1. Λυκαβηττού 2, Κολωνάκι
2. Ακαδημίας 28, Κολωνάκι
210 36 41 214 - 210 36 46 874
   EN

main image

Η Δικαστική Αναστολή του Πλειστηριασμού μέχρι ένα 6μηνο βάσει του άρθρου 1000 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας


δικαστική-αναστολή- πλειστηριασμού-1000-ΚΠΟλΔ

Legal Insight

Φεβρουάριος 2023

Θανάσης Ιωάννου, LL.M.

Περίληψη: Ο θεσμός της δικαστικής αναστολής του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (κατ΄άρθρο 1000) δίνει τη δυνατότητα στον οφειλέτη να «παγώσει» τη διαδικασία του πλειστηριασμού για χρονικό περιθώριο μέχρι 6 μήνες, ώστε μέσα σε αυτό το διάστημα είτε να επιτευχθεί η αύξηση της αξίας του ακινήτου είτε ο ίδιος ο οφειλέτης να ανεύρει τα χρήματα για να αποπληρώσει την οφειλή του. Η δυνατότητα αυτή ενεργοποιείται με την άσκηση σχετικής αίτησης από τον καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη. Το αρμόδιο δικαστήριο θα κάνει δεκτή την αίτηση αυτή και θα διατάξει το «πάγωμα» του πλειστηριασμού, εφόσον πιθανολογήσει τη συνδρομή των προϋπόθεσεων που τάσσει ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας (άρθρο 1000 ΚΠολΔ).

1. Σύντομη εισαγωγή

O θεσμός της δικαστικής αναστολής του πλειστηριασμού κατ’ άρθρο 1000 ΚΠολΔ ενσωματώνει μια στάθμιση των συμφερόντων του καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη και του επισπεύδοντος δανειστή κατά τρόπο, ώστε να απαλειφθούν τα κακώς κείμενα των παρελκυστικών πρακτικών που εμφανίζονταν υπό το κράτος της ίδιας ως άνω διάταξης πριν την τροποποιήσεις της (με τον νόμο 2298/1995 και κυρίως με τον νόμο 4335/2015). Πλέον, η αρχή της επιείκειας απέναντι στον οφειλέτη από την οποία εμφορείτο αποκλειστικά η διάταξη κατά το παρελθόν, έχει σαφώς υποχωρήσει μετά τις πρόσφατες τροποποιήσεις της έναντι της συνεκτίμησης του συμφέροντος του επισπεύδοντος δανειστή, αλλά και των άλλων δανειστών, όπως θα αναφερθεί παρακάτω. Θα μπορούσε, μάλιστα, να υποστηριχθεί ότι η δικαστική αναστολή του πλειστηριασμού αποτελεί μεταξύ άλλων μια δικονομική δυνατότητα άμβλυνσης της αυστηρότητας της νέας διάταξης του άρθρου του νέου δικαίου της αναγκαστικής εκτέλεσης που απαγορεύει κατ’ αρχήν την αναστολή του πλειστηριασμού ακινήτων. Σκοπό του παρόντος άρθρου αποτελεί η ανάλυση των προϋποθέσεων του άρθρου 1000 ΚΠολΔ, της φύσης της δικαστικής αναστολής του πλειστηριασμού, καθώς και των συνεπειών χορήγησής της.

2. Προϋποθέσεις χορήγησης της αναστολής

Καταρχάς, πρέπει να επισημανθεί ότι στη ρυθμιστική εμβέλεια της διάταξης εμπίπτει μόνο ο πλειστηριασμός ακινήτων. Προαπαιτούμενο, επομένως, κατά λογική αναγκαιότητα για τη χορήγηση της αναστολής είναι η προηγούμενη επιβολή έστω και άκυρης κατάσχεσης που αφορά είτε στο δικαίωμα κυριότητας επί ακινήτου είτε σε άλλο εμπράγματο δικαίωμα επί ακινήτου (ΚΠολΔ 992 παρ.1 εδ.α’), όπως η επικαρπία, ή και σε άλλο δικαίωμα στο οποίο ισχύουν οι κανόνες των ακινήτων (ΚΠολΔ 992 παρ. 1 εδ. γ’).

