1. Λυκαβηττού 2, Κολωνάκι
2. Ακαδημίας 28, Κολωνάκι
210 36 41 214 - 210 36 46 874
   EN

main image

Αναγγελία Δανειστή Σε Πλειστηριασμό


anaggelia-se-pleisthriasmo

Legal Insight

Νοέμβριος 2022

Δανάη Στάμαργα, ΜΔΕ

Περίληψη: Στο παρόν άρθρο εκτίθεται ο τρόπος με τον οποίο μπορούν να συμμετάσχουν στη διανομή του πλειστηριάσματος και να ικανοποιηθούν από αυτό, οι λοιποί, πλην του επισπεύδοντος, δανειστές του καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη.

Εισαγωγή

Όταν κάποιος σου οφείλει χρήματα από οποιαδήποτε αιτία ο μόνος τρόπος να λάβεις τα χρήματα αυτά, όταν εκείνος αρνείται να σου τα δώσει, είναι να προχωρήσεις σε αναγκαστική εκτέλεση. Προκειμένου όμως να συμβεί αυτό θα πρέπει να έχεις έναντι του οφειλέτη σου τίτλο εκτελεστό (όπως τελεσίδικη δικαστική απόφαση, απόφαση που έχει κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, διαταγή πληρωμής, συμβολαιογραφικό έγγραφο κλπ, βλ. άρ. 904 ΚΠολΔ). Τι γίνεται όμως όταν ο ίδιος δεν έχεις στα χέρια σου τίτλο εκτελεστό κατά του οφειλέτη σου και κάποιος άλλος δανειστής, εξοπλισμένος με εκτελεστό τίτλο, έχει ήδη εκκινήσει αναγκαστική εκτέλεση εις βάρος του ίδιου οφειλέτη προβαίνοντας σε κατάσχεση κάποιου περιουσιακού του στοιχείου; Μπορείς εσύ να λάβεις μέρος στην εκτελεστική διαδικασία που έχει ήδη εκκινήσει; 

Η απάντηση είναι: Ναι. Και ο τρόπος να συμβεί αυτό είναι μέσω του θεσμού της αναγγελίας δανειστών. Παρόλο που πλέον (μετά το ν. 4335/2015) ο νομοθέτης επιτρέπει τις πολλαπλές κατασχέσεις του ίδιου περιουσιακού στοιχείου, παράλληλα επέλεξε να διατηρηθεί ο θεσμός της αναγγελίας ο οποίος στοχεύει στην αποφυγή όχι μόνο περιττών εξόδων αλλά και συγχύσεων από την ταυτόχρονη διεξαγωγή περισσότερων διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης επί του ίδιου αντικειμένου. Παράλληλα, όπως, ήδη αναφέρθηκε ο θεσμός αυτός δίνει τη δυνατότητα και σε δανειστές που δεν διαθέτουν εκτελεστό τίτλο να λάβουν μέρος στην αναγκαστική εκτέλεση και να ικανοποιήσουν κατ’ αυτό τον τρόπο την απαίτησή τους, εξασφαλίζοντας μία θέση στη διανομή του πλειστηριάσματος.

1. Τι είναι η αναγγελία;

Αναγγελία είναι η εξώδικη διαδικαστική πράξη, με τη μορφή αίτησης, ορισμένου δανειστή (όχι του επισπεύδοντος) του καθ’ ου η αναγκαστική εκτέλεση που απευθύνεται στον υπάλληλο του πλειστηριασμού (συμβολαιογράφο) και αξιώνει τη συμμετοχή του πρώτου στη διανομή του πλειστηριάσματος. Ουσιαστικά, με την αναγγελία κάποιος άλλος δανειστής του καθ’ ου δηλώνει την ύπαρξη απαιτήσεώς του κατά του οφειλέτη και ζητά την κατάταξη αυτής στον πίνακα κατατάξεως. Απαραίτητη λοιπόν προϋπόθεση της αναγγελίας είναι να έχει ήδη επισπευσθεί αναγκαστική εκτέλεση διά της επιβολής κατασχέσεως σε κινητό ή ακίνητο πράγμα του οφειλέτη.

