1. Λυκαβηττού 2, Κολωνάκι
2. Ακαδημίας 28, Κολωνάκι
210 36 41 214 - 210 36 46 874
   EN

main image

Ρύθμιση Οφειλών με Τράπεζα στο Πλαίσιο του Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών

Ρύθμιση Οφειλών με Τράπεζα στο Πλαίσιο του Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών

Κρίσιμα σημεία:

Η υπόθεση αφορούσε σε αντιδικία ανάμεσα σε εταιρεία δραστηριοποιούμενη στον τομέα της υφαντουργίας και στην πιστοδότρια αυτής τράπεζα. Η εταιρεία είχε λάβει από την τράπεζα πίστωση με ανοιχτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, η οποία το έτος 2013 μετατράπηκε σε τοκοχρεολυτικό δάνειο. Εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, η εταιρεία αδυνατούσε να εξυπηρετήσει πλέον το δάνειο. Κατόπιν, εκκίνησε με πρωτοβουλία της τράπεζας η διαδικασία του Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών, αλλά μετά από 2 χρόνια η τράπεζα πρότεινε ως λύση την καταγγελία της σύμβασης και την αναγκαστική είσπραξη των απαιτήσεών της.

Η ορθή υποστήριξη της υπόθεσης είχε ως συνέπεια, αφενός, την αποτροπή καταγγελίας της σύμβασης και κατ’ επέκταση και της διενέργειας αναγκαστικής εκτέλεσης στην περιουσία της εταιρείας και, αφετέρου, την εξασφάλιση στην εταιρεία της δυνατότητας να διαπραγματευτεί με την τράπεζα την οφειλή της σύμφωνα με τους κανόνες και τις εγγυήσεις του Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών και τελικώς να καταλήξει σε μία ευνοϊκή ρύθμιση. 

Η εταιρεία εξασφάλισε καταρχήν προσωρινή προστασία από την καταγγελία, ενώ στη συνέχεια το δικαστήριο υποχρέωσε την τράπεζα να διαπραγματευτεί τη ρύθμιση της οφειλής σύμφωνα με τις προβλέψεις του Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών. Παράλληλα, η εταιρεία άσκησε ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου αγωγή με την οποία αμφισβητούσε τόσο το ύψος του χρέους όσο και το κύρος των ασφαλειών που είχε παράσχει στην τράπεζα.


Ιστορικό

Εταιρεία που δραστηριοποιείται στον τομέα της υφαντουργίας είχε λάβει το 2007 πίστωση από τραπεζικό ίδρυμα. Προς εξασφάλιση της απαίτησης της τράπεζας είχε δοθεί, αφενός, η προσωπική εγγύηση των μετόχων και, αφετέρου, προσημείωση υποθήκης στο ακίνητο όπου βρισκόταν το εργοστάσιο της εταιρείας. 

Μετά την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης εμφανίστηκαν δυσκολίες στην εξυπηρέτηση της πίστωσης. Η τράπεζα τότε πρότεινε την τροπή της πίστωσης με αλληλόχρεο λογαριασμό σε τοκοχρεολυτικό δάνειο, ρύθμιση που επιβάρυνε ακόμη περισσότερο την εταιρεία, η οποία πέραν των τόκων έπρεπε να αποπληρώνει πλέον και μέρος του κεφαλαίου. Η εταιρεία δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί και σταμάτησε να εξυπηρετεί το δάνειο.

Η τράπεζα τότε ξεκίνησε τη διαδικασία του Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών, ζητώντας από την εταιρεία να της υποβάλει προς αξιολόγηση τα οικονομικά της στοιχεία. Η εταιρεία ανταποκρίθηκε στο αίτημα της τράπεζας, συνήνεσε ρητώς στην υπαγωγή της στις διατάξεις του Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών και παρέδωσε τα οικονομικά στοιχεία στην τράπεζα. Με μεγάλη καθυστέρηση, η τράπεζα μετά από 2 χρόνια υπέβαλε την πρότασή της στην εταιρεία, η οποία προέβλεπε την άμεση καταγγελία της μεταξύ τους σύμβασης και την κίνηση των νόμιμων διαδικασιών για την είσπραξη της απαίτησής της, η οποία είχε υπερβεί το ποσό του 1.000.000 ευρώ. 