Βασική ουσιαστική προϋπόθεση που πρέπει να συντρέχει για τη χορήγηση της αναστολής του άρθρου 1000 ΚΠολΔ είναι η ανυπαρξία κινδύνου βλάβης του επισπεύδοντος δανειστή. Αν και ο νόμος σιωπά σχετικά, εντούτοις υποστηρίζεται ότι το δικαστήριο οφείλει να συνεκτιμά και το συμφέρον των λοιπόν δανειστών, οι οποίοι μπορούν να παρέμβουν στη διαδικασία, εφόσον η απόφαση που διατάσσει την αναστολή του πλειστηριασμού δεσμεύει και αυτούς.

Σωρευτικά με την ως άνω ουσιαστική προϋπόθεση θα πρέπει να συντρέχει και ένας από τους διαζευκτικά τιθέμενους στη διάταξη του άρθρου 1000 ΚΠολΔ βάσιμους λόγους. Συγκεκριμένα, θα πρέπει να πιθανολογείται ότι α) είτε ο οφειλέτης θα πετύχει την οικονομική ανάκαμψή του που θα του επιτρέψει να ικανοποιήσει τον επισπεύδοντα, β) είτε θα επιτευχθεί μεγαλύτερο πλειστηρίασμα μετά την πάροδο του διαστήματος της αναστολής. Πρόκειται, εν ολίγοις, για αξιολογήσεις που σκοπούν αφενός να διαφυλάξουν την αποτελεσματικότητα της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης και αφετέρου να αποτρέψουν κάποια προφανή αδικία σε βάρος του καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη. 

Πράγματι, είναι πολύ πιθανόν ο οφειλέτης να αντιμετωπίζει μια πρόσκαιρη οικονομική δυσπραγία, την οποία όμως αναμένεται να υπερκεράσει, ώστε να είναι σε θέση να ικανοποιήσει την απαίτηση του επισπεύδοντος δανειστή διασώζοντας κατ’ αυτόν τρόπο την ακίνητη περιουσία του από την αναγκαστική εκποίηση. Στην υπ’ αριθμ. 131/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας λ.χ. κρίθηκε ότι «πιθανολογείται ότι  αιτούσα θα είναι σε θέση να καταβάλει το σύνολο της οφειλής, για το οποίο επισπεύδεται σε βάρος της η ως άνω εκτελεστική διαδικασία, εντός εξαμήνου, καθόσον προσδοκάται ότι θα αποδώσουν οι προσπάθειες συνεργασίας με αλλοδαπό επενδυτή και δη την Κυπριακή Εταιρία Περιορισμένης Ευθύνης […], με την οποία διεξάγονται σχετικές διαπραγματεύσεις από τις αρχές του τρέχοντος έτους». Στο ίδιο πνεύμα έκρινε το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών στην υπ’ αριθμ. 3582/2022 απόφαση του ότι ενέργειες που επιτρέπουν την πιθανολόγηση ότι εντός εξαμήνου της αναστολής θα ικανοποιηθεί ο επισπεύδων συνιστούν η «συνολική ρύθμιση της οφειλής ή οι προηγηθείσες τμηματικές καταβολές έναντι της συνολικής οφειλής». Αντίθετα, η υπ’ αριθμ. 7028/2004 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης έκρινε ότι λόγοι ηθικοί ή προσωπικοί, όπως το γεγονός ότι «το περιουσιακό αυτό στοιχείο είναι το τελευταίο μιας σειράς ακινήτων του αιτούντος που η καθής εκποίησε με πλειστηριασμό, ότι στο ακίνητο αυτό κατοικεί ο υπερήλικος πατέρας του, ότι ούτε αυτός ούτε άλλο συγγνενικό του πρόσωπο είναι δυνατόν να ανεύρουν χρήματα για την αποπληρωμή της οφειλής της καθής», δεν δύνανται να δικαιολογήσουν την αναστολή του πλειστηριασμού.