2. Ποιες απαιτήσεις μπορούν να αναγγελθούν;

Ένα ακόμη πλεονέκτημα του θεσμού αυτού είναι ότι σου δίνει τη δυνατότητα να αναγγείλεις κάθε είδους απαίτηση. Έτσι, δικαίωμα αναγγελίας έχουν όλοι οι δανειστές του καθ’ ου η εκτέλεση, είτε έχουν είτε δεν έχουν εκτελεστό τίτλο, είτε επέδωσαν είτε δεν επέδωσαν επιταγή προς πληρωμή, είτε είναι προνομιούχοι είτε όχι, είτε η απαίτησή τους αποδεικνύεται από έγγραφο είτε όχι. Μπορούν να αναγγελθούν ακόμη και δανειστές των οποίων η απαίτηση βρίσκεται ακόμη υπό αίρεση ή προθεσμία. Οι υπό αίρεση δανειστές κατατάσσονται τυχαία, που σημαίνει ότι κατατάσσονται για την περίπτωση που θα πληρωθεί η αίρεση. Πρακτικά, το αναλογούν σε αυτούς μέρος του πλειστηριάσματος κατατίθεται και καταβάλλεται μόνο μετά την πλήρωση της αιρέσεως.

Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι καθ’ όσο χρονικό διάστημα δεν έχει επέλθει απόσβεση της απαίτησης μπορεί κανείς να αναγγελθεί για την ίδια απαίτησή του σε περισσότερους από έναν πλειστηριασμούς κατά του ίδιου οφειλέτη ή συνοφειλέτη. Αυτό συμβαίνει γιατί με μόνη την κατάταξη δεν αποσβένεται η απαίτησή του {βλ. σχετικά την υπ’ αρ.  590/2008 ΑΠ: «Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 972, 979 και 980 ΚΠολΔ συνάγεται ότι η τυχόν προγενέστερη κατάσχεση ή αναγγελία και, γενικά, η συμμετοχή του αναγγελομένου σε άλλη διαδικασία κατατάξεως ή εκτελέσεως κατά του ίδιου οφειλέτη ή άλλου συνοφειλέτη, δεν αποστερεί το δανειστή, από την ευχέρεια να αναγγελθεί για την ίδια απαίτήσή του σε άλλο πλειστηριασμό, αφού με μόνη την κατάταξη δεν επέρχεται απόσβεση της απαιτήσεώς του. Αν όμως στη συνέχεια ο δανειστής κατατάχθηκε σε ορισμένο πίνακα και η κατάταξή του αυτή έγινε τελικώς απρόσβλητη (με την έννοια της εκτελεστότητας του πίνακα τούτου), τότε, ενόψει και του ότι το πλειστηρίασμα έχει ήδη κατατεθεί δημοσίως υπέρ των δανειστών, επέρχεται απόσβεση της σχετικής απαιτήσεώς του, σύμφωνα με το άρθρο 432 Α.Κ.»}. Είναι δε αδιάφορο αν ο καθ’ ου έχει ή όχι άλλα περιουσιακά στοιχεία ή αν ο δανειστής θα μπορούσε να ικανοποιήσει την απαίτησή του με άλλο τρόπο.

3. Ποιοι δανειστές μπορούν να αναγγελθούν και πώς λαμβάνουν γνώση;

Σύμφωνα και με όσα προαναφέρθηκαν μπορούν να αναγγελθούν:

α) ο ενεχυρούχος ή ενυπόθηκος ή προσημειούχος δανειστής,

β)  ο υπερθεματιστής αν τυγχάνει δανειστής του καθ’ ου η εκτέλεση,

γ) εκείνος που επισπεύδει την εκτέλεση για απαίτησή του όμως άλλη από εκείνη για την οποία επισπεύδει την εκτέλεση.

