1. Λυκαβηττού 2, Κολωνάκι
2. Ακαδημίας 28, Κολωνάκι
210 36 41 214 - 210 36 46 874
   EN

main image

Η ένσταση ελευθέρωσης του εγγυητή κατ’ άρθρο 862 του Αστικού Κώδικα


 guarantor's-defense

Legal Insight 

Απρίλιος 2025

Μαριλένα Γιαννίκα, Ασκ. Δικηγόρος

Περίληψη: Στις τραπεζικές συμβάσεις εγγύησης, ο εγγυητής είθισται να παραιτείται από το ευεργέτημα του άρθρου 862ΑΚ (ένσταση ελευθέρωσης). Ωστόσο, η δυνατότητα προβολής της ένστασης ελευθέρωσης διατηρείται όταν η ικανοποίηση της απαίτησης κατέστη αδύνατη λόγω βαριάς αμέλειας ή δόλου του δανειστή. Ο εγγυητής οφείλει να αποδείξει πως το επιγενόμενο αναξιόχρεο του πρωτοφειλέτη τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με παραλείψεις ή επιζήμιες ενέργειες του δανειστή, δηλαδή της Τράπεζας (π.χ. καθυστέρηση διεκδίκησης, μη καταγγελία σύμβασης, παράλειψη εμπράγματης διασφάλισης).

Εξετάζοντας τις συμβάσεις εγγύησης που συνάπτονται στις εμπορικές συναλλαγές, εύλογα παρατηρεί κανείς πως η συντριπτική πλειοψηφία των εγγυήσεων που παρέχονται αφορούν την εξασφάλιση τραπεζικών πιστωτικών συμβάσεων. Λόγω της εξόχως τυποποιημένης μορφής των τελευταίων, η πρακτική που έχει παγιωθεί κατά τη σύναψη των συμβάσεων παροχής εγγύησης συνίσταται στην ταυτόχρονη παραίτηση του εγγυητή από ενστάσεις που μπορεί να προβάλλει έναντι του τραπεζικού ιδρύματος, όπως χαρακτηριστικά, αλλά όχι περιοριστικά: α) προσωποπαγείς ενστάσεις του εγγυητή, β) την ένσταση διζήσεως (855 ΑΚ) -που υπαγορεύει την ικανοποίηση πρώτα από τον πρωτοφειλέτη- , γ) ενστάσεις που αφορούν την χρονική διάρκεια της εγγύησης και αποτυπώνονται στα άρθρα 866, 867 & 868 του Αστικού Κώδικα, καθώς και δ) από τα ευεργετήματα των άρθρων 862-864 ΑΚ. Κοντολογίς, ο εγγυητής, ήδη με την υπογραφή της σύμβασης, χάνει σε μεγάλο βαθμό την προστασία που του παρέχεται από το νόμο και η οποία τον «διαχωρίζει» σε επίπεδο ευθύνης από τον πρωτοφειλέτη.

- Μέσο προστασίας – Η ένσταση ελευθέρωσης του εγγυητή (862 ΑΚ)

Η ένσταση ελευθέρωσης συνιστά ειδικό λόγο απόσβεσης της ενοχής από την εγγύηση. Μπορεί να προταχθεί από τον εγγυητή στις περιπτώσεις όπου η οφειλή εξακολουθεί να υφίσταται, αλλά από συμπεριφορά του δανειστή η απαίτηση δεν μπορεί πλέον να εισπραχθεί από τον πρωτοφειλέτη. Κλασικό παράδειγμα συνιστά η περίπτωση όπου η Τράπεζα έχει αμελήσει επί μακρόν την ικανοποίησή της από τον πρωτοφειλέτη, στο μέτρο που ο πρωτοφειλέτης πλέον δεν διαθέτει κανένα περιουσιακό στοιχείο, και πλέον επιδιώκει την ικανοποίηση από τα περιουσιακά στοιχεία του εγγυητή.

