστωτών και τρίτων που υπέχει αφενός η εταιρεία που προβαίνει στην απόσχιση, μεταβιβάζοντας κλάδο της δραστηριότητάς της («διασπώμενη»), αφετέρου η εταιρεία που αναλαμβάνει συμβατικά τον κλάδο («επωφελούμενη»).
1. Εισαγωγή – Βασικά
χαρακτηριστικά της απόσχισης
Η απόσχιση κλάδου ως επώνυμη μορφή διάσπασης προβλέφθηκε για πρώτη φορά νομοθετικά με τον ν. 4601/2019. Μέχρι τότε λειτουργούσε ως ένας ιδιότυπος, καταχρηστικός μετασχηματισμός. Τα βασικά χαρακτηριστικά της είναι τα εξής:
- Δεν μεταβιβάζεται το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων της διασπώμενης εταιρείας αλλά αποκλειστικά του συγκεκριμένου κλάδου δραστηριότητας. Ως κλάδος θεωρείται το σύνολο των στοιχείων (τόσο του ενεργητικού όσο και του παθητικού), τα οποία συνιστούν, από οργανωτική άποψη, αυτόνομη εκμετάλλευση, δηλαδή, σύνολο ικανό να λειτουργήσει αυτοδύναμα (π.χ. κλάδος διαχείρισης και εκμετάλλευσης ακίνητων, κλάδος υποδομών, παραγωγής λογισμικών προγραμμάτων κλπ.). Ο κλάδος προϋποθέτει διακριτή λογιστική παρακολούθηση ή έστω τη δυνατότητα της εταιρείας να απομονώσει τα έσοδα που αφορούν σε αυτόν, ώστε να τεκμηριώνεται η αυτοτέλειά του.
- Η διασπώμενη εταιρεία διατηρείται ως νομικό πρόσωπο εξακολουθώντας να λειτουργεί ως προς τους λοιπούς κλάδους δραστηριότητας, σε αντίθεση με την κοινή διάσπαση όπου η μεταβίβαση της δραστηριότητας της εταιρείας είναι συνολική και το νομικό πρόσωπο της διασπώμενης λύεται. Αυτονόητα αυτό προϋποθέτει το νομικό πρόσωπο να διατηρεί περισσότερους του ενός κλάδους δραστηριότητας, προκειμένου να συνεχίσει να λειτουργεί μετά την απόσχιση.
- Εισφέρεται η καθαρή θέση του κλάδου (κατόπιν διενέργειας έκθεσης εκτίμησης ενεργητικού και παθητικού) αυξάνοντας αντιστοίχως το μετοχικό κεφάλαιο της επωφελούμενης (κατά το ποσό της καθαρής θέσης). Πρόκειται δηλαδή για αύξηση του εταιρικού κεφαλαίου της επωφελούμενης με εισφορά σε είδος. Ως αντάλλαγμα, η διασπώμενη εταιρεία λαμβάνει μετοχές ή εταιρικά μερίδια της επωφελούμενης και καθίσταται μέτοχος ή εταίρος αυτής, με κατανομή όπως προβλέπεται στη σύμβαση διάσπασης. Στο σημείο αυτό εντοπίζεται η βασική διαφορά με την μερική διάσπαση, κατά την οποία μεταβιβάζεται ομοίως κλάδος δραστηριότητας, διατηρείται ως νομικό πρόσωπο η διασπώμενη, ωστόσο, στο κεφάλαιο της επωφελούμενης συμμετέχουν μετά τη συντέλεσης της διάσπασης ατομικά οι μέτοχοι της διασπώμενης εταιρείας και όχι η ίδια η εταιρεία.
- Δύναται να συντελεστεί είτε με απορρόφηση του κλάδου από ήδη υπάρχουσα εταιρεία (μία ή περισσότερες), είτε με απόσχιση του κλάδου σε νεοσυσταθείσα εταιρεία (μία ή περισσότερες), είτε με απορρόφηση και με σύσταση μίας ή περισσότερων νέων εταιρειών.