Στρατηγική

Τα σημεία "κλειδί" για την επιτυχή έκβαση της υπόθεσης ήταν τα ακόλουθα:

Η άμεση αντίδραση της εταιρείας στην ως άνω πρόταση της τράπεζας. Η εταιρεία απέστειλε αμέσως εξώδικο, διαμαρτυρόμενη για την παράνομη συμπεριφορά της τράπεζας, δηλώνοντας παράλληλα την πρόθεση της να καταβάλλει μηνιαίως ποσό 2.500 ευρώ κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων. Παράλληλα, προσέφυγε στο δικαστήριο, αιτούμενη να διαταχθεί προσωρινά η απαγόρευση μεταβολής της πραγματικής και νομικής κατάστασης της σχέσης της με την τράπεζα, κατ’ ουσίαν δηλαδή η απαγόρευση της καταγγελίας της σύμβασης δανείου.  

Μετά τη χορήγηση της προσωρινής διαταγής με το ως άνω περιεχόμενο από το δικαστήριο, και ενόψει της συζήτησης της αίτησης ασφαλιστικών, με αίτημα να απαγορευτεί η καταγγελία της σύμβασης και να υποχρεωθεί η τράπεζα να τηρήσει τον Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών, η εταιρεία άσκησε παράλληλα αγωγή. Με την αγωγή αυτή, αφενός, αμφισβητούσε το ύψος της φερόμενης οφειλής της προς την τράπεζα, λόγω εφαρμογής καταχρηστικών όρων περί συμφωνίας επιτοκίου, αλλά και εξαιτίας του γεγονότος ότι είχε υποχρεωθεί από την τράπεζα να εξοφλήσει οφειλή άλλης συγγενούς εταιρείας, πράξη που ήταν εκτός του εταιρικού της σκοπού, αφετέρου, αμφισβητούσε το κύρος της προσημείωσης που είχε εγγράψει η τράπεζα στο ακίνητό της λόγω της ανανέωσης της σύμβασης πίστωσης και της υπογραφής νέας σύμβασης τοκοχρεολυτικού δανείου.

Κατόπιν έκδοσης της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία απαγορεύτηκε στην τράπεζα να καταγγείλει τη σύμβαση και υποχρεώθηκε να τηρήσει τον Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών, η σωστή διεξαγωγή της διαπραγμάτευσης οδήγησε σε μία ευνοϊκή για την εταιρεία λύση ρύθμισης. 


