Δημοσιεύτηκε
προσφάτως η υπ’ αριθ. 382/2025 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Νεάπολης
Λασιθίου (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών – τμήμα ανακοπών), η
οποία ακύρωσε τόσο την ανακοπτόμενη επιταγή προς πληρωμή, η οποία κοινοποιήθηκε
στην εντολέα μας εταιρεία, όσο την στηριζόμενη σε αυτή ανακοπτόμενη έκθεση
αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας, η οποία επιβλήθηκε εις βάρος της
ακίνητης περιουσίας της εντολέως μας, κάνοντας αποδεκτό τον εξής λόγο ανακοπής
που προβάλαμε: στην προκειμένη περίπτωση, η καθ’ ης η ανακοπή επιχείρησε την
επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης δυνάμει απλού αντιγράφου του επικυρωμένου
αντιγράφου από το εκτελεστό απόγραφο, το οποίο της χορήγησε η
Συμβολαιογράφος (κατ’ ά. 918 παρ. 6 ΚΠολΔ).
Κατά την κρίση
της απόφασης, το γεγονός ότι στο
κείμενο της επιταγής και δη στην αρχή του, στο σημείο που αναγράφεται η
παραγγελία επίδοσης στον δικαστικό επιμελητή, υπάρχει αναγεγραμμένο το κείμενο
για την επικύρωση της ακρίβειας του αντιγράφου, δεν θεραπεύει την έλλειψη επικύρωσης του Δικηγόρου της γνησιότητας του
αντιγράφου του απογράφου, διότι
πρόκειται για μνεία σε άλλο κείμενο. Έπρεπε, σύμφωνα με τις παραδοχές της
απόφασης, η θέση της σφραγίδας και της υπογραφής να έπεται ενός κειμένου, από
το οποίο να προκύπτει ότι ο Δικηγόρος επικύρωσε την ακρίβεια του επιδοθέντος
εγγράφου.
Όπως έκρινε
σχετικά και η ως άνω απόφαση: « […] Μόνο στην αρχή της επιταγής προς
πληρωμή αναγράφεται: «Ακριβές φωτοτυπικό αντίγραφο από το εις χείρας μου
επισήμου αντιγράφου, από το υπ’ αριθ. … πρώτο (α’) απόγραφο εκτελεστό της υπ’
αριθ. … Διαταγής Πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου, που
προσαρτάται στην με αριθμό … πράξη της Συμβολαιογράφου Πειραιά …., το οποίο
εκδίδεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 918 παρ. 6 ΚΠολΔ, το οποίο
επικυρώνω νομίμως», με την υπογραφή να ακολουθεί στην τελευταία σελίδα της
επιταγής προς πληρωμή, πλην όμως, όλα τα συγκοινοποιηθέντα έγγραφα έχουν
ξεχωριστή αυτοτέλεια, δεδομένου ότι έχουν διαφορετικό περιεχόμενο και σε έκαστο
εξ’ αυτών θα έπρεπε να υπάρχει ξεχωριστή επικύρωση. Ειδικότερα, δεν δύναται να αναπληρώσει την έλλειψη επικύρωσης του
αντιγράφου του πρώτου απογράφου εκτελεστού της υπ’ αριθ. …. Διαταγής Πληρωμής,
διότι πρόκειται για αυτοτελή έγγραφα, τα οποία για να πληρούν τις επιταγές του
νόμου οφείλουν να φέρουν αυτοτελή επικύρωση. Σημειωτέον δε, πως δεν αρκεί η
απλή μνεία στην αρχή της επιταγής προς
πληρωμή ότι πρόκειται για «Ακριβές φωτοτυπικό αντίγραφο από το εις χείρας μου
επισήμου αντιγράφου, από το υπ’ αριθ. … πρώτο (α’) απόγραφο εκτελεστό της υπ’
αριθ. … Διαταγής Πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου …», ώστε να
αναπληρωθεί το κενό της μη επικύρωσης του αντιγράφου του με αριθμό …απογράφου,
καθώς η επιταγή προς πληρωμή αποτελεί διακριτό έγγραφο σε σχέση με το απόγραφο.
Βάσει των ως άνω αναφερόμενων, η ανακοπτόμενη επιταγή προς πληρωμή πάσχει από
ακυρότητα, ανεξαρτήτως βλάβης, ομοίως δε και η στηριζόμενη στην επιταγή έκθεση
αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας […]».
Σε σχετικό μας
άρθρο, μάλιστα, (βλ. εδώ),
έχουμε παραθέσει περιπτώσεις πλημμελειών της διαδικασίας που κρίθηκαν από τη
νομολογία των δικαστηρίων μας και οδήγησαν τελικώς σε ακύρωση της κατάσχεσης.
Μία εκ των πλημμελειών είναι και αυτές που εντοπίζονται συχνά στην επιταγή
προς εκτέλεση. Εν προκειμένω, η πλημμέλεια που εντοπίστηκε και κρίθηκε κατά τα
ανωτέρω ήταν η παντελής έλλειψη επικύρωσης του αντιγράφου του απογράφου δυνάμει
του οποίου επισπεύσθηκε η επίμαχη εκτέλεση. Σύμφωνα με τις χαρακτηριστικές
παραδοχές της υπ’ αριθ. 382/2025 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Νεάπολης
Λασιθίου: « […] δεν πρόκειται για εσωτερικό ελάττωμα του απογράφου, δηλαδή
για σφάλμα στο περιεχόμενό του, αλλά για εξωτερικό τύπο, ο οποίος αναφέρεται
στην ισχύ του (αν είναι ακριβές αντίγραφο και έχει ισχύ πρωτοτύπου ή απλό
φωτοτυπικό αντίγραφο χωρίς τέτοια ισχύ)».