- Η επωφελούμενη υπεισέρχεται αυτοδικαίως χωρίς να απαιτείται καμία άλλη διατύπωση στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που σχετίζονται με τον κλάδο δραστηριότητας που αναλαμβάνει ως καθολική διάδοχος της διασπώμενης εταιρείας βάσει ρητής νομοθετικής πρόβλεψης (άρθρο 70 ν. 4601/2019). Η καθολική διαδοχή εκτείνεται και σε όλες τις εκκρεμείς συμβατικές σχέσεις της διασπώμενης εταιρίας, οι οποίες περιλαμβάνονται στο μεταβιβαζόμενο σε αυτές τμήμα της περιουσίας της διασπώμενης π.χ. συμβάσεις εργασίας εργαζομένων ενταγμένων στον κλάδο που μεταβιβάζεται. Λόγω της καθολικής διαδοχής, οι εκκρεμείς δίκες που αφορούν τον κλάδο συνεχίζονται αυτοδίκαια από την επωφελούμενη εταιρεία, χωρίς να επέρχεται βίαιη διακοπή τους.
2. Η εις ολόκληρον ευθύνη διασπώμενης – επωφελούμενης έναντι των
πιστωτών
Η πεποίθηση ότι με την απόσχιση η διασπώμενη εταιρεία απελευθερώνεται αυτόματα από τις υποχρεώσεις και τα χρέη του κλάδου, μετακυλίοντας το βάρος στη νέα εταιρεία που τον αναλαμβάνει, δεν είναι ακριβής. Οι πιστωτές της διασπώμενης εταιρείας βρίσκονται ξαφνικά αντιμέτωποι με μια νέα πραγματικότητα: καλούνται να επιδιώξουν την ικανοποίηση των απαιτήσεών τους (οι οποίες εντάσσονται στον μεταβιβαζόμενο κλάδο) από ένα διαφορετικό νομικό πρόσωπο, ενδεχομένως λιγότερο φερέγγυο σε σχέση με την διασπώμενη εταιρεία με την οποία είχαν αρχικώς συμβληθεί. Για τον λόγο αυτό, ο νομοθέτης επέλεξε να θωρακίσει επαρκέστερα τις απαιτήσεις των πιστωτών εγκαθιδρύοντας υπό προϋποθέσεις εις ολόκληρον ευθύνη μεταξύ διασπώμενης και επωφελούμενης εταιρείας για τι υποχρεώσεις του κλάδου.
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα
με το άρθρο 65 παρ. 4 του ν. 4601/2019,
εφόσον δεν ικανοποιήθηκε απαίτηση
πιστωτή της διασπώμενης εταιρείας που είχε γεννηθεί πριν από τη συντέλεση της
απόσχισης και που αναλήφθηκε στη συνέχεια από την επωφελούμενη εταιρεία, ιδίως σε περίπτωση άκαρπης αναγκαστικής εκτέλεσης ή κήρυξης σε πτώχευση
της επωφελούμενης, ευθύνεται για την απαίτηση αυτή εις ολόκληρον τόσο η επωφελούμενη
όσο και η διασπώμενη εταιρεία. Από τη διατύπωση του νόμου γίνεται αντιληπτό ότι
ευθύνη για τις υποχρεώσεις του κλάδου, οι οποίες προϋπήρχαν της απόσχισης, φέρει
πρωτίστως η επωφελούμενη εταιρεία, ωστόσο υπό ορισμένες προϋποθέσεις
ευθύνεται από κοινού και η διασπώμενη (επικουρική ευθύνη που προσομοιάζει με
την ευθύνη του εγγυητή). Φυσικά, για υποχρεώσεις που δημιουργούνται μετά την
απόσχιση ευθύνη υπέχει αποκλειστικώς η επωφελούμενη εταιρεία.
Οι προϋποθέσεις
εις ολόκληρον ευθύνης επωφελούμενης – διασπώμενης είναι οι εξής:
α) Απαίτηση πιστωτή σε βάρος της διασπώμενης που εντάσσεται στον
μεταβιβαζόμενο κλάδο «ως υποχρέωση» προϋπάρχουσα ήδη κατά τον χρόνο της
απόσχισης.
β) Επιδίωξη ικανοποίησης του πιστωτή αρχικά από την επωφελούμενη
εταιρεία.
γ) Αδυναμία ικανοποίησης είτε λόγω άκαρπης εκτελεστικής διαδικασίας είτε
λόγω πτώχευσης της επωφελούμενης εταιρείας.
Εφόσον πληρούνται οι ανωτέρω προϋποθέσεις σωρευτικά, ο πιστωτής μπορεί να επιδιώξει να ικανοποιηθεί από την διασπώμενη εταιρεία. Υπογραμμίζεται ότι οι απαιτήσεις σε βάρος της διασπώμενης παραγράφονται μετά από πέντε (5) έτη από τη συντέλεση της απόσχισης, ενώ στη συνέχεια παραμένουν επιδιώξιμες μόνο έναντι της επωφελούμενης (άρθρο 65 παρ. 4).
