1. Λυκαβηττού 2, Κολωνάκι
2. Ακαδημίας 28, Κολωνάκι
210 36 41 214 - 210 36 46 874
   EN

main image

Μάιος 2024

Απόφαση Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών περί Ακύρωσης Βιομηχανικού Σχεδίου και Απόρριψης Αγωγής Αποζημίωσης


ακύρωση σχεδίου τσάντας

Πρόσφατα εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 806/2024 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών  (Τμήμα Κοινοτικών Σημάτων), η οποία, αφού έκανε δεκτή ανταγωγή ακύρωσης σήματος και βιομηχανικών σχεδίων που άσκησαν οι εντολείς μας, απέρριψε καθ’ ολοκληρίαν ως ουσία αβάσιμη την αγωγή που είχε ασκήσει σε βάρος τους ο αντίδικος με αίτημα την άρση και παράλειψη της φερόμενης προσβολής του σήματος και των βιομηχανικών του σχεδίων, τα οποία επιθέτει και ενσωματώνει στις τσάντες που εμπορεύεται, αλλά και την καταβολή αποζημίωσης για την ίδια ως άνω αιτία.

Συγκεκριμένα, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών προέβη στην ακύρωση των καταχωρισμένων εθνικών, κοινοτικών και διεθνών βιομηχανικών σχεδίων του αντιδίκου αναπτύσσοντας το εξής άρτια τεκμηριωμένο και μεστό σκεπτικό: «[…] Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τα ανωτέρω αναφερόμενα,  άπαντα τα ως άνω κατοχυρωμένα σχέδια/μοτίβα της ενάγουσας και ειδικότερα […] δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του νέου και δεν έχουν ατομικό χαρακτήρα, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 12 παρ. 3 και 4 του π.δ. 259/1997 και των άρθρων 5 και 6 του Κανονισμού 6/2002. Ειδικότερα, από την οπτική σύγκριση μεταξύ αφενός των σχεδίων που έχουν αποτυπωθεί στις τσάντες της συλλογής […] της εταιρείας με την επωνυμία […], των υφασμάτων της σειράς «Αpollon» της αμερικανικής εταιρείας «Jim Thompson Fabrics», των τσαντών του παγκοσμίου φήμης οίκου μόδας «Pierre Balmain», που διατίθενται στην αγορά από το έτος 1971, των τσαντών και αξεσουάρ του παγκοσμίου οίκου μόδας «Givenchy», του οποίου το έμβλημα σχεδιάστηκε το έτος 2003, καθώς και της υφασμάτινης καρέκλας της σειράς «Statement Chairs» της αμερικανικής εταιρείας «Cindy Hattersley Design», η οποία είναι διαθέσιμη ήδη από τον Αύγουστο του έτους 2016 και αφετέρου των κατοχυρωμένων από την ενάγουσα εθνικών/ευρωπαϊκών/διεθνών σχεδίων, που έχουν αποτυπωθεί στις τσάντες της συλλογής […], όπως εμφαίνονται στις φωτογραφίες, που προσκομίζονται τόσο από την τελευταία όσο και από τους εναγόμενους αντενάγοντες, αποδεικνύεται ότι τα χαρακτηριστικά των σχεδίων όλων των ως άνω συλλογών είναι πανομοιότυπα, κατά την έννοια του άρθρου 12 παρ. 3 εδ. β’ του π.δ. 259/1997 ή ταυτόσημα, κατά την έννοια του άρθρου 5 παρ. 2 του  Κανονισμού 6/2002 μεταξύ τους, με την έννοια ότι οι μεταξύ τους διαφορές δεν κρίνονται ουσιώδεις. Όσον αφορά ειδικότερα δεν την οπτική αντιπαραβολή της συλλογής τσαντών […] της εταιρείας με την επωνυμία […] με αυτήν την ενάγουσας με την ονομασία […], η ομοιότητά τους δεν αφορά μόνο τα δισδιάστατα σχέδια, που έχουν αποτυπωθεί σε αυτές, αλλά και τον τρισδιάστατο διασχηματισμό τους (σχήμα, διαστάσεις), τα υλικά κατασκευής (ύφασμα), τα επιμέρους χαρακτηριστικά/λεπτομέρειες (ιμάντες κλπ.), καθώς και τις χρωματικές παραλλαγές στις οποίες διατίθενται[…]. Κατά συνέπεια, παρά την ύπαρξη ορισμένων επουσιωδών οπτικών διαφορών στα σχέδια, που έχουν ενσωματωθεί στη συλλογή τσαντών […] της ενάγουσας, το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι οι διαφορές αυτές δεν προκαλούν διαφορετική συνολική εντύπωση στον ενημερωμένο χρήστη σε σχέση με τις τσάντες της συλλογής […] της εταιρείας με την επωνυμία […], καθόσον δεν συνιστούν βασική ειδοποιό διαφορά του σχεδίου των τσαντών […] σε σύγκριση με σχέδια άλλων σχεδιαστών, που έχουν εμπνευστεί από το αρχαιοελληνικό σύμβολο του μαιάνδρου […]. Επιπλέον, όπως αποδεικνύεται από την αντιπαραβολή των σχεδίων που έχουν αποτυπωθεί στις τσάντες της συλλογής […] της εταιρείας με την επωνυμία […], των τσαντών του παγκοσμίου φήμης οίκου μόδας «Pierre Balmain», που διατίθενται στην αγορά από το έτος 1971 και των τσαντών και εξασουάρ του παγκοσμίου οίκου μόδας «Givenchy», του οποίου το έμβλημα σχεδιάστηκε το 2003, καθώς και τις τσάντες υπό τις εμπορικές επωνυμίες […], οι οποίες φέρουν την ίδια τεχνοτροπία σχεδίασης και διασχηματισμού, όπως οι τσάντες της ενάγουσας, καθώς και παρόμοια σχέδια, εμπνευσμένα από τα αρχαιοελληνικά σύμβολα του μαιάνδρου και του λαβυρίνθου, η σχετική αγορά προϊόντων κατακλύζεται από πλήθος μοτίβων που είναι πανομοιότυπα, αν όχι κάποια εξ αυτών ταυτόσημα με αυτά της ενάγουσας. Ενόψει των ανωτέρω, ο ενημερωμένος χρήστης στην περίπτωση των γυναικείων τσαντών, ήτοι το γυναικείο καταναλωτικό κοινό που αγοράζει παρόμοιες τσάντες, ενημερώνεται για τις τάσεις της μόδας στον οικείο κλάδο και γνωρίζει τα μοτίβα που κυκλοφορούν στην οικεία αγορά, ώστε να μην αποκομίζει μία διαφοροποιημένη συνολική εντύπωση από τα μοτίβα της ενάγουσας, σε σχέση με τα μοτίβα που ήδη εφαρμόζονται σε τσάντες που διατίθενται από άλλες επιχειρήσεις του οικείου κλάδου, διότι αφενός όπως προαναφέρθηκε, η σχετική αγορά των γυναικείων τσαντών κατακλύζεται από μοτίβα της ενάγουσας, τα οποία καταχωρήθηκαν το χρονικό διάστημα των ετών 2020-2021, με σκοπό να διακρίνουν γυναικείες τσάντες, που προορίζονταν τόσο για την ελληνική όσο και για την ευρωπαϊκή/διεθνή αγορά, δεν φέρουν τον χαρακτήρα του νέου και δεν διαθέτουν ατομικό χαρακτήρα, κατά την έννοια του άρθρου 12 παρ. 3 και 4 του π.δ. 259/1997 και των άρθρων 5 και 6 του Κανονισμού 6/2002[…]».

