Legal insight
Ιούνιος 2025
Χριστίνα Προβατά, Ασκ. Δικηγόρος
Περίληψη: Η Ιδιωτική Κεφαλαιουχική Εταιρεία (Ι.Κ.Ε.) έχοντας πλέον επικρατήσει στον χώρο των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στην ελληνική οικονομία. Το παρόν άρθρο πραγματεύεται το πώς και πότε ένας εταίρος μπορεί να αποχωρήσει εκουσίως και νομίμως από το εταιρικό αυτό μόρφωμα και ποιες αξιώσεις διατηρεί σε βάρος της εταιρείας στην περίπτωση αυτή.
1. Εισαγωγή
Έχοντας
πλέον συμπληρώσει παραπάνω από μία δεκαετία από τη θέσπιση του ν. 4072/2012 και
την εισαγωγή της Ιδιωτικής Κεφαλαιουχικής Εταιρείας (στο εξής Ι.Κ.Ε.) στην
ελληνική έννομη τάξη, ο εταιρικός αυτός τύπος έχει εξαπλωθεί στον χώρο των
μικρομεσαίων επιχειρήσεων, οι οποίες αποτελούν τον κανόνα στην ελληνική αγορά
και οικονομία. Συχνά, λόγω ακριβώς του μεγέθους τους και των στενών σχέσεων που
αναπτύσσονται, ανακύπτουν έριδες και ασυμφωνίες, που δύνανται να καθιστούν την
παραμονή στην εταιρεία δυσβάστακτη για κάποιον εταίρο.
Το δικαίωμα εξόδου διασφαλίζει, ακριβώς, τη
δυνατότητα ενός εταίρου να αποδεσμευθεί από τις εταιρικές του υποχρεώσεις και
να παύσει να είναι μέλος του εταιρικού σχήματος, υπό τις προϋποθέσεις που
τίθενται εκ του νόμου ή/και του καταστατικού.
Στο πλέγμα των ρυθμίσεων του ν. 4072/2012
αναφορικά με την Ι.Κ.Ε., το δικαίωμα εξόδου προβλέπεται στο άρθρο 92 παρ. 1,
σύμφωνα με το οποίο: «Κάθε εταίρος μπορεί
να εξέλθει της εταιρείας για σπουδαίο λόγο με απόφαση του δικαστηρίου, που
εκδίδεται μετά από αίτησή του».
Παρέχεται, όμως, η δυνατότητα στους εταίρους να αποκλίνουν από την πρόβλεψη του νόμου, ρυθμίζοντας καταστατικώς το δικαίωμα εξόδου, καθώς στο εδ. α’ της παρ. 2 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι: «Το καταστατικό μπορεί να περιλαμβάνει διατάξεις για το δικαίωμα των εταίρων να εξέλθουν της εταιρείας υπό ορισμένες προϋποθέσεις». Βέβαια, δεν είναι απολύτως ελεύθεροι οι εταίροι, όταν εισάγουν τέτοιες κατασταστικές ρυθμίσεις, όπως αναλύεται ειδικότερα κατωτέρω.
2. Η έξοδος με δικαστική απόφαση για σπουδαίο λόγο – Το νόμιμο
δικαίωμα εξόδου.
Ο νομοθέτης επέλεξε να θέσει ως κανόνα τη
δικαστική άσκηση του δικαιώματος εξόδου. Όπως είναι διαμορφωμένη η ρύθμιση του
νόμου, πρέπει να συντρέχουν τρεις προϋποθέσεις:
- Αίτηση του εξερχόμενου εταίρου στο αρμόδιο Πρωτοδικείο.
- Ύπαρξη σπουδαίου λόγου.
- Έκδοση δικαστικής απόφασης που απαγγέλει την έξοδο.
Τη μεγαλύτερη, όμως, πρακτική σημασία
παρουσιάζει το ερώτημα τι συνιστά σπουδαίο λόγο. Ο σπουδαίος λόγος αποτελεί αόριστη νομική
έννοια, η οποία έχει ιδιαίτερα ευρύ περιεχόμενο και δύσκολα οριοθετείται.
