1. Λυκαβηττού 2, Κολωνάκι
2. Ακαδημίας 28, Κολωνάκι
210 36 41 214 - 210 36 46 874
   EN

main image

Η Άμυνα του Οφειλέτη στη Δέσμευση των Τραπεζικών του Λογαριασμών (Άμυνα στην Συντηρητική Κατάσχεση εις Χείρας Τρίτου)


Η Άμυνα του Οφειλέτη στη Δέσμευση των Τραπεζικών του Λογαριασμών (Άμυνα στην Συντηρητική Κατάσχεση εις Χείρας Τρίτου)

Legal Insight    

Σεπτέμβριος 2023

Χριστίνα Καπουράνη, ΜΔΕ (mult.), PgCert, Υπ. Δ.Ν. 

Περίληψη – Εισαγωγή: Ένα από τα συχνότερα μέσα εξασφάλισης του δανειστή χρηματικής απαίτησης (είτε πρόκειται για τραπεζικό ή εν γένει χρηματοδοτικό ίδρυμα, εμπορική επιχείρηση ή και ιδιώτη – φυσικό πρόσωπο κ.ο.κ.) είναι η επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης σε απαιτήσεις του οφειλέτη που βρίσκονται στα χέρια τρίτων (όπως είναι, λ.χ., οι καταθέσεις σε τραπεζικά ιδρύματα, τα μισθώματα από σύμβαση μίσθωσης ακινήτου, το τίμημα από την πώληση εμπορευμάτων, κ.ο.κ.). Η συντηρητική κατάσχεση στα χέρια τρίτου (όπως και η συντηρητική κατάσχεση στα χέρια του ίδιου του οφειλέτη) είναι ασφαλιστικό μέτρο και επιβάλλεται όχι για να ικανοποιήσει τον δανειστή (να εισπράξει, δηλαδή, την απαίτησή του), αλλά για να αποτρέψει τον οφειλέτη να αποξενωθεί από τα περιουσιακά του στοιχεία, έως την απόκτηση από το δανειστή τελεσίδικου εκτελεστού τίτλου για την εκκίνηση αναγκαστικής εκτέλεσης (εκτέλεσης, δηλαδή, προς είσπραξη). Η συντηρητική κατάσχεση υπό την ως άνω μορφή, πέραν της περίπτωσης που επιβάλλεται κατόπιν έκδοσης απόφασης ασφαλιστικών μέτρων που την διατάσσει, μπορεί να επιβληθεί και από το δανειστή που έχει εκδώσει διαταγή πληρωμής ή οριστική δικαστική απόφαση που επιδικάζει την οφειλόμενη απαίτηση (αρ. 724 ΚΠολΔ). Παρακάτω θα προσπαθήσουμε να εξετάσουμε, εν συντομία, τα μέσα άμυνας του οφειλέτη όταν η κατ’ αυτού συντηρητική κατάσχεση στα χέρια τρίτου στηρίζεται στους δύο ως άνω τελευταίους τίτλους (διαταγή και οριστική απόφαση) και, ως εκ τούτου, επιβάλλεται χωρίς τήρηση προδικασίας.

I. Προϋποθέσεις επιβολής συντηρητικής κατάσχεσης (ά. 724 ΚΠολΔ) εις χείρας τρίτου: 

Στο άρθρο 724 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ορίζεται «Ο δανειστής μπορεί με βάση οριστική απόφαση, καθώς και με διαταγή πληρωμής χρηματικών απαιτήσεων να ζητήσει εγγραφή προσημείωσης υποθήκης και να επιβάλει συντηρητική κατάσχεση στα χέρια του οφειλέτη ή τρίτου για ποσό που επιδικάζεται με την απόφαση ή ορίζεται ότι πρέπει να καταβληθεί με τη διαταγή πληρωμής». Όσον αφορά, δε, ιδίως στον τρόπο επιβολής της συντηρητικής κατάσχεση απαιτήσεων εις χείρας τρίτου, από το άρθρο 712 του ιδίου κώδικα προκύπτει ότι για την έγκυρη επιβολή της απαιτείται: α) η επίδοση στον τρίτο του τίτλου που αποδεικνύει την κατασχόμενη απαίτηση μαζί με επιταγή να μην εξοφλήσει αυτήν προς τον οφειλέτη, αλλά να προβεί, επί της ουσίας, σε «δέσμευσή» της και β) η επίδοση στον οφειλέτη εγγράφου στο οποίο να αναφέρεται η επιβληθείσα συντηρητική κατάσχεση μέσα σε οκτώ (8) ημέρες από την επίδοση στον τρίτο. Ο τρίτος, δε, έχει την υποχρέωση μέσα σε οκτώ (8) ημέρες από την επιβολή να υποβάλει δήλωση με την οποία να ενημερώνει τον κατάσχοντα για την ύπαρξη της απαίτησης και τη «δέσμευσή αυτής» (αρ. 712 παρ. 2 σε συνδυασμό με αρ. 985 παρ. 1 ΚΠολΔ). 