Εν συνεχεία, το Πολυμελές Πρωτοδικείο αφού δέχθηκε και το δεύτερο αντικειμενικά σωρευόμενο αιτήμα της ανταγωγής των εντολεών μας ακύρωσε και το καταχωρισμένο σύνθετο λεκτικό – απεικονιστικό σήμα της ΕΕ της αντιδίκου, διότι έκρινε ότι συντρέχει ως προς αυτό ο λόγος απόλυτου απαραδέκτου που συνίσταται στην έλλειψη διακριτικής ικανότητας (άρθρο 7 παρ. 1 στοιχ. α’ και β’Κανονισμού 2017/1001). Η κρίση αυτή αποτέλεσε το απαύγασμα των εξής ιδιαίτερα εύστοχων και οξυδερκών πραγματικών παραδοχών : «[…]το ένδικο ευρωπαϊκό σήμα απεικόνισης, το οποίο απεικονίζει μορφή μαιάνδρου, άλλως γνωστό και ως ελληνικό κλειδί (greek key/meander) και τίθεται από την ενάγουσα στις επίδικες τσάντες της συλλογής «...» δεν διαθέτει καμία πληροφορία που να καταδεικνύει την εμπορική προέλευσή τους, ούτε έλκει την προσοχή του οικείου καταναλωτικού κοινού, αλλά γίνεται αντιληπτό ως γεωμετρικό σχήμα σε αμιγώς αισθητική βάση, ήτοι ως διακοσμητικό στοιχείο των επίδικων τσαντών, καθώς δεν εμπεριέχει καμία πληροφορία αναφορικά με την προέλευσή τους, ήτοι την επωνυμία της ατομικής επιχείρησης της ενάγουσας ή το λεκτικό στοιχείο […], που αναφέρεται στη συγκεκριμένη συλλογή, το οποίο και μόνο θα μπορούσε να προσδώσει διακριτική δύναμη στην εν λόγω απεικονιστική ένδειξη[…] Άλλωστε, η εν λόγω απεικόνιση είναι κοινότυπη, καθώς αποτελεί τετριμμένο στοιχείο αναφορικά με προϊόντα μόδας και ιδίως, με προϊόντα ειδών τσάντας, ένδυσης και αξεσουάρ, καθόσον όπως αποδεικνύεται και από το προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από τους εναγόμενους- αντενάγοντες δημοσίευμα […] το ελληνικό κλειδί (μαίανδρος) είναι ένα διακοσμητικό περίγραμμα, κατασκευασμένο από συνεχή γραμμή, διαμορφωμένο σε επαναλαμβανόμενο μοτίβο, συμβολίζει την ενότητα, τους δεσμούς φιλίας, αγάπης και αφοσίωσης και αποτελεί διακοσμητικό στοιχείο που χρησιμοποιείται μέχρι και σήμερα σε έπιπλα, διακόσμηση, υλικά που σχετίζονται με το δάπεδο, αλλά και στο χώρο της μόδας, το δε γυναικείο καταναλωτικό κοινό έχει συνηθίσει να εκλαμβάνει την εν λόγω απεικόνιση όχι ως δηλωτική προέλευσης της επίδικης συλλογής τσαντών της ενάγουσας, αλλά ως διακοσμητικό στοιχείο με αισθητική λειτουργία, με αποτέλεσμα η συγκεκριμένη να μην μπορεί να επιτελέσει τη βασική λειτουργία του εμπορικού σήματος, ήτοι τη λειτουργία προέλευσης. Στο συμπέρασμα, ότι η εν λόγω μαιανδρική απεικόνιση γίνεται αντιληπτή από το οικείο καταναλωτικό κοινό ως διάκοσμος συνηγορεί και το γεγονός ότι τοποθετείται από την ενάγουσα στην εξωτερική επιφάνεια των επίδικων τσαντών και στο κέντρο αυτών, καθώς και η αποτύπωση μιας απεικονιστικής ένδειξης στην εξωτερική επιφάνεια του προϊόντος δεν επιτρέπει ούτε να συγκρατούνται τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτής, ούτε να γίνεται αυτή αντιληπτή χωρίς ταυτόχρονη σύλληψη των ενδογενών χαρακτηριστικών του προϊόντος και επομένως, δεν μπορεί να απομνημονεύεται από το καταναλωτικό κοινό ευχερώς και άμεσα ως διακριτικό σημείο […]».