Αρμόδιο για την κρίση περί ύπαρξης ή όχι αυτού και της εξειδίκευσης του σε κάθε
διαφορετική περίπτωση είναι το αρμόδιο δικαστήριο.
Γίνεται δεκτό ότι σπουδαίος λόγος εξόδου
υφίσταται, όταν η συνέχιση της παραμονής του εταίρου, που επιθυμεί να
εξέλθει, στην εταιρεία καθίσταται, για λόγους αντικειμενικούς ή υποκειμενικούς
και ενόψει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, δυσβάστακτη.
Οι αντικειμενικοί λόγοι θα ανάγονται, συνήθως,
σε περιστατικά τα οποία είτε θα αφορούν στην ίδια την εταιρεία είτε τις σχέσεις
των εταίρων μεταξύ τους, ενώ μπορούν να αναφερθούν ενδεικτικά ως παραδείγματα
τέτοιων περιστατικών η κακή διοίκηση της εταιρείας, η αδυναμία επίτευξης του
εταιρικού σκοπού, η αδυναμία λειτουργίας λόγω της διαμόρφωσης δύο
αντικρουόμενων ομάδων εταίρων, συνεχείς διενέξεις και διαφωνίες ως προς την
οργάνωση και λειτουργία της εταιρείας, ακόμη και έντονες προσωπικές διαφωνίες (βλ.
ΕιρΣητείας 50/2014, ΕιρΒόλου 245/2021, ΕιρΠατρών 200/2024). Από την άλλη, οι
υποκειμενικοί λόγοι θα αφορούν περιστατικά τα οποία θα ανάγονται στο πρόσωπο
του εξερχόμενου εταίρου λ.χ. αδυναμία εκπλήρωσης εταιρικών υποχρεώσεων λόγω
μακράς ασθένειας ή απουσίας, οικονομικοί λόγοι.
Σημασία, βέβαια, για την ad hoc κρίση περί
ύπαρξης ή όχι σπουδαίου λόγου θα έχει και η δομή της εταιρείας, ιδίως αν
επικρατεί το προσωπικό ή το κεφαλαιουχικό στοιχείο, δηλαδή αναλόγως αν η ΙΚΕ προσιδιάζει
περισσότερο σε προσωπική ή σε κεφαλαιουχική εταιρεία. Η
έννοια του σπουδαίου λόγου απαντάται, με συναφή σημασία, και στην περίπτωση του
αποκλεισμού εταίρου από την ΙΚΕ (βλ. σχετικά εδώ).
Ένα άλλο ζήτημα που ανακύπτει είναι το πότε
πρέπει να υφίσταται ο σπουδαίος λόγος. Ο σπουδαίος λόγος πρέπει να συντρέχει τόσο κατά τον χρόνο υποβολής
της αίτησης όσο και κατά τη συζήτηση αυτής.
Σε κάθε περίπτωση ο προτεινόμενος σπουδαίος
λόγος θα πρέπει να εμφανίζει μονιμότητα και ιδιαίτερη βαρύτητα, ώστε να
δικαιολογείται η έξοδος, καθώς η εταιρική υποχρέωση πίστης, η οποία γίνεται
δεκτό ότι αφορά όλους τους εταίρους και όχι μόνο τους διαχειριστές, επιβάλλει
στους εταίρους να υπομένουν για εύλογο χρονικό διάστημα «συνήθεις» δυσκολίες,
δυσλειτουργίες ή διενέξεις και να μην αποτελεί το δικαίωμα εξόδου την «εύκολη
λύση», θέτοντας μονίμως σε κίνδυνο τον εταιρικό σκοπό.
Τέλος, η έξοδος επέρχεται με την έκδοση της διαπλαστικής απόφασης από το δικαστήριο, η οποία απαγγέλει την έξοδο. Σε αντίθεση με τον αποκλεισμό εταίρου, όπου προβλέπεται ρητά ότι ο αποκλεισμός εταίρου επέρχεται με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, ελλείψει τέτοιας ειδικής πρόβλεψης στην έξοδο, φαίνεται να επικρατεί η άποψη ότι αρκεί η οριστική απόφαση. Πέρα από τη δημοσίευση της απόφασης, απαιτείται και η καταχώρησή της στο ΓΕΜΗ, προκειμένου να μπορεί να αντιταχθεί η επελθούσα μεταβολή της εταιρικής σύνθεσης έναντι τρίτων.