Προτού αναλυθούν τα δικονομικά βάρη του εγγυητή, χρήζει αναφοράς πως πρότερη παραίτηση εκ μέρους του εγγυητή από την ένσταση της διάταξης 862 ΑΚ είναι νοητή μόνο στο μέτρο όπου η ικανοποίηση του δανειστή από τον πρωτοφειλέτη έγινε αδύνατη από ελαφριά αμέλεια του (ΑΠ 1216/2019). Παραίτηση από το δικαίωμα ελευθέρωσης εξαιτίας βαριάς αμέλειας ή δόλου του δανειστή προσκρούει στη διάταξη 332 παρ. 2 ΑΚ και είναι άκυρη κατά 173 ΑΚ (ΑΠ 1137/2019).

Ο εγγυητής που φέρεται να έχει παραιτηθεί από την ένσταση της 862 ΑΚ φέρει το βάρος επίκλησης και απόδειξης πως η ικανοποίηση του δανειστή από τον πρωτοφειλέτη κατέστη αδύνατη λόγω δόλου ή βαριάς του αμέλειας. Προκειμένου ο ισχυρισμός αυτός να είναι ορισμένος και βάσιμος πρέπει να ακολουθηθεί μία ολιστική προσέγγιση που διέρχεται δύο στάδια.

Αρχικά ο εγγυητής καλείται να αναφέρει και να αποδείξει το αναξιόχρεο του πρωτοφειλέτη. Το αναξιόχρεο του πρωτοφειλέτη συναρτάται συνήθως με την πτώχευσή του, αλλά και με οποιαδήποτε άλλη πραγματική ή νομική κατάσταση που ευρύτερα δεν επιτρέπει την ικανοποίηση του δανειστή, όπως η ανυπαρξία περιουσίας σε συνδυασμό με την ανυπαρξία ικανών ασφαλειών του χρέους. Η αδυναμία πρέπει να είναι επιγενόμενη, δηλαδή δεν πρέπει να υπάρχει εξ αρχής, κατά τον χρόνο γέννησης της οφειλής. 

Αφού θεμελιωθεί το επιγενόμενο αναξιόχρεο του πρωτοφειλέτη, ο εγγυητής καλείται να αποδείξει πταίσμα του δανειστή που τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την προλεχθείσα αδυναμία. Πρέπει να αποδειχθεί δηλαδή πως η έγκαιρη ικανοποίηση του δανειστή ήταν εφικτή, διότι ο πρωτοφειλέτης διέθετε ικανή περιουσία προς τούτο, την οποία μεταγενέστερα απώλεσε, και πως ο δανειστής, γνωρίζοντας ή πάντως αγνοώντας από ελαφρά ή βαριά αμέλεια την επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης του πρωτοφειλέτη, αμελεί για μακρό χρονικό διάστημα να στραφεί δικαστικά κατά του πρωτοφειλέτη. 

Κατά την επίκληση όλων των πραγματικών περιστατικών που αναφέρονται παραπάνω πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη βάση στην χρονολογική τους απεικόνιση. Στο πλαίσιο αυτό:

- Κεντρικό σημείο απόδειξης αποτελεί η χρονική στιγμή κατά την οποία η Τράπεζα έλαβε γνώση της παύσης καταβολής των οφειλόμενων από τον πρωτοφειλέτη.

- Μόλις εντοπιστεί αυτό το χρονικό σημείο, πρέπει να αποτυπωθούν αναλυτικά τα περιουσιακά στοιχεία του πρωτοφειλέτη κατά το σημείο αυτό και να καταδειχθεί η επάρκειά τους για την ικανοποίηση της απαίτησης, ως η τελευταία είχε διαμορφωθεί εκείνη τη χρονική στιγμή.

- Τέλος πρέπει να επισημανθεί το χρονικό σημείο α) όπου ο πρωτοφειλέτης κατέστη τελικώς αναξιόχρεος και β) το σημείο όπου η Τράπεζα εκκίνησε τις διαδικασίες ικανοποίησης της απαίτησης από τον εγγυητή.