Επίσης, ενδέχεται η τιμή του ακινήτου κατά την ημερομηνία που έχει προσδιορισθεί αρχικά ο πλειστηριασμός να είναι χαμηλή λόγω κάποιας εποχιακής πτώσης της αξίας των ακινήτων, με αποτέλεσμα να πιθανολογείται ότι αν διεξαχθεί αργότερα ο πλειστηριασμός η εντωμεταξύ επελθούσα αύξηση της τιμής των ακινήτων να καταστήσει εφικτή την επίτευξη ενός υψηλότερου πλειστηριάσματος, γεγονός που εξυπηρετεί το συμφέρον τόσο του οφειλέτη, του οποίο το ακίνητο δεν εκποιείται σε ασύμφορη τιμή, όσο και των δανειστών του, των οποίων οι απαιτήσεις είναι πολύ πιθανότερο να ικανοποιηθούν κατ’ αυτόν τρόπο. Σε αυτό το πλαίσιο, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης στην υπ’ αριθμ. 12020/2009 απόφασή του δέχθηκε ότι «παράλληλα προσδοκάται ότι, μετά την πάροδο του χρονικού αυτού διαστήματος, οι συνθήκες στην αγορά κατοικίας,  η οποία διαμορφώνει και το ενδιαφέρον των εν προκειμένω δυνάμει να πλειοδοτήσουν και που στον παρόντα χρόνο, γεγονός γνωστό από την κοινή εμπειρία, διέρχεται ιδιαίτερα σοβαρή κρίση, θα έχουν, τουλάχιστον σε ικανό βαθμό, ομαλοποιηθεί», ενώ το Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης στην υπ’ αριθμ. 3582/2022 απόφασή του έκρινε ότι για να πιθανολογηθεί η επίτευξη  μεγαλύτερου πλειστηριάσματος εντός του εξαμήνου της αναστολής πρέπει η «συναγόμενη συμπερασματικά επαύξηση του αγοραστικού ενδιαφέροντος για την οικεία περιοχή των ακινήτων» να στηρίζεται σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, όπως λ.χ. «η εκδήλωση επενδυτικού-αγοραστικού ενδιαφέροντος για τα κατασχεθέντα  ακίνητα από συγκεκριμένα πρόσωπα». Ιδιαίτερης μνείας αναφορικά με το ζήτημα της πιθανολόγησης επίτευξης μεγαλύτερου πλειστηριάσματος μέσα στο χρονικό διάστημα της αναστολής παρουσιάζει και η υπ’ αριθμ. 23/2023 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σύρου, στην οποία το τελευταίο προέβη σε μια αξιολόγηση των ευρύτερων  οικονομικών συνθηκών και της γενικότερης περιρρέουσας ατμόσφαιρας όχι μόνο σε εθνικό, αλλά και σε διεθνές επίπεδο. Συγκεκριμένα, στην ως  απόφασή του το Μονομελές Πρωτοδικείο Σύρου έκανε δεκτή την ενώπιον του ασκηθείσα αίτηση αναστολής του πλειστηριασμού (άρθρο 1000 ΚΠολΔ) κρίνοντας ότι «… πιθανολογείται ότι, εάν τα κατασχεθέντα ακίνητα, […] εκπλειστηριαστούν σε χρόνο μεταγενέστερο από εκείνον που έχει οριστεί και δη μετά τις 22/8/2023 […], το εκπλειστηρίασμα που θα επιτευχθεί […] θα είναι μεγαλύτερο, δεδομένου ότι κατά την παρούσα χρονική περίοδο, λόγω της ενεργειακής κρίσης, της αύξησης του κόστους διαβίωσης, της αβεβαιότητας σχετικά με τις οικονομικές συνθήκες λόγω της εμπόλεμης κατάστασης στην περιοχή της Ουκρανίας, της αύξησης του πληθωρισμού και των επιτοκίων χορηγήσεων δανείων, αλλά και της μη παρουσίας ξένων επισκεπτών στην χώρα, που επιθυμούν να αποκτήσουν παραθεριστικές κατοικίες, οι υποψήφιοι αγοραστές ακινήτων τηρούν στάση αναμονής, ενώ, κατά τη νέα ημερομηνία του πλειστηριασμού, καθώς θα βρίσκεται σε εξέλιξη και η τουριστική περίοδος , που αποφέρει σημαντικά έσοδα σε πολλούς τομείς της ελληνικής οικονομίας, θα υπάρχει αυξημένο ενδιαφέρον από όσους επιθυμούν την απόκτηση παραθεριστικής κατοικίας είτε προς ίδια χρήση είτε προς εκμετάλλευση».