3. Άμυνα της διασπώμενης εταιρείας
α) Ένσταση διζήσεως: Εάν δεν πληρούνται σωρευτικά οι ως άνω προϋποθέσεις, η επικουρικά
ευθυνόμενη διασπώμενη εταιρεία μπορεί να προβάλλει ένσταση διζήσεως κατ’
αναλογική εφαρμογή του άρθρου 855 ΑΚ, ότι δηλαδή αρνείται την καταβολή της
οφειλής μέχρι ο δανειστής να ασκήσει διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος
της επωφελούμενης και αυτή να καταστεί άκαρπη. Στην τελευταία περίπτωση, η αγωγή του πιστωτή σε βάρος της διασπώμενης απορρίπτεται προσωρινά,
αλλά μπορεί ο πιστωτής να επανέλθει με νέα αγωγή εφόσον επιχειρήσει αναγκαστική
εκτέλεση σε βάρος της επωφελούμενης. Εξαίρεση αποτελούν περιπτώσεις εμφανούς
ανεπάρκειας της περιουσίας της επωφελούμενης εταιρείας π.χ. πλήρης έλλειψη
περιουσίας ή προηγηθείσα άκαρπη αναγκαστική εκτέλεση από έτερο πιστωτή, κατά
τις οποίες δύναται ο πιστωτής να ασκήσει κατευθείαν την αξίωσή του κατά της διασπώμενης
εταιρείας.
β) Ένσταση ελευθερώσεως: Σημαντικό όπλο στη άμυνα της διασπώμενης αποτελεί, επιπλέον, η επίκληση του άρθρου 862 ΑΚ κατ’ αναλογική εφαρμογή, οπότε αν η ικανοποίηση του πιστωτή από την επωφελούμενη εταιρεία κατέστη αδύνατη από πταίσμα του πιστωτή (λ.χ. επί μακροχρόνιας αδράνειας του πιστωτή και στο μεταξύ ελάττωσης της υπέγγυας περιουσίας της επωφελούμενης), τότε η διασπώμενη ελευθερώνεται και ο πιστωτής δεν μπορεί να στραφεί κατά αυτής.
4. Δικαίωμα αναγωγής στο πλαίσιο της εις ολόκληρον ευθύνης
Δεδομένου ότι πρωταρχική
ευθύνη για την ικανοποίηση των υποχρεώσεων του κλάδου φέρει η επωφελούμενη
εταιρεία, ενώ η ευθύνη της διασπώμενης είναι μόνο επικουρική, αν η επωφελούμενη
ικανοποιήσει τους εν λόγω πιστωτές, δεν έχει το δικαίωμα κατά την κρατούσα
άποψη να στραφεί αναγωγικά κατά της διασπώμενης εταιρείας αναζητώντας το ποσό
που κατέβαλε (υποστηρίζεται, ωστόσο, και αντίθετη άποψη).
Αντίθετα, η διασπώμενη εταιρεία που αναγκάστηκε να εξοφλήσει την απαίτηση (εφόσον συντρέχουν οι ανωτέρω προϋποθέσεις που αναλύθηκαν) μπορεί να απαιτήσει ό,τι κατέβαλε από την επωφελούμενη εταιρεία, ασκώντας δικαίωμα αναγωγής. Ως προς την κατανομή της μεταξύ τους ευθύνης και τη ρύθμιση της εσωτερικής τους σχέσης (επί της οποίας θα καθοριστεί και το μέτρο της ευθύνης και αντίστοιχα το αναγωγικό δικαίωμα), ενδέχεται να υπάρχει σχετική πρόβλεψη στη σύμβαση απόσχισης. Αν αυτό δεν συμβαίνει, εφαρμόζεται το άρθρο 487 παρ. 1 ΑΚ, σύμφωνα με το οποίο οι ως άνω εταιρίες ευθύνονται κατά ίσα μέρη.