Κατόπιν των ως άνω, πρέπει να αναφερθούν όλα τα μέτρα που όφειλε και μπορούσε να λάβει η Τράπεζα για να ικανοποιηθεί και παρέλειψε να τα λάβει. Νομολογιακά ως τέτοια νοούνται:

i) η καταγγελία της σύμβασης και το έγκαιρο κλείσιμο του λογαριασμού (ΜΠρΡοδοπ 84/2024),

ii) η εγγραφή εμπράγματης ασφάλειας σε ακίνητο του πρωτοφειλέτη,

iii) η πραγματοποίηση όχλησης για την καταβολή των οφειλόμενων και

iv) εν γένει η οποιαδήποτε απόπειρα δικαστικής διεκδίκησης της είσπραξης της απαίτησης (ΠΠρΡοδοπ 6/2023). Η ΜΠρΡοδοπ 97/2023 έκρινε επίσης πως και

v) η παράλειψη άσκησης αγωγής διάρρηξης καταδολιευτικής δικαιοπραξίας προς παρεμπόδιση μεταβίβασης ακινήτου της πρωτοφειλέτιδας συνιστά αδράνεια και αδιαφορία που νοείται ως αμέλεια από πλευράς της Τράπεζας. 

Η αμέλεια της Τράπεζας μπορεί να επιταθεί και από δράσεις της που βρίσκονται εκτός του πεδίου της είσπραξης της απαίτησης, και οι οποίες δικαιολογούν την ελευθέρωση του εγγυητή. Για παράδειγμα, έχει κριθεί ως αμέλεια της Τράπεζας η παροχή υπέρμετρων και άκριτων περαιτέρω πιστώσεων στον πρωτοφειλέτη, με συνέπεια την αύξηση του παθητικού του τελευταίου, σε βαθμό που να μην επαρκεί το ενεργητικό της περιουσίας του για την ικανοποίηση των απαιτήσεών του (ΠΠρΘες 3661/2014). Έτερο παράδειγμα συνιστά (ΜΠρΠειρ 100/2023) η παράλειψη της Τράπεζας δικαστικής επιδίωξης απαίτησης από την πρωτοφειλέτιδα, μολονότι διέθετε εμπράγματη ασφάλεια σε ακίνητό της, και η αντ’ αυτής επιλογή να προβεί σε δύο διακανονισμούς της οφειλής μολονότι εκείνη ήταν άνεργη, στερούμενη άλλου εισοδήματος, κατατείνοντας σε επιβάρυνση της οφειλής με πρόσθετους τόκους και έξοδα. Χαρακτηριστικά, η ΤρΕφΑθ 2364/2024 καταδεικνύει πως και η δυνατότητα -σχεδόν μετά βεβαιότητας- πρόβλεψης της οικονομικής αδυναμίας της πρωτοφειλέτιδας και μολαταύτα η αδιαφορία προς είσπραξη συνιστά βαριά αμελή συμπεριφορά. 

Αντί επιλόγου

Η προστασία του εγγυητή - στην πλειάδα των περιπτώσεων της καθημερινής πρακτικής- ενός φυσικού προσώπου χωρίς ιδιαίτερη γνώση των τραπεζικών συναλλαγών και της έκτασης της ευθύνης που αναλαμβάνει, που εγγυήθηκε για δανειακές συμβάσεις φίλων και συγγενών, είναι αρκετά περιορισμένη. Φραγμό στην συναλλακτική πρακτική των τραπεζικών ιδρυμάτων που εξισώνει την ευθύνη πρωτοφειλετών και εγγυητών θέτουν μόνο οι διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, οι οποίες πρέπει να αξιοποιούνται στο έπακρο, ελλείψει διαμόρφωσης ενός ικανού προστατευτικού πλαισίου των εγγυητών. 

Διαβάστε περισσότερα
 
back to top