3. Ποιος υποβάλλει την αίτηση και κατά ποίου στρέφεται.

Την αίτηση του άρθρου 1000 την υποβάλλει ο  οφειλέτης σε βάρος του οποίου επισπεύδεται ο πλειστηριασμός. Η αίτηση αυτή στρέφεται κατά του επισπεύδοντος δανειστή και εισάγεται στο καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο του άρθρου 933 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, καθ’ ύλην αρμόδιο για την εκδίκαση της εν λόγω αίτησης είναι είτε το Ειρηνοδικείο, αν η δικαστική απόφαση ή διαταγή πληρωμής έχει εκδοθεί από αυτό, είτε το Μονομελές Πρωτοδικείο σε κάθε άλλη περίπτωση, ενώ κατά τόπο αρμόδιο είναι πάντοτε το δικαστήριο του τόπου της κατάσχεσης. Η αίτηση αυτή πρέπει επί ποινή απαραδέκτου να κατατεθεί στο κατά τα ως άνω καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο τουλάχιστον δεκαπέντε (15) εργάσιμες ημέρες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού. Η αίτηση αυτή εκδικάζεται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Συνέπεια αυτού είναι αφενός ότι ουσιαστικές προϋποθέσεις που τάσσει ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας (άρθρο 1000 ΚΠολΔ) αρκεί να πιθανολογηθούν προκειμένου να γίνει δεκτή η αίτησηκαι αφετέρου ότι η αίτηση αναστολής του πλειστηριασμού δεν μπορεί να συνδυαστεί με την ανακοπή κατά της εκτέλεσης (άρθρο 933 ΚΠολΔ), διότι δεν εκδικάζονται με την ίδια διαδικασία. Παραδεκτή, ωστόσο, είναι η επικουρική σώρευση (δηλαδή η άσκησή της υπό τον όρο της απόρριψης της πρώτης) στο ίδιο δικόγραφο της αίτησης αναστολής του πλειστηριασμού με την ανακοπή διόρθωσης (άρθρο 954 παρ. 4 ΚΠολΔ), εφόσον αμφότερες εκδικάζονται με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και ασκούνται και στην ίδια προθεσμία.

4. Απόφαση επί της αίτησης αναστολής

Η απόφαση που δέχεται την αίτηση και διατάσσει την αναστολή του πλειστηριασμού είναι διαπλαστική και αναπτύσσει τα αποτελέσματά της όχι από τον χρόνο έκδοσής της, αλλά από τη γνωστοποίησή της στα όργανα της εκτέλεσης, δηλ. στο συμβολαιογράφο. Έτσι, αν παραλειφθεί αυτή η γνωστοποίηση στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, ο πλειστηριασμός διενεργείται εγκύρως (ΟλΑΠ 33/1995). Απόρροια της εκδίκασης της αίτησης κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων είναι ότι η απόφαση που την κάνει δεκτή δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα (έφεση κοκ). Παραμένει, βέβαια, η δυνατότητα υποβολής αίτησης ανάκλησης (κατά το άρθρο 696 παρ. 1 ΚΠολΔ) είτε από τους δανειστές που δεν άσκησαν παρέμβαση στη δίκη είτε από τον επισπεύδοντα που δεν κλητεύθηκε στη δίκη. Τα πρόσωπα αυτά μπορούν, επίσης, να θεμελιώσουν την αίτηση ανάκλησής τους σε μεταβολή των πραγμάτων (άρθρο 696 παρ. 3 ΚΠολΔ). Ωστόσο, αν απορριφθεί η αίτηση αναστολής του καθ’ ου η εκτέλεση, αυτός δεν μπορεί να ασκήσει αίτηση ανάκλησης, διότι οι απορριπτικές αποφάσεις ασφαλιστικών μέτρων δεν υπόκεινται σε ανάκληση.

