Legal insight
Σεπτέμβριος 2025
Αρετή Κολοκοτρώνη, ΜΔΕ
Ο συνηθέστερος τρόπος με τον οποίο επιδιώκεται η ικανοποίηση
της απαιτήσεως που διαθέτει ορισμένος δανειστής που έχει εξοπλιστεί με
εκτελεστό τίτλο αποτελεί η επιβολή αναγκαστικής κατάσχεσης και επίσπευση
πλειστηριασμού σε περιουσιακό στοιχείο του οφειλέτη. Ήδη με την κατασχετήρια
έκθεση ορίζεται η προγραμματισμένη ημερομηνία πλειστηριασμού, η οποία πρέπει
υποχρεωτικώς να απέχει χρονικά τουλάχιστον επτά (7) μήνες από την ημερομηνία
επιβολής της κατάσχεσης.
Ωστόσο, ενδέχεται ο προγραμματισμένος κατά την ορισθείσα
ημερομηνία πλειστηριασμός να ματαιωθεί για διάφορους λόγους, ενδεικτικώς
ελλείψει εμφάνισης πλειοδοτών, γενικότερης αναστολής των πλειστηριασμών για το
επίμαχο διάστημα με νομοθετική πράξη (λ.χ. περίοδος της πανδημίας covid-19), έκδοσης
στο μεταξύ δικαστικής απόφασης που διατάσσει την αναστολή του επίμαχου πλειστηριασμού,
ακόμη και της συναινετικής μεταξύ δανειστή και οφειλέτη αναστολής πλειστηριασμού
προς τον σκοπό εξωδικαστικού διακανονισμού της οφειλής.
Σύμφωνα με τη νομοθετική διάταξη του άρθρου 973 ΚΠολΔ, αν
για οποιονδήποτε λόγο ο πλειστηριασμός δεν έγινε κατά την ημέρα που είχε
οριστεί, ο δανειστής μπορεί με δήλωσή του να τον επισπεύσει εκ νέου. Η δήλωση
αυτή κατατίθεται στον υπάλληλο του πλειστηριασμού (δηλαδή στον Συμβολαιογράφο
που είχε οριστεί με την κατασχετήρια έκθεση) και συντάσσεται σχετική πράξη. Η
νέα ημέρα του πλειστηριασμού ορίζεται σε δυο (2) μήνες από την ημέρα της
δήλωσης και όχι πάντως μετά την παρέλευση τριών (3) μηνών από την ημέρα αυτή, δηλαδή
πραγματοποιείται άμεσα.
Ιδιαίτερης προσοχής χρήζει το γεγονός ότι η δήλωση για τη συνέχιση
πλειστηριασμού που ματαιώθηκε στην πλειονότητα των περιπτώσεων δεν επιδίδεται
στον οφειλέτη, λόγω της ανυπαρξίας σχετικής υποχρέωσης του επισπεύδοντος
δανειστή. Η δημοσιότητα της νέας ημερομηνίας πλειστηριασμού επιτυγχάνεται μόνο
μέσω της ανάρτησης από τον ορισθέντα υπάλληλο του πλειστηριασμού στην
ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Ηλεκτρονικού Εθνικού Φορέα
Κοινωνικής Ασφάλισης, η οποία πρέπει να γίνεται εντός πέντε (5) ημερών από την
κατάθεση ενώπιόν του της δήλωσης συνέχισης. Η απουσία σχετικής ρύθμισης δέχεται,
ωστόσο, έντονης κριτικής, διότι με τον τρόπο αυτό μετατοπίζεται υπέρμετρο βάρος
στον οφειλέτη να παρακολουθεί ανελλιπώς και εις το διηνεκές στο δελτίο δικαστικών
δημοσιεύσεων για τυχόν ανάρτηση συνέχισης πλειστηριασμού της περιουσίας του.
Επισημαίνεται ότι ειδική περίπτωση αποτελεί η ματαίωση πλειστηριασμού λόγω μη εμφάνισης πλειοδοτών, επί της οποίας εφαρμόζεται η διαφορετική διαδικασία του άρθρου 966 ΚΠολΔ.