Ευθέως, συνεπώς, από το νόμο προκύπτει (ως εξαιρετικό δίκαιο) το δικαίωμα του δανειστή να εξασφαλιστεί επιβάλλοντας συντηρητική κατάσχεση χωρίς προηγούμενη δικαστική απόφαση που τη διατάζει.  Αυτό, φυσικά, εφόσον έχει επιτύχει: είτε α) την έκδοση διαταγής πληρωμής κατόπιν έγγραφης απόδειξης της απαίτησης του (Παράδειγμα: τραπεζικό ίδρυμα μετά την καταγγελία σύμβασης δανείου με εμπορική επιχείρηση αιτείται και λαμβάνει μονομερώς εκτελεστό τίτλο, αποδεικνύοντας την οφειλόμενη απαίτηση από τα εμπορικά του βιβλία, τις κινήσεις, δηλαδή, του δανειακού λογαριασμού και με τον τίτλο αυτό «δεσμεύει» τους λογαριασμούς της επιχείρησης μία ημέρα μετά την έκδοσή του), είτε β) την έκδοση οριστικής απόφασης, κατόπιν αγωγής και ακροαματικής διαδικασίας στην οποία θα έχει, κατά κανόνα, παρασταθεί και ο οφειλέτης (Παράδειγμα: προμηθευτής διατηρεί απαίτηση καταβολής τιμήματος από πώληση οικοδομικών υλικών έναντι κατασκευαστικής εταιρείας και βάσει ανυπόγραφων τιμολογίων παράδοσης ασκεί αγωγή διεκδίκησής αυτής. Επί της τελευταίας εκδίδεται από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απόφαση που λύνει τη διαφορά και επιδικάζει την απαίτηση. Ο ενάγων, δε, μετά τη δημοσίευση της απόφασης «δεσμεύει» ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις της εταιρεία από σύμβαση έργου στα χέρια του κυρίου αυτού). Να διευκρινιστεί, εξάλλου, ότι η απόφαση που εκδίδεται και λύνει («τέμνει», όπως χαρακτηριστικά λέγεται) τη διαφορά (και δεν είναι, λ.χ., ανασταλτική ή διατάζουσα αποδείξεις), δε χρειάζεται, κατά την ορθότερη θέση, να υποχρεώνει τον οφειλέτη προς καταβολή (καταψηφιστική), αλλά αρκεί και να αναγνωρίζει απλώς την ύπαρξη της απαιτήσεως (Βλ. ΤρΕφΑθ 1970/2021, ΤΠΝ ΔΣΑ, ΤρΕφΔωδ 118/2021, ΤΠΝ Qualex, ΜΕφΠειρ 526/2020, ΤΠΝ ΝΟΜΟΣ).

Δεν απαιτείται, περαιτέρω, κάποια προγενέστερη ενημέρωση του οφειλέτη ότι πρόκειται να ακολουθήσει η επιβολή του ασφαλιστικού μέτρου (ως συμβαίνει, λ.χ., με την επιβολή αναγκαστικής κατάσχεσης, η οποία εκκινεί νόμιμα μόνο μετά την επίδοση επιταγής και την αναμονή παρόδου τριών (3) εργασίμων ημερών - αρ. 926 ΚΠολΔ). Ιδίως, δε, στην περίπτωση που το μέτρο στηρίζεται σε διαταγή πληρωμής (και δεν έχει, ως εκ τούτου,  προηγηθεί κάποια ακροαματική διαδικασία, όπως συμβαίνει με την οριστική απόφαση) ο οφειλέτης μπορεί να μην γνωρίζει καν ότι έχει εκδοθεί ο επίμαχος τίτλος, δεδομένου ότι δεν είναι απαραίτητη η προγενέστερη επίδοση σε αυτόν. Την επιβολή του ασφαλιστικού μέτρου, εξάλλου, δεν εμποδίζει ούτε η αναστολή της εκτελεστότητας των τίτλων, αλλά ούτε και η αναστολή της δυνατότητας επιβολής αναγκαστικής εκτέλεσης (βλ. αρ. 632 παρ. 3 ΚΠολΔ και καθηγητή Β. Χατζηιωάννου, Αυτοδύναμα Ασφαλιστικά Μέτρα, σελ.  128, 130, 131). 