Υποσημείωση: Η ανταγωγή ακύρωσης σήματος που προβλέπεται στον νέο νόμο περί σημάτων (άρθρο 38 παρ. 12 του ν. 4679/2020) δίνει τη δυνατότητα στον εναγόμενο με αγωγή προσβολής σήματος (ή και αποζημίωσης) να αμυνθεί αμφισβητώντας το κύρος του σήματος του αντιδίκου ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων. Μάλιστα, εάν ασκηθεί κατά του προσβολεά αγωγή, η ανταγωγή αποτελεί κατά ρητή νομοθετική πρόβλεψη (άρθρο 38 παρ. 15 ν. 4679/2020) το αποκλειστικό δικονομικό όχημα για την ακύρωση του σήματος του δικαιούχου- ενάγοντος. Επίσης, ο νόμος τάσσει ως όρο για το παραδεκτό της ανταγωγής ακύρωσης σήματος την κοινοποίηση και εγγραφή της στο οικείο μητρώο σημάτων το αργότερο μέχρι τη συζήτηση της διαφοράς (άρθρο 38 παρ. 13 ν. 4679/2020). Τέλος, σε περίπτωση που η ανταγωγή ακύρωσης γίνει δεκτή επέρχονται δύο έννομες συνέπειες ανάλογα με τον βαθμό δικονομικής ωριμότητας που τη δέχεται (ενν. την ανταγωγή). Ειδικότερα, με την έκδοση οριστικής απόφασης που κάνει δεκτή την ανταγωγή η αγωγή απορρίπτεται ως ουσία αβάσιμη, ενώ μόλις η απόφαση αυτή τελεσιδικήσει παρέχεται στον εναγόμενο-αντενάγοντα το δικαίωμα, αφού κοινοποιήσει την εν λόγω τελεσίδικη απόφαση τον Οργανισμό Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας, να αιτηθεί από τον τελευταίο τη διαγραφή  του σήματος του αντιδίκου του από το μητρώο σημάτων (άρθρο 38 παρ. 14 ν. 4679/2020).

Για περισσότερα δείτε εδώ
Διαβάστε περισσότερα
 
back to top