2. Άμυνα του οφειλέτη κατά της δήλωσης συνέχισης
Ο νομοθέτης παρέχει στον οφειλέτη (καθ’ ου η εκτέλεση) και
στο στάδιο αυτό ειδικό ένδικο βοήθημα, προκειμένου να αμυνθεί κατά του νέου προγραμματισμένου
πλειστηριασμού. Προβλέπεται ρητώς ότι οι αντιρρήσεις για οποιονδήποτε λόγο που
αφορά το κύρος της δήλωσης συνέχισης, ασκούνται με ανακοπή μέσα σε προθεσμία
τριάντα (30) ημερών από την ημέρα της ανάρτησης της δήλωσης συνέχισης στο δελτίο
δικαστικών δημοσιεύσεων (973 παρ. 6 ΚΠολΔ). Πρέπει να επισημανθεί ότι κατά της
απόφασης που εκδίδεται δεν επιτρέπεται η άσκηση ενδίκων μέσων ούτε και αίτηση
ανάκλησης, πρόκειται δηλαδή για ανέκκλητη απόφαση. Σε περίπτωση ευδοκίμησης του
ανωτέρω ένδικου βοηθήματος και ακύρωσης της πράξης δήλωσης συνέχισης
πλειστηριασμού, δεν δύναται να διενεργηθεί πλειστηριασμός.
Με την ανακοπή αυτή μπορούν να προβάλλονται λόγοι, οι οποίοι αφορούν το κύρος της δήλωσης συνέχισης, όπως πλημμέλειες που αφορούν τις προβλεπόμενες διατυπώσεις δημοσιότητας. Κατά την κρατούσα άποψη της νομολογίας, προγενέστερα της δήλωσης συνέχισης ελαττώματα (σχετικά με την κατάσχεση, την επιταγή, τον εκτελεστό τίτλο) δεν μπορούν να προβληθούν στο στάδιο αυτό, με εξαίρεση την περίπτωση κατά την οποία τα ελαττώματα αυτά προβλήθηκαν επιτυχώς με προγενέστερη ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ και οδήγησαν σε ακύρωση της (προγενέστερης της δήλωσης συνέχισης) πράξης εκτέλεσης, συμπαρασύροντας με τον τρόπο αυτό και την επίμαχη δήλωση συνέχισης σε ακυρότητα (ως στηριζόμενη σε προηγούμενη άκυρη πράξη εκτέλεσης). Σε διαφορετική περίπτωση (είτε επειδή τα ελαττώματα αυτά δεν προβλήθηκαν κατά το προγενέστερο στάδιο, είτε δεν ευδοκίμησαν ως λόγοι ανακοπής παρά την προβολή τους), προβάλλονται προς ακύρωση της δήλωσης συνέχισης απαραδέκτως στο στάδιο αυτό.
3. Ιδίως η καταχρηστικότητα της δήλωσης συνέχισης ως λόγος ανακοπής
Η δήλωση συνέχισης, πέραν των τυπικών ελαττωμάτων τα οποία
ενδέχεται να έχουν εμφιλοχωρήσει κατά τη διαδικασία αυτή, δύναται να πάσχει από
ακυρότητα για τον λόγο ότι επιχειρείται ως πράξη εκτέλεσης καταχρηστικά από την
πλευρά του επισπεύδοντος δανειστή. Στην περίπτωση αυτή, η επίκληση της
καταχρηστικότητας μπορεί παραδεκτά να οδηγήσει στην ακύρωση της επίμαχης δήλωσης
συνέχισης και κατ’ αποτέλεσμα στην ματαίωση του επικείμενου πλειστηριασμού.
Όπως γίνεται δεκτό, μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του
δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον
οφειλέτη, δεν αρκεί για να χαρακτηρίσει ως καταχρηστική την άσκησή του, αλλά
πρέπει να συνδυάζεται και με άλλες περιστάσεις. Ειδικότερα, οι Τράπεζες, ως
χρηματοδοτικοί οργανισμοί που ασκούν αποφασιστική επίδραση στην ανάπτυξη και
στη λειτουργία των χρηματοδοτούμενων απ’ αυτές επιχειρήσεων, έχουν αυξημένη
ευθύνη κατά την άσκηση του χρηματοδοτικού τους έργου και οφείλουν να μεριμνούν
για τα συμφέροντα των επιχειρήσεων που χρηματοδοτούν, αφού από τη φύση της η
πιστωτική σχέση, ως διαρκής έννομη σχέση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης μεταξύ των
συμβαλλομένων, επιβάλλει την υποχρέωση πίστης και προστασίας από την πλευρά των
τραπεζών των συμφερόντων των πελατών τους, ώστε να αποφεύγονται υπέρμετρα
επαχθείς γι’ αυτούς συνέπειες.