Δεν μπορούν να αναγγελθούν:

α) τρίτος που προβάλλει ίδιο δικαίωμα στο κατασχεθέν πράγμα,

β) οι δανειστές του επισπεύδοντος δανειστή,

γ) ο δικαιούχος των εξόδων της εκτέλεσης δικαστικός επιμελητής,

δ) ο επισπεύδων δανειστής για την απαίτηση για την οποία επισπεύδει την εκτέλεση.

Σε περίπτωση που κάποιος τρίτος υπεισέλθει στη θέση του επισπεύδοντος την εκτέλεση δανειστή, δεν υποχρεούται να αναγγείλει την απαίτησή του, αφού αυτός θα είναι ο τελικός επισπεύδων. Στην περίπτωση όμως αυτή ο αρχικός επισπεύδων θα πρέπει να αναγγελθεί, καθότι λογίζεται ως τρίτος πλέον δανειστής. Έτσι στην ΑΠ 1726/2008 κρίθηκε ότι «… ο κατασχών δανειστής, εφόσον επισπεύδει ο ίδιος την εκτέλεση, δεν υποχρεώνεται σε αναγγελία της απαίτησης για την οποία έγινε η κατάσχεση, ούτε σε κατάθεση των τίτλων του, […]. Εξαίρεση στον κανόνα αυτό εμφανίζεται στην περίπτωση που την αναγκαστική εκτέλεση συνεχίζει, μετά από υποκατάσταση, άλλος δανειστής, οπότε ο αρχικός επισπεύδων, ευρισκόμενος πλέον εκτός εκτελεστικής διαδικασίας, μπορεί να συμμετάσχει στην κατάταξη, μόνον με αναγγελία της απαιτήσεώς του, η οποία πρέπει να συνοδεύεται από την αντίστοιχη κατάθεση των αποδεικτικών του εγγράφων».

Επιπλέον, δεν αποκλείεται και πλαγιαστική άσκηση του δικαιώματος της αναγγελίας, ήτοι αναγγελία όχι του ίδιου του δανειστή του καθ’ ου η εκτέλεση, αλλά του δανειστή του (εν. του δανειστή του καθ’ ου), ο οποίος αμελεί να ασκήσει το δικαίωμα του αυτό (βλ. σχετικά ΕφΠατρ 341/2007).

Δεδομένου ότι δεν είναι δυνατό να προσκληθούν όλοι οι δανειστές να αναγγείλουν τυχόν απαιτήσεις τους, η πρόσκληση των δανειστών δεν είναι προϋπόθεση της αναγγελίας. Έτσι, οι δανειστές αναγγέλλονται με δική τους πρωτοβουλία, έχοντας λάβει γνώση της επισπευδόμενης εκτέλεσης από τις δημοσιεύσεις που λαμβάνουν χώρα βάσει των κείμενων διατάξεων. Ειδικότερα, ο νομοθέτης στο άρ. 955 παρ. 2 εδ. β΄ ΚΠολΔ ορίζει ότι «Απόσπασμα της κατασχετήριας έκθεσης, που περιλαμβάνει τα ονοματεπώνυμα του υπέρ ου και του καθ’ ου η εκτέλεση, καθώς και τον αριθμό φορολογικού μητρώου αυτών και αν πρόκειται για νομικά πρόσωπα την επωνυμία και τον αριθμό φορολογικού τους μητρώου, περιγραφή των κατασχεθέντων κινητών, την τιμή της πρώτης προσφοράς, του ποσού για το οποίο γίνεται η κατάσχεση, τους όρους του πλειστηριασμού, το όνομα και τη διεύθυνση του υπαλλήλου του πλειστηριασμού, καθώς και τον τόπο, την ημέρα και την ώρα του πλειστηριασμού, εκδίδεται από τον δικαστικό επιμελητή και δημοσιεύεται με επιμέλειά του μέχρι τη δέκατη ημέρα από την κατάσχεση στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων» (αντίστοιχα ορίζονται και στο άρ. 995 παρ. 4 για την περίπτωση που η κατάσχεση αφορά ακίνητο). Μπορούν κατά αυτό τον τρόπο οι ενδιαφερόμενοι δανειστές να λάβουν γνώση της επισπευδόμενης κατά του οφειλέτη τους εκτέλεσης με ένα κλικ στην ιστοσελίδα deltio.tnomik.gr, πληκτρολογώντας το ονοματεπώνυμο του οφειλέτη τους. Κατ’ εξαίρεση, το απόσπασμα της κατασχετήριας έκθεσης επιδίδεται στους ενεχυρούχους, τους ενυπόθηκους και τους προσημειούχους δανειστές (βλ. άρ. 955 παρ. 2 εδ. δ’, 995 παρ. 4 εδ. δ΄ ΚΠολΔ και άρ. 41 ΕισΝΚΠολΔ).