Αποτέλεσμα

Η οφειλέτιδα εταιρεία έδωσε δύο δικαστικές μάχες. Η πρώτη ήταν η δίκη της προσωρινής διαταγής, με την οποία η εταιρεία εξασφάλισε τον αναγκαίο χρόνο προετοιμασίας της, χωρίς να ανησυχεί για τυχόν καταγγελία της σύμβασης και για επικείμενη διαδικασία εκτέλεσης. Το κείμενο της χορηγηθείσας προσωρινής ανέφερε ειδικότερα τα εξής: «Μέχρι τη συζήτηση της αίτησης και υπό τον όρο της συζήτησής της, προσωρινώς διατάσσει τη μη πραγματική και νομική μεταβολή της μεταξύ των διαδίκων έννομης σχέσης, υπό τον όρο καταβολής από την αιτούσα εντός του πρώτου δεκαημέρου κάθε μήνα του ποσού των 4.000 €». Περίπου έναν μήνα αργότερα, η εταιρεία έδωσε τη δεύτερη μάχη της στη δίκη των ασφαλιστικών μέτρων, ενώ είχε ήδη ασκήσει την αγωγή, με την οποία αμφισβητούσε το ύψος της οφειλής, αλλά και το κύρος της προσημείωσης που είχε εγγράψει η τράπεζα στο επαγγελματικό της ακίνητο. Η απόφαση που εκδόθηκε επί της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων, μεταξύ άλλων, αναφέρει: «Ως εκ τούτου η τυχόν άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας από την πρώτη των καθών (ενν. τράπεζα) με αιτία την υπερημερία ως προς την καταβολή των οφειλών τους πριν την ολοκλήρωση της Διαδικασίας Επίλυσης Καθυστερήσεων πιθανολογείται ότι θα είναι καταχρηστική (281 ΑΚ) λόγω της αντιφατικής συμπεριφοράς της πρώτης των καθών αφού αυτή είχε ευλόγως δημιουργήσει την εντύπωση στους αιτούντες περί τήρησης εκ μέρους της της νόμιμης διαδικασίας ρύθμισης που προβλέπεται στον ΚΔΤ και ως εκ τούτου η ως άνω συμπεριφορά της που προηγήθηκε σε συνδυασμό με την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο μεσοδιάστημα, δημιούργησαν στους αιτούντες την εύλογη πεποίθηση ότι αυτή δεν θα προέβαινε στον τερματισμό των μεταξύ τους συμβατικών σχέσεων πριν την ολοκλήρωση των Σταδίων της ΔΕΚ, με αποτέλεσμα η τυχόν πρόωρη εκ μέρους της άσκηση του δικαιώματός της περί καταγγελίας της δανειακής σύμβασης να προκαλεί επαχθείς συνέπειες στους αιτούντες και να εμφανίζεται έτσι αδικαιολόγητη και καταχρηστική». Με το σκεπτικό αυτό, το δικαστήριο διέταξε την τράπεζα να παραλείπει την καταγγελία μέχρι την ολοκλήρωση όλων των σταδίων του Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών υπό τον όρο καταβολής από την εταιρεία μηνιαίως του ποσού των 4.000 ευρώ για μία οφειλή που υπερέβαινε το 1.000.000 ευρώ. Σημειωτέον ότι ο Κώδικας Δεοντολογίας Τραπεζών προβλέπει μία ρυθμισμένη διαδικασία διαπραγμάτευσης και υποχρεώνει την τράπεζα να υποβάλει πρόταση ρύθμισης των οφειλών, ενώ δίνει δυνατότητα στον δανειολήπτη να υποβάλει την δική του αντιπρόταση, επί της οποίας η τράπεζα υποχρεούται να απαντήσει αιτιολογημένα και είτε να την απορρίψει είτε να υποβάλει νέα τελικά πρόταση. Μόνο αν δεν είναι δυνατή η ρύθμιση των οφειλών, μπορεί η τράπεζα να προχωρήσει σε λύση οριστικής διευθέτησης. Μετά τη διεξαγωγή της διαπραγμάτευσης, η εταιρεία πέτυχε μία μακροπρόθεσμη ρύθμιση των οφειλών της με ευνοϊκούς όρους και διαγραφή της οφειλής της κατά το ποσό των 220.000 ευρώ περίπου. 

Συμπέρασμα

Η άμεση αντίδραση του δανειολήπτη στις κινήσεις της εκάστοτε τράπεζας/δανειστή/servicer έχει πολύ μεγάλη σημασία. Εν προκειμένω, η εταιρεία απάντησε στην τελική πρόταση της τράπεζας μόλις μία ημέρα αργότερα με το εξώδικό της, ενώ δύο ημέρες αργότερα υπέβαλε το αίτημα της προσωρινής διαταγής στο δικαστήριο. Κατόρθωσε, έτσι, να αποκτήσει ένα σημαντικό πλεονέκτημα, μη επιτρέποντας την καταγγελία της σύμβασης από την τράπεζα, η οποία τελικώς υποχρεώθηκε να διεξάγει ορθώς τις διαπραγματεύσεις, πιεζόμενη και από τους ισχυρισμούς της εταιρείας που είχαν αποτυπωθεί στην αγωγή της. Εάν η εταιρεία είχε καθυστερήσει, η τράπεζα θα είχε προχωρήσει σε καταγγελία και σε έκδοση διαταγής πληρωμής, οπότε η διαπραγματευτική της ισχύ της τελευταίας θα ήταν μεγαλύτερη, καθώς θα είχε τη δυνατότητα να πιέσει την οφειλέτρια μέσω της εκκίνησης διαδικασίας εκτέλεσης σε βάρος της περιουσίας της. 

Διαβάστε περισσότερα
 
back to top