Στη θεωρία είχε επικρατήσει η άποψη ότι η απόφαση που διατάσσει την κατ’ άρθρο 1000 ΚΠολΔ αναστολή αναπτύσσει erga omnes (έναντι πάντων) ισχύ δεσμεύοντας κατά συνέπεια και τους λοιπούς δανειστές που διαθέτουν απαίτηση ερειδόμενη σε εκτελεστό τίτλο (δηλαδή κατά κύριο λόγο δικαστική απόφαση ή διαταγή πληρωμής) και έχουν επιδώσει επιταγή προς εκτέλεση στον καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη, και θα ηδύναντο, ως εκ τούτου, να υποκατασταθούν στη θέση του αρχικού επισπεύδοντος δανειστή υποβάλλοντας δήλωση συνέχισης στον συμβολαιογράφο( άρθρο 973 παρ. 3 ΚΠολΔ). Ρήγμα σε αυτήν άποψη προκάλεσε η υπ’ αριθμ. 886/2008 απόφαση του Αρείου Πάγου, όπου κρίθηκε ότι νομίμως υποβάλλεται δήλωση συνέχισης του ματαιωθέντος πλειστηριασμού από άλλον δανειστή που έχει εκτελεστό τίτλο (κατά κύριο λόγο δικαστική απόφαση ή διαταγή πληρωμής) και έχει επιδώσει επιταγή προς πληρωμή στον καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη, ακόμη και εάν ο λόγος μη διενέργειας του πλειστηριασμού είναι η αναστολή αυτού με δικαστική απόφαση (άρθρο 1000 ΚΠολΔ).

Όσον αφορά δε τον θεσμό των πολλαπλών κατασχέσεων (αυτός ο θεσμός εισήχθη το πρώτον με τον Ν 4335/2015), η απάντηση στο ερώτημα αν η αναστολή του πλειστηριασμού  εμποδίζει τη συνέχιση της διαδικασίας του πλειστηριασμού από άλλον δανειστή που έχει επιβάλει και αυτός κατάσχεση κάνοντας χρήση της ευχέρειας που του παρέχει ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας  (άρθρο 997 παρ. 5 ΚΠολΔ) ή αποκλείει τη δυνατότητα κάποιου άλλου δανειστή να επιβάλει δική του κατάσχεση πρέπει να δοθεί υπό το πρίσμα της σχετικής διάταξης που επιτρέπει την επιβολή πολλαπλών κατασχέσεων επί του ιδίου ακινήτου. Η αυτοτέλεια των περισσότερων ενδεχομένως παράλληλα εξελισσόμενων διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης, την οποία σκοπεί να διασφαλίσει η ως άνω διάταξη συνηγορεί σαφώς υπέρ της άποψης ότι η ισχύς της δικαστικής αναστολής του πλειστηριασμού περιορίζεται στο πλαίσιο της συγκεκριμένης εκτελεστικής διαδικασίας που διενεργείται από τον καθ’ ου η αίτηση επισπεύδοντα και ότι, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να δεσμεύσει άλλους δανειστές που τυχόν επισπεύδουν αυτοτελή διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης επί του ιδίου ακινήτου του οφειλέτη.