3. Το δικαίωμα εξόδου δυνάμει καταστατικής ρύθμισης.
Πέρα από το νόμιμο δικαίωμα εξόδου, ο
νομοθέτης παρέχει τη δυνατότητα στους εταίρους να αποκλίνουν και να ρυθμίσουν
και με σχετική καταστατική ρήτρα το δικαίωμα εξόδου από την εταιρεία.
Καταρχήν, δεν αποκλείεται να προβλέπεται ότι
το δικαίωμα εξόδου θα δικαιολογείται, εφόσον συντρέχουν ορισμένοι λόγοι, οι
οποίοι μπορεί να ανάγονται τόσο στο πρόσωπο των εταίρων λ.χ. οικονομικοί λόγοι,
μακρά ασθένεια και απουσία, όσο και στην ίδια την εταιρεία λ.χ. αδυναμία
επίτευξης εταιρικού σκοπού, συνεχείς διενέξεις, έλλειψη κερδοφορίας.
Η βασική διαφορά μεταξύ του νόμιμου δικαιώματος και του καταστατικού δικαιώματος εξόδου, έγκειται κυρίως στο ότι το εκ του καταστατικού παρεχόμενο δικαίωμα, κατά κανόνα, θα προβλέπεται ότι ασκείται εξωδικαστικώς. Κατά κανόνα θα προβλέπεται ότι ασκείται με μονομερή δήλωση προς την εταιρεία, ενώ δύναται να προβλέπεται ότι για τη νόμιμη άσκησή του θα πρέπει να ακολουθηθεί συγκεκριμένη διαδικασία λ.χ. θα επιδίδεται με δικαστικό επιμελητή ή με συστημένη επιστολή, θα συντάσσεται ιδιωτικό ή δημόσιο έγγραφο. Με την περιέλευση της δήλωσης στην εταιρεία η έξοδος θεωρείται ως τελεσθείσα, όμως, τα έννομα αποτελέσματα δεν επέρχονται εωσότου ολοκληρωθούν οι διαδικασίες που προβλέπονται στον νόμο ή στο καταστατικό (βλ. 5).
4. Η σχέση του καταστατικού
δικαιώματος εξόδου με το νόμιμο δικαίωμα
Σε κάθε περίπτωση, οι εταίροι δεν είναι
απολύτως ελεύθεροι, όταν επιλέγουν να ρυθμίσουν καταστατικώς το δικαίωμα
εξόδου. Παρά την τυχόν πρόβλεψη καταστατικού δικαιώματος εξόδου, το νόμιμο
δικαίωμα εξόδου εξακολουθεί να υφίσταται, ενώ δεν πρέπει να μπορούν να τίθενται
με το καταστατικό προσκόμματα στην άσκησή του. Ο περιορισμός που τίθεται είναι
διττός. Πρώτον, ο εταίρος, που επιθυμεί να εξέλθει από την εταιρεία, μπορεί να
επιλέξει ελεύθερα μεταξύ του νόμιμου δικαιώματος και του τυχόν καταστατικού.
Τυχόν πρόβλεψη, ότι απαιτείται η προηγούμενη άσκηση του καταστατικού
δικαιώματος για την νόμιμη άσκηση του εκ του νόμου παρεχόμενου δικαιώματος, δεν
κρίνεται νόμιμη και ουδεμία επιρροή ασκεί.
Ο δεύτερος περιορισμός αφορά τις προϋποθέσεις που τίθενται για την άσκηση του καταστατικού δικαιώματος. Πράγματι ο νομοθέτης παρέχει τη δυνατότητα στους εταίρους να εισαγάγουν καταστατικές ρυθμίσεις, προκειμένου να εξαρτάται το δικαίωμα εξόδου από ηπιότερες προϋποθέσεις και να καθίσταται ευκολότερη η έξοδος από την εταιρεία. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι οι εταίροι δύνανται να φθάσουν στο άλλο άκρο και να τη διαμορφώνουν ως «ελεύθερη», δηλαδή να δύναται ο εταίρος να εξέλθει από την εταιρεία με μόνη τη δήλωσή του άνευ προϋποθέσεων και περιορισμών ή οι προϋποθέσεις, οι οποίες τίθενται να είναι καθαρά τυπικές. Υπέρ αυτού συνηγορεί και η διατύπωση του ίδιου του νόμου, καθώς ορίζεται ρητά ότι θα ασκείται υπό ορισμένες προϋποθέσεις.