5. Δικαίωμα πιστωτών για παροχή εγγυήσεων
Ένα ακόμη δικαίωμα που παρέχει ο νόμος 4601/2019 στους πιστωτές των εταιρειών που συμμετέχουν στην απόσχιση είναι η δυνατότητα να ζητήσουν προληπτικά μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από τη δημοσίευση του σχεδίου της διάσπασης στο Γ.Ε.ΜΗ. (η οποία συντελείται πριν από την ημερομηνία συνεδρίασης για τη λήψη απόφασης για την απόσχιση) κατάλληλες εγγυήσεις (ενδεικτικά εγγυοδοσία, παροχή υποθήκης ή εγγραφή προσημείωσης υποθήκης επί ακινήτων, ενεχύρου επί κινητών), εφόσον αποδεικνύουν επαρκώς ότι η οικονομική κατάσταση των εταιρειών εξαιτίας της διάσπασης καθιστά απαραίτητη την παροχή τέτοιων εγγυήσεων και εφόσον δεν έχουν λάβει τέτοιες εγγυήσεις. Το εν λόγω δικαίωμα αφορά πιστωτές τόσο της επωφελούμενης όσο και της διασπώμενης, οι οποίοι διαθέτουν απαιτήσεις γεννημένες πριν τον χρόνο της απόσχισης που δεν έχουν καταστεί κατά τον χρόνο αυτό ληξιπρόθεσμες. Οι πιστωτές της επωφελουμένης κινδυνεύουν και εκείνοι εξίσου, μολονότι δεν μεταβάλλεται το πρόσωπο του οφειλέτη τους, από ενδεχόμενη επιβάρυνση της χρηματοοικονομικής διάρθρωσης της εταιρείας μετά τη διάσπαση.
6. Προστασία πιστωτών με βάση τις διατάξεις του κοινού δικαίου
Αντικείμενο προβληματισμού
έχει αποτελέσει εάν η ειδική προστασία που παρέχει ο νόμος 4601/2019 στους
πιστωτές της διασπώμενης κατισχύει ως ειδικότερη θέτοντας εκποδών την προστασία
βάσει των κοινών διατάξεων ή κατά πόσο οι τελευταίες μπορούν να εφαρμοστούν
συμπληρωματικά. Σύμφωνα με την μάλλον κρατούσα άποψη, επί απόσχισης κλάδου οι
πιστωτές της διασπώμενης μπορούν να ασκήσουν επιπροσθέτως τις αξιώσεις τους και
με βάση τις κοινές διατάξεις των άρθρων 479 ΑΚ (επί μεταβίβασης επιχείρησης) και
939 ΑΚ για την καταδολίευση των δανειστών, εφόσον συντρέχουν και οι ειδικότερες
προϋποθέσεις αυτών, χωρίς μάλιστα να χρειαστεί
να περιμένουν να προκύψει η μη ικανοποίησή τους την οποία απαιτεί το άρθρο 65
παρ. 4.
Η προβληματική, ωστόσο, καθίσταται εντονότερη στην περίπτωση της αγωγής διάρρηξης (939 ΑΚ), κατά την οποία οι δανειστές της μεταβιβάζουσας μπορούν να προβούν σε διάρρηξη των απαλλοτριώσεων, αν η περιουσία της τελευταίας δεν επαρκεί για την ικανοποίησή τους (μεταβίβαση της περιουσίας του οφειλέτη με δόλιο τρόπο). Επί ευδοκίμησης της αγωγής, δεν θα μπορεί να αντιταχθεί η μεταβίβαση των περιουσιακών στοιχείων της διασπώμενης (ενεργητικό του κλάδου που μεταβιβάστηκε), καθιστώντας αυτά εκ νέου υπέγγυα για την ικανοποίηση των εναγόντων πιστωτών. Όμως, πρακτικά αυτό οδηγεί στην κατά τρόπον τινά ανατροπή της συντελεσθείσας απόσχισης, την ίδια στιγμή που οι λόγοι ακύρωσης της σύμβασης απόσχισης είναι απολύτως συγκεκριμένοι στον νόμο, χωρίς η προκείμενη περίπτωση να εντάσσεται.
7. Αντί επιλόγου
Όπως προκύπτει από την ανάλυση που προηγήθηκε, ο νομοθέτης αντιλαμβανόμενος τον κίνδυνο που διατρέχουν οι πιστωτές των εταιρειών που συμμετέχουν στην απόσχιση κλάδου δραστηριότητας, ιδίως της διασπώμενης όπου και κατ’ αρχήν μεταβάλλεται το πρόσωπο της οφειλέτριας εταιρείας, επέλεξε να καθιερώσει υπό προϋποθέσεις επικουρική ευθύνη και της διασπώμενης εταιρείας, πέραν δηλαδή της επωφελούμενης. Στο πλαίσιο αυτό, γίνεται δεκτή και η συμπληρωματική προστασία αυτής της κατηγορίας των πιστωτών με τις διατάξεις του κοινού δικαίου προς την πληρέστερη θωράκιση των συμφερόντων τους.