Περαιτέρω, η απόφαση του δικαστηρίου εκδίδεται υποχρεωτικά έως τις 12.00 το μεσημέρι της Δευτέρας που προηγείται του πλειστηριασμού, ενώ η αναστολή του πλειστηριασμού χορηγείται πάντοτε υπό τον όρο της καταβολής των τυχόν εξόδων επίσπευσης του πλειστηριασμού και του ¼ τουλάχιστον του οφειλόμενου στον επισπεύδοντα κεφαλαίου (ΚΠολΔ 1000 εδ. β’). Ως κεφάλαιο νοείται το ποσό για το οποίο επιβλήθηκε η κατάσχεση μη συνυπολογιζομένων των επ’ αυτού τόκων (Μονομελές Πρωτοδικείο Λαμίας 131/2018). Τουτέστιν, ο υπολογισμός του ¼ θα γίνει βάσει του κεφαλαίου της απαίτησης για την οποία επιβλήθηκε η κατάσχεση, και όχι βάσει του ποσού της τυχόν μεγαλύτερης απαίτησης που διατηρεί ο επισπεύδων έναντι του οφειλέτη (Μονομελές Πρωτοδικείο Σύρου 23/2023). Η δυνατότητα που παρείχε το προϊσχύσαν καθεστώς στο δικαστήριο να διατάσσει την καταβολή ποσοστού του κεφαλαίου μικρότερου του 1/4, εφόσον συνέτρεχαν εξαιρετικοί προς τούτο λόγοι, καταργήθηκε . Η εκπλήρωση των ως άνω όρων από τον αιτούντα ανάγονται από τον νόμο σε όρους του ενεργού της αναστολής. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι  για την έναρξη της αναστολής απαιτείται η προηγούμενη εκπλήρωση των όρων αυτών μέχρι την 10.00 πρωινή της ημέρας διεξαγωγής του πλειστηριασμού, διαφορετικά παύει άνευ άλλης διαδικασίας η ισχύς της απόφασης που διατάσσει την αναστολή και χωρεί ακώλυτα η διαδικασία του πλειστηριασμού (Μονομελές Πρωτοδικείο Λαμίας 131/2018). 

Αξίζει, ακόμη, να σημειωθεί ότι οι αποφάσεις που εκδίδονται επί αιτήσεων αναστολής πλειστηριασμού επιρρίπτουν τα δικαστικά έξοδα και τη δικηγορική αμοιβή του καθ’ ου η αίτηση σε βάρος του αιτούντος (άρθρο 84 παρ. 2 του ν. 4194/2013).

5. Διάρκεια της αναστολής

Μετά τις πρόσφατες νομοθετικές τροποποιήσεις (ν. 4335/2015), η αναστολή του πλειστηριασμού μπορεί πλέον να διαταχθεί μόνο άπαξ από το δικαστήριο. Η ανώτατη διάρκεια της αναστολής είναι έξι μήνες. Αφετηριακό χρονικό σημείο για τον υπολογισμού του εξαμήνου της αναστολής είναι η ημερομηνία διεξαγωγής του αρχικού πλειστηριασμού, ανεξαρτήτως αν αυτός ματαιώθηκε ή ανεστάλη ή αν έχει επισπευσθεί από τον κατασχόντα ή από οποιονδήποτε άλλο δανειστή που υποκαταστάθηκε (ΜΠρΑθ 1795/2011). Στο εξάμηνο της αναστολής δεν συνυπολογίζεται ο χρόνος της συμβατικής αναστολής, της ματαίωσης του πλειστηριασμού λόγω διόρθωσης της περίληψης της κατασχετήριας έκθεσης (άρθρο 954 παρ.4 ΚΠολΔ) και ο χρόνος αναστολής του πλειστηριασμού στο πλαίσιο αίτησης αναστολής της εκτελεστικής διαδικασίας (ΜΠρΑθ 7779/1986). Μάλιστα, αν η αίτηση αναστολής στρέφεται κατά του δανειστή που υποκατέστησε τον αρχικό επισπεύδοντα, για τον καθορισμό του ανώτατου ορίου των έξι μηνών της αναστολής υπολογίζονται και οι χορηγηθείσες με δικαστική απόφαση αναστολές κατά του προηγούμενου επισπεύδοντος (ΜΠρΑθ 1527/2006).