Τα έξοδα της αναγγελίας βαρύνουν τον αναγγελλόμενο.

4. Τρόπος και προθεσμία άσκησης της αναγγελίας

Η αναγγελία γίνεται με δικόγραφο, το οποίο καλείται αναγγελτήριο. Το δικόγραφο αυτό πρέπει να περιέχει όλα τα στοιχεία των δικογράφων, διορισμό αντικλήτου στην περιφέρεια του Πρωτοδικείου του τόπου της εκτέλεσης - αν δεν διοριστεί, τότε αντίκλητος είναι ο δικηγόρος που την υπογράφει -, περιγραφή της απαίτησης και αίτημα για την κατάταξη της απαιτήσεως στο πλειστηρίασμα και μάλιστα ,αν υπάρχει προνόμιο (π.χ. ενέχυρο, υποθήκη ή προσημείωση), το αίτημα θα πρέπει να αφορά την προνομιακή κατάταξη. Δεδομένου ότι η κατάρτιση της αναγγελίας απαιτεί κατά τα προλεχθέντα εξειδικευμένες νομικές γνώσεις, ορίστηκε πλέον και ρητά στο νόμο ότι το αναγγελτήριο, πρέπει να υπογράφεται από δικηγόρο.

Η προθεσμία για την άσκηση της αναγγελίας είναι το αργότερο 15 ημέρες (όχι εργάσιμες) μετά τον πλειστηριασμό. Σύμφωνα, δε, με το άρθρο 940Α δεν μπορεί αυτή να διενεργηθεί κατά το χρονικό διάστημα από την 1η έως την 31η Αυγούστου, οπότε και απαγορεύεται η διενέργεια οποιασδήποτε πράξης εκτέλεσης. Συνεπώς το διάστημα αυτό δεν υπολογίζεται στην ως άνω προθεσμία. Η αναγγελία κατά παράβαση της διάταξης αυτής είναι άκυρη χωρίς τη συνδρομή βλάβης. Τούτο κρίθηκε από τον Άρειο Πάγο στην υπ’ αρ. 1868/1999, σύμφωνα με την οποία «…στις πράξεις εκτελέσεως που απαγορεύεται να γίνουν τον Αύγουστο, σύμφωνα με την επιταγή του άρθρου 940 Α ΚΠολΔ, περιλαμβάνεται και η άσκηση αναγγελίας, καθώς και η κατάθεση στο συμβολαιογράφο του πλειστηριασμού των εγγράφων με τα οποία αποδεικνύεται η αναγγελόμενη απαίτηση, κατά το άρθρο 972 παρ. 1 ΚΠολΔ, γιατί η αναγγελία αποτελεί πράξη της διαδικασίας εκτελέσεως, αφού συνιστά την πρώτη πράξη και την αφετηρία της κατατάξεως, η οποία εντάσσεται μέσα στο πλαίσιο της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως. Περαιτέρω, η παραβίαση της διατάξεως αυτής, με την ενέργεια πράξεως αναγκαστικής εκτελέσεως κατά τη διάρκεια του Αυγούστου, επιφέρει ακυρότητα της πράξεως, χωρίς τη συνδρομή του στοιχείου της βλάβης, της οποίας δεν απαιτείται επίκληση και απόδειξη. Τούτο δεν ορίζεται μεν ρητώς, προκύπτει όμως από την έντονα απαγορευτική διατύπωση της διατάξεως («...δεν επιτρέπεται.»), που ισοδυναμεί με ποινή ακυρότητας, ανεξάρτητα από την οποιαδήποτε βλάβη».