Κατωτέρω παρατίθενται ορισμένα παραδείγματα μέσα από δικαστικές αποφάσεις, όπου και κρίθηκε καταχρηστική η δήλωση συνέχισης του πλειστηριασμού, ιδίως εν μέσω διαπραγματεύσεων για εξωδικαστικό διακανονισμό της οφειλής.
4. Νομολογιακά παραδείγματα
Ενδιαφέρουσα και η υπ’ αριθ. 204/2024 απόφαση του Μονομελούς
Πρωτοδικείου Χαλκιδικής με τα εξής πραγματικά περιστατικά: ο οφειλέτης επεδίωκε
ήδη από το 2021 να ρυθμίσει την οφειλή του σε μηνιαίες δόσεις, μάλιστα στις
24-05-2023 και στις 02-06-2023 υπέβαλε σχετική έγγραφη πρόταση στην
επισπεύδουσα δανείστρια, προκειμένου να ματαιωθεί ο επικείμενος πλειστηριασμός,
όπως και έγινε. Εκ νέου, μετά τη ματαίωση του πλειστηριασμού, υπέβαλε μέσω
ηλεκτρονικών μηνυμάτων σχετικά αιτήματα προς τον ίδιο υπάλληλο, προκειμένου να
ρυθμιστεί η οφειλή του σε μηνιαίες δόσεις, αφού είχε την οικονομική δυνατότητα
προς τούτο, δεν έλαβε όμως ποτέ απάντηση, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις του.
Το επιληφθέν Δικαστήριο κατέληξε στο εξής: «Επομένως, η συμπεριφορά της καθ’ ης
τυγχάνει καταχρηστική, διότι επισπεύδει πλειστηριασμό της ακίνητης περιουσίας
του ανακόπτοντος, μεταξύ της οποίας και της κύριας κατοικίας του, ενώ δεν έχει
εξετάσει την πρότασή του περί ρύθμισης της οφειλής του».
Τέλος, στην υπ’ αριθ. 1042/2025 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών αποδοκιμάστηκε ως καταχρηστική η συμπεριφορά της εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων και ακυρώθηκε η δήλωση συνέχισης πλειστηριασμού, διότι ενώ είχε συμφωνηθεί η καταβολή ποσού 700.000 ευρώ για τη ρύθμιση της οφειλής, η δανείστρια αξίωσε την καταβολή του ποσού αυτού σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα μόλις πέντε (5) μηνών από την υπογραφή της συμφωνίας. Μη καταλειπομένου, έτσι, ενός εύλογου περιθωρίου ορισμένων ετών, και όχι ολίγων μηνών, προκειμένου να καταστεί εφικτή η εξόφληση του ποσού αυτού, συντάχθηκε η επίμαχη δήλωση συνέχισης πλειστηριασμού. Μάλιστα, ακόμη και μετά την πρόσφατη τηλεδιάσκεψη των εμπλεκόμενων μερών, η εταιρεία διαχείρισης απέρριψε την πρόταση των οφειλετών για αποπληρωμή του συμφωνηθέντος ποσού εντός χρονικού διαστήματος μόλις δύο ετών και υπαναχώρησε αναιτιολόγητα από τις διαπραγματεύσεις προβάλλοντας, κατά τρόπο αόριστο, ισχυρισμούς περί αύξησης της αξίας των κατασχεθέντων ακινήτων, η οποία καθιστά επωφελέστερη, πλέον, για την επισπεύδουσα τη συνέχιση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης.
5. Αντί επιλόγου
Από την ανάλυση που προηγήθηκε συνάγεται ότι ο οφειλέτης εναντίον του οποίου επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση, μέσω της εκπλειστηρίασης περιουσιακού του στοιχείου, διαθέτει τα όπλα να αμυνθεί σε κάθε στάδιο της εκτελεστικής διαδικασίας. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δίνεται στις περιπτώσεις όπου ο δανειστής εκδηλώνει καταχρηστική συμπεριφορά που δεν δικαιολογείται από τις περιστάσεις της υπόθεσης και ιδίως όταν έχει προηγηθεί προσπάθεια εξωδικαστικής επίλυσης της διαφοράς. Τα Δικαστήρια της χώρας τείνουν να αποδοκιμάζουν τη συμπεριφορά αυτή ως αντιφατική, αφού από τη μία ο δανειστής εμφανίζεται να διαπραγματεύεται μια συναινετική λύση διευθέτησης της οφειλής και από την άλλη επιδιώκει την αναγκαστική είσπραξή της με τη συνέχιση του πλειστηριασμού, δημιουργώντας έντονη εντύπωση αδικίας για τον υπόχρεο.