6.  Συνέπειες της αναστολής

Ως προελέχθη, η απόφαση περί αναστολής αναπτύσσει τις έννομες συνέπειές της από τον χρόνο της γνωστοποίησής της στον συμβολαιογράφο. Μετά τη γνωστοποίηση αυτή, απαγορεύεται η διενέργεια οιασδήποτε πράξης της προδικασίας ή της κύριας διαδικασίας του πλειστηριασμού. Έτσι, αν κατά τη διάρκεια της αναστολής διεξαχθεί ο πλειστηριασμός, μπορεί να προσβληθεί με ανακοπή κατά της εκτέλεσης (άρθρο 933 ΚΠολΔ) από τον καθ΄ου η εκτέλεση οφειλέτη και να κηρυχθεί άκυρος με τη συνδρομή δικονομικής βλάβης, η οποία στην περίπτωση αυτή είναι αυταπόδεικτη.  Η εκ της αναστολής απορρέουσα απαγόρευση διεξαγωγής του πλειστηριασμού δεν καταλαμβάνει και εκείνες τις διαδικαστικές πράξεις που έπονται της κατάσχεσης, όπως η εγγραφή της στο βιβλίο κατασχέσεων (άρθρο 995 παρ.2 ΚΠολΔ), εφόσον, όμως, η ημέρα διεξαγωγής του πλειστηριασμού ορίζεται σε χρόνο μεταγενέστερο της λήξης της αναστολής (ΑΠ 856/2014). Με τη λήξη της αναστολής, ο πλειστηριασμός μπορεί να διενεργηθεί έγκυρα είτε από τον ίδιο τον επισπεύδοντα είτε από άλλον δανειστή που υποκαταστάθηκε στη θέση του υποβάλλοντας δήλωση συνέχισης σύμφωνα με τους όρους των σχετικών διατάξεων του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (άρθρο 973 παρ. 2 και 3 ΚΠολΔ).

7. Συμπέρασμα

Από μια συνολική αποτίμηση του θεσμού της δικαστικής αναστολής του πλειστηριασμού συνάγονται τα εξής: Πρόκειται για μια ρύθμιση που αντισταθμίζει την αυστηρότητα του ισχύοντος δικαίου όσον αφορά την αδυναμία χορήγησης αναστολής της εκτελεστικής διαδικασίας στην κατάσχεση ακινήτων. Οι πρόσφατες τροποποιήσεις που επήλθαν στον θεσμό αυτό (με το νόμο 4335/2015) οδήγησαν σαφέστατα στον εκσυγχρονισμό του, καθώς συναρτούν τη χορήγηση της αναστολής με σταθμίσεις που ανάγονται στη διασφάλιση των συμφερόντων του επισπεύδοντος δανειστή, αλλά και των λοιπών δανειστών. Στο πνεύμα αυτό, μάλιστα, δεν θα ήταν άτοπο να υποστηριχθεί ότι οι ουσιαστικές προϋποθέσεις της ανυπαρξίας βλάβης του δανειστή και της βάσιμης προοπτικής ικανοποίησής του από τον οφειλέτη εντός του εξαμήνου της αναστολής θα μπορούσαν να τύχουν ανάλογης εφαρμογής στις περιπτώσεις εκείνες, όπου ενόψει του συνόλου των περιστάσεων, παρίσταται εύλογη η παροχή ενός ικανού χρονικού διαστήματος στον οφειλέτη προκειμένου να διαπραγματευθεί με τον επισπεύδοντα δανειστή μια βιώσιμη και αμοιβαία επωφελή ρύθμιση της οφειλής του, ώστε να αποφύγει την αναγκαστική εκποίηση της ακίνητης περιουσίας του. Άλλωστε, η ερμηνεία αυτή επιρρωνύεται και από τη συναφή κρίση της πολύ πρόσφατης και προπαρατεθείσας υπ’ αριθμ. 3582/2022 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.

Διαβάστε περισσότερα
 
back to top