Εξεδόθη πρόσφατα η υπ΄αριθμ. 2483/2025 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την τελευταία απελευθερώθηκε εντολέας μας από την εγγυητική του ευθύνη για ποσό σχεδόν 1.300.000 €, φερόμενο ως οφειλόμενο στο πλαίσιο σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης.
Ειδικότερα κρίθηκε ότι, από βαριά αμέλεια του δανειστή της απαίτησης, τραπεζικού ιδρύματος υπό ειδική εκκαθάριση, κατέστη αδύνατη η ικανοποίηση του από την πρωτοφειλέτρια εταιρεία διαχείρισης ακινήτων (κατά τα ειδικώς οριζόμενα στο αρ. 862 ΑΚ). Ο δανειστής, εν ολίγοις, παρότι υπήρχε περιουσία της πρωτοφειλέτριας προς ικανοποίησή του, κατά το χρόνο που η ένδικη οφειλή κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, καθυστέρησε αδικαιολόγητα την καταγγελία του ένδικης σύμβασης leasing και την έκδοση σχετικού εκτελεστού τίτλου, αφήνοντας την απαίτηση να διογκώνεται. Αυτό είχε, ως αποτέλεσμα, η πρωτοφειλέτρια εταιρεία να μεταβιβάσει στο μεσοδιάστημα ακίνητα μεγάλης αξίας προς τρίτους και να τερματίσει επωφελείς για εκείνη μισθωτικές σχέσεις, ακίνητα δηλαδή και απαιτήσεις στις οποίες ο δανειστής θα μπορούσε να επισπεύσει αναγκαστική εκτέλεση προς ικανοποίησή του αν είχε κινητοποιηθεί έγκαιρα. Παράλληλα, κρίθηκε ότι ο δανειστής, παρά τις συνεχείς οχλήσεις της πρωτοφειλέτριας, δεν επεδίωξε την είσπραξη υπομισθωμάτων που του είχαν εκχωρηθεί προς εξασφάλιση της απαίτησης του, με αποτέλεσμα οι υπομισθωτές να εγκαταλείψουν τα μίσθια με ληξιπρόθεσμες οφειλές και, δίχως, λόγω της εκχωρήσεως, η πρωτοφειλέτρια να δύναται να επιδιώξει η ίδια διαδικασία εκτέλεσης.
Παραδοχές της απόφασης έχουν επί λέξει ως εξής: «Η εναγόμενη επέδειξε το ίδιο χρονικό διάστημα αδράνεια και αδιαφορία για την είσπραξη της απαίτησης, που αποκλίνει ασυνήθιστα και ιδιαίτερα σοβαρά από την συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς ανθρώπου, γιατί δεν μερίμνησε για την έγκαιρη καταγγελία της σύμβασης, έτσι ώστε να αποφευχθεί η υπερχρέωση της πρωτοφειλέτριας, καθότι η τελευταία σταμάτησε τις καταβολές από το 2011 ενώ η καταγγελία έγινε το 2017 και η έκδοση διαταγής πληρωμής πέντε χρόνια αργότερα. Η εναγόμενη στράφηκε αποκλειστικά κατά της περιουσίας του ενάγοντος εγγυητή, μη μεριμνώντας να ελέγξει την περιουσιακή κατάσταση της πρωτοφειλέτριας κτηματικής εταιρείας. Αν, ωστόσο, η εναγόμενη είχε επιδείξει συνετή συναλλακτική συμπεριφορά, είχε δηλαδή επιδιώξει την απαίτηση όταν κατέστη ληξιπρόθεσμη και είχε μεριμνήσει για την εγγραφή εμπράγματων εξασφαλίσεων επί των ακινήτων, θα μπορούσε να ικανοποιηθεί από αυτά πριν τη μεταβίβασή τους και από τα μισθώματα που ελάμβανε η πρωτοφειλέτρια, καθώς η οφειλή εκ των δεδουλευμένων μισθωμάτων το 2011 δεν ξεπερνούσε τις 20.000 €. Οι παραδοχές αυτές επιρρωνύονται έτι περαιτέρω και από το γεγονός ότι οι λοιποί πιστωτές, έχοντας εγγράψει εμπράγματα βάρη, έλαβαν προς ικανοποίηση των απαιτήσεων τους, το μεγαλύτερο τμήμα των τιμημάτων αγοραπωλησίας. Η ολιγωρία της εναγόμενης και η απουσία λήψης οποιουδήποτε μέτρου σε βάρος της περιουσίας της πρωτοφειλέτριας, όπως η επιβολή κατάσχεσης εις χείρας τρίτων (ως έπραξε η εναγόμενη με τους τραπεζικούς λογαριασμούς του ενάγοντος) την αποστέρησαν πλήρως από τη δυνατότητα να δεσμεύσει το τμήμα των τιμημάτων πώλησης που περιήλθαν στην πρωτοφειλέτρια από τις ανωτέρω αγοραπωλησίες. Συνάγεται συνεπώς, ότι η μη ικανοποίηση της εναγόμενης κατέστη αδύνατη από δικό της πταίσμα και εξ αυτού του λόγου ο ενάγων πρέπει να απελευθερωθεί».
Από το περιεχόμενο της εν λόγω απόφασης αντιλαμβανόμαστε ότι οι δανειστές δανειακών απαιτήσεων και ιδίως πιστωτικά ιδρύματα ελέγχονται ως προς τη διαδικασία είσπραξης των απαιτήσεων τους. Η ολιγωρία τους, δε (ιδίως όταν αυτή αποβαίνει σε βάρος έτερων ενεχόμενων προσώπων – εγγυητών), δύναται να τους στερήσει τη σχετική υπέρ αυτών προσωπική ασφάλεια - εγγύηση.
Για περισσότερες σχετικές υποθέσεις και αναλύσεις, δείτε εδώ και εδώ.