Το δικόγραφο αυτό θα πρέπει εντός της ανωτέρω προθεσμίας να επιδίδεται στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, στον επισπεύδοντα και στον καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη. Κατά την κρατούσα άποψη, για να είναι υποστατή η αναγγελία αρκεί η εμπρόθεσμη επίδοσή της στον συμβολαιογράφο. Η παράλειψη ή το εκπρόθεσμο των άλλων δύο επιδόσεων (ήτοι στον επισπεύδοντα και στον οφειλέτη) επιφέρουν ακύρωση αυτής, μόνο αν ένα από τα πρόσωπα αυτά ανακόψει την αναγγελία και κατά την ανακοπή επικαλεστεί και αποδείξει τη δικονομική του βλάβη. Οι ως άνω επιδόσεις, προκειμένου να είναι έγκυρες, και ιδίως εκείνη προς τον συμβολαιογράφο, πρέπει να διενεργούνται αποκλειστικά από τον αρμόδιο δικαστικό επιμελητή με επιτόπια μετάβαση στον τόπο της κατοικίας του συμβολαιογράφου ή όπου διατηρεί το γραφείο του. Οποιοσδήποτε, άλλος τρόπος γνωστοποίησης της αναγγελίας την καθιστά ανυπόστατη. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί το αναγγελτήριο να κατατεθεί από τον ίδιο το δανειστή ή το δικηγόρο του προς τον υπάλληλο του πλειστηριασμού ή να αποσταλεί σε αυτόν με το ταχυδρομείο.

Τα έγγραφα που αποδεικνύουν την ύπαρξη της απαίτησης πρέπει να κατατεθούν στον υπάλληλο του πλειστηριασμού από τον ίδιο το δανειστή που αναγγέλλεται ή από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του μέσα στην ίδια προθεσμία, προκειμένου να συνταχθεί ο πίνακας κατάταξης. Στην πράξη, σε περίπτωση που κατατεθούν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο απαιτείται συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο. Σε κάθε περίπτωση, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού συντάσσει πράξη κατάθεσης. Γίνεται δεκτό ότι σε περίπτωση που τα αποδεικτικά αυτά έγγραφα διαμορφωθούν μεταγενέστερα, επιτρέπεται και η μεταγενέστερη κατάθεσή τους. Έτσι η παράλειψη κατάθεσης των εγγράφων αυτών ή η εκπρόθεσμη κατάθεσή τους, δεν συνεπάγεται την έκπτωση από το δικαίωμα κατάταξης, αλλά μόνο από το δικαίωμα να αποδείξουν την αναγγελθείσα απαίτηση ενώπιον του υπαλλήλου του πλειστηριασμού. Στην περίπτωση αυτή η απαίτηση του αναγγελθέντος δανειστή θεωρείται αμφίβολη και κατατάσσεται τυχαίως, δηλαδή με την αίρεση προσκόμισης των αποδεικτικών της εγγράφων εντός ορισμένης προθεσμίας ή στην δίκη της ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης. Η σκέψη αυτή εκτίθεται στην υπ’ αρ. 119/2003 ΑΠ: «Επειδή, από τη διάταξη του άρθρου 972 παρ. 1 ΚΠολΔ σαφώς προκύπτει ότι μέσα στην προθεσμία των δέκα πέντε ημερών από την ημέρα του πλειστηριασμού, κατά την οποία πρέπει να επιδοθεί η αναγγελία για κατάταξη, πρέπει να κατατεθούν από τον αναγγελόμενο δανειστή στον υπάλληλο του πλειστηριασμού και τα έγγραφα που αποδεικνύουν την απαίτησή του, καθώς και το τυχόν προνόμιο που την ασφαλίζει. Η υποχρέωση αυτή βαρύνει και τον επισπεύδοντα όταν, εκτός του εκτελεστού τίτλου, που ήδη έχει καταθέσει στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, έχει και άλλα έγγραφα που αποδεικνύουν το προνόμιο στην απαίτησή του ή άλλες απαιτήσεις του που ανήγγειλε. Η παράλειψη τηρήσεως της προθεσμίας αυτής επάγεται την έκπτωση του δανειστή, κατ' άρθρο 151 του ΚΠολΔ, από το δικονομικό δικαίωμα να καταθέσει τα έγγραφα, που αποδεικνύουν την απαίτησή του και το τυχόν προνόμιο που την ασφαλίζει, ενώπιον του υπαλλήλου του πλειστηριασμού, όχι δε και έκπτωση από το δικαίωμα προσαγωγής των εγγράφων ενώπιον του δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης, το οποίο είναι υποχρεωμένο, σύμφωνα προς τις διατάξεις των άρθρων 335 και 338 έως 341 ΚΠολΔ, να λάβει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα, που επικαλούνται και προσκομίζουν ενώπιόν του οι διάδικοι, για την απόδειξη των ισχυρισμών τους, οι οποίοι ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης». 