5. Οι έννομες συνέπειες της εξόδου
Εφόσον ένας εταίρος εξέλθει από την εταιρεία
δημιουργείται μια σχέση εκκαθάρισης μεταξύ αυτού και της εταιρείας. Ειδικότερα,
η έξοδος του εταίρου επέρχεται μεν, στην περίπτωση του νόμιμου δικαιώματος με
την έκδοση της οριστικής απόφασης και στην περίπτωση του καταστατικού
δικαιώματος με την περιέλευση της δήλωσης βούλησης στην εταιρεία, ολοκληρώνεται
δε, κατά τα οριζόμενα στην παρ. 4 του άρθρου 92 του ν. 4072/2012, με την
ακύρωση των εταιρικών μεριδίων και τη μείωση του εταιρικού κεφαλαίου, εφόσον
αυτό απαιτείται, ήτοι στις περιπτώσεις που εξέρχεται εταίρος με κεφαλαιακή
εισφορά. Προβλέπεται, όμως, και η δυνατότητα να ορίζεται δια του καταστατικού
ότι αντί για ακύρωση των εταιρικών μεριδίων, θα λαμβάνει χώρα εξαγορά αυτών από
πρόσωπο που θα υποδεικνύει η εταιρεία.
Ο εξερχόμενος εταίρος έχει δικαίωμα να ζητήσει
την καταβολή της πλήρους αξίας των εταιρικών του μεριδίων, η οποία
προσδιορίζεται από το δικαστήριο, εφόσον τα μέρη δεν συμφωνούν ή δεν
προβλέπεται στο καταστατικό ο τρόπος του προσδιορισμού. Κρίσιμος χρόνος για τον προσδιορισμό της αξίας της
συμμετοχής του εξερχόμενου εταίρου είναι ο χρόνος συζήτησης της αίτησης (βλ.
ΕιρΠατρ 200/2024). Μπορεί, δηλαδή, να προβλέπεται δια του καταστατικού ότι θα
αποδίδεται η πραγματική ή η λογιστική αξία των εταιρικών μεριδίων, ότι θα
αποδίδεται ένα ποσοστό της εταιρικής συμμετοχής ή να προβλέπεται ότι θα
λαμβάνει χώρα πραγματογνωμοσύνη για τον προσδιορισμό της αξία.
Ζητήματα, τέλος, για την ολοκλήρωση της εξόδου
του εταίρου μπορεί να προκύψουν, εφόσον ο εξελθών δεν έχει παράσχει πλήρως
ολόκληρη την εταιρική του εισφορά. Το εν λόγω ζήτημα παρουσιάζει ενδιαφέρον
στις περιπτώσεις εξόδου εταίρων με εξωκεφαλαιακή ή εγγυητική εισφορά. Συγκεκριμένα,
στην περίπτωση της εξωκεφαλαιακής εισφοράς, μη πλήρως καταβληθείσας,
δημιουργείται αξίωση της εταιρείας για αποζημίωση, η οποία θα συνίσταται στην
καταβολή ποσού ίσου με την μη εκπληρωθείσα παροχή. Στη δε περίπτωση της
εγγυητικής εισφοράς, η οποία δεν έχει πλήρως παρασχεθεί κατά τον χρόνο της
εξόδου, δεν θεσπίζεται αξίωση αποζημίωσης, αλλά ο εξελθών εταίρος συνεχίζει να
ευθύνεται για τρία έτη από την καταχώρηση της εξόδου στο ΓΕΜΗ, για χρέη που
γεννήθηκαν πριν από την αποχώρησή του.
Τέλος, υπό προϋποθέσεις, η άσκηση του
δικαιώματος εξόδου μπορεί να κριθεί καταχρηστική.