5. Συνέπειες αναγγελίας

Είναι σημαντικό να γνωρίζει κανείς ότι με την επίδοση της αναγγελίας στον οφειλέτη, κι εφόσον βέβαια έχει προηγηθεί η επίδοση αυτής στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, ώστε να είναι υποστατή, διακόπτεται η παραγραφή της απαίτησης και ο οφειλέτης καθίσταται υπερήμερος.

6. Η αναγγελία ως κατάσχεση

Στο νόμο ορίζεται ρητά ότι η αναγγελία, όταν στηρίζεται σε εκτελεστό τίτλο, έχει τις συνέπειες της κατάσχεσης. Άλλωστε, το κύρος της αναγγελίας δεν επηρεάζεται από την αναστολή ή τη ματαίωση του πλειστηριασμού. Έτσι, αν για οποιονδήποτε λόγο ακυρωθεί ή εκλείψει η αρχική κατάσχεση, τότε η αναγγελία υποκαθιστά την κατάσχεση αυτή. Αρκεί μόνο η αρχική κατάσχεση να ήταν υποστατή. Για το λόγο αυτό, δεν επιτρέπεται η ματαίωση του πλειστηριασμού ή η αναστολή του με συμφωνία του επισπεύδοντος δανειστή και του καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη, χωρίς τη συναίνεση των δανειστών που αναγγέλθηκαν έχοντας καταθέσει εκτελεστό τίτλο (βλ. σχετικά την υπ’ αρ. 385/2010 ΑΠ, σύμφωνα με την οποία ο πλειστηριασμός μπορεί να ματαιωθεί μόνο αν εξοφληθούν ο υπέρ ου η εκτέλεση, οι αναγγελθέντες δανειστές και τα έξοδα).

Κατά την περίπτωση κατάσχεσης ακινήτου, προκειμένου να έχει η αναγγελία τα αποτελέσματα κατάσχεσης θα πρέπει να επιδοθεί και στον υποθηκοφύλακα της περιφέρειας του τόπου της κατάσχεσης και να εγγραφεί στο περιθώριο της εγγραφής της κατάσχεσης, ώστε να μπορούν οι τρίτοι να πληροφορηθούν την ύπαρξή της, και την συνεπεία βάσει (και) αυτής απαγόρευση διάθεσης που θα ισχύει αν εκλείψει η αρχική κατάσχεση.

Αν δεν έχει επιδοθεί ή έχει επιδοθεί εκπρόθεσμα το αναγγελτήριο στον καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη, όπως ήδη αναφέρθηκε ναι μεν δεν είναι ανυπόστατη η αναγγελία, θα είναι όμως ανυπόστατη η συνέπεια της αυτοτελούς κατάσχεσης που η αναγγελία αυτή επιφέρει. Γι’ αυτό και θα πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή και να λαμβάνουν χώρα εμπροθέσμως όλες οι επιδόσεις που προβλέπονται στο άρ. 972 παρ. 4.

Διαβάστε περισσότερα
 
back to top