II. Τα ένδικα βοηθήματα που έχει ο οφειλέτης στη διάθεσή του: 

Τα κύρια ένδικα βοηθήματα που συνιστούν τα μέσα «άμυνας» του οφειλέτη προβλέπονται στα αρ. 724 παρ. 2 και 702 ΚΠολΔ τα οποία αντιστοίχως ορίζουν: «Το δικαστήριο που εξέδωσε την οριστική απόφαση ή τη διαταγή πληρωμής μπορεί με αίτηση εκείνου κατά του οποίου στρέφονται και κατά τη διαδικασία του άρθρου 702  παρ. 1, να αναστείλει ολικά ή εν μέρει την εκτέλεση των ασφαλιστικών μέτρων που αναφέρονται στην παρ. 1, αν πιθανολογείται η εξόφληση ή ανυπαρξία, ολική ή εν μέρει, της απαίτησης για την οποία έχει εκδοθεί η οριστική απόφαση ή η διαταγή πληρωμής ή να περιορίσει την εκτέλεση σε ορισμένα περιουσιακά στοιχεία, αν πιθανολογείται ότι τα στοιχεία αυτά είναι επαρκή για την εξασφάλιση της απαίτησης», «Διαφορές που αφορούν την εκτέλεση απόφασης που διατάζει ασφαλιστικά μέτρα ή ανακαλεί ολικά ή εν μέρει απόφαση γι’ αυτά δικάζονται από το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση και εφαρμόζονται οι διατάξεις του αρ. 686 επ». – ήτοι οι διατάξεις της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων. Να διευκρινιστεί ότι παρά την χρήση από το νομοθέτη του όρου «αναστολή του μέτρου», στο αρ. 724 παρ. 2, στο προστατευτικό πεδίο αυτού δεν εμπίπτουν μόνον οι περιπτώσεις που η επιβολή του μέτρου εκκρεμεί, αλλά και αυτές στις οποίες έχει ολοκληρωθεί (διότι, σε διαφορετική περίπτωση θα έμενε απροστάτευτος ο οφειλέτης που ουδόλως γνώριζε την έκδοση, λ.χ., διαταγής πληρωμής και τη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων του δι’ αυτής – βλ. επ’ αυτού και υπ’ αρ. ΜΠρΑθ 6718/2008 καθώς και ΤρΕφΑθ 2226/2020, ΤΠΝ Qualex κατά την οποία « {…} με δεδομένο ότι, η αναστολή εκτέλεσης είναι νοητή εφόσον αυτή δεν έχει ολοκληρωθεί με την επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης, ενώ μετά την επιβολή της τίθεται ζήτημα ανάκλησης της, με συνέπεια ο όρος «αναστολή» του ασφαλιστικού μέτρου της συντηρητικής κατάσχεσης που χρησιμοποιείται στη διάταξη του αρ. 724 παρ. 2 να έχει την έννοια της ανάκλησης του ασφαλιστικού μέτρου»).

Ο οφειλέτης, έτσι, τόσο πριν την επιβολή του μέτρου (προληπτική προστασία), όσο και μετά απ’ αυτήν (κατασταλτική προστασία) έχει στη διάθεση του δικαστικά μέσα «άμυνας» που στόχο έχουν είτε α) την αναστολή της ιδιότητας του τίτλου ως μέσου για την επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης, το «πάγωμα» δηλαδή του τίτλου ως προς την επιβολή ασφαλιστικών μέτρων (εφόσον η ύπαρξη  αυτού είναι γνωστή), είτε β) την ανάκληση της κατασχέσεως καθολικά ή μερικά (με τον περιορισμό, λ.χ., της δέσμευσης σε ορισμένα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη ή την αντικατάσταση αυτής με εγγυοδοσία κατ΄ αρ. 705 ΚΠολΔ) ή, και σε κάθε περίπτωση, την ακύρωση της διαδικασίας εκτέλεσης του τίτλου λόγω τυπικών πλημμελειών- αναστολή, άλλωστε, και ανάκληση μπορούν να συντρέχουν όταν ζητείται, ταυτόχρονα, η άρση της επιβληθείσας συντηρητικής κατάσχεσης (επειδή η απαίτηση, για παράδειγμα, έχει αποσβεστεί) και η αποδυνάμωση του τίτλου για το μέλλον, προκειμένου να μην μπορεί o ίδιος τίτλος να στηρίξει έτερη συντηρητική κατάσχεση σε άλλα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη.

i) Η αίτηση ανάκλησης/αναστολής του αρ. 724 παρ. 2 ΚΠολΔ και οι επιμέρους λόγοι του βοηθήματος: Στο νόμο αναφέρονται συγκεκριμένοι λόγοι που δικαιολογούν την αναστολή/ ολική ή μερική ανάκληση του ασφαλιστικού μέτρου της συντηρητικής κατάσχεσης (στα χέρια του οφειλέτη, αλλά και, εν προκειμένω, του τρίτου). Αυτοί είναι: 

α) Η εξόφληση ή ανυπαρξία της απαίτησης: Εξοφλημένη είναι η απαίτηση όταν έχει αποσβεστεί με τους τρόπους που ορίζει ο νόμος και αυτό να μπορεί να αποδειχθεί ώστε να το πιθανολογήσει το κρίνον δικαστήριο {μορφές απόσβεσης είναι: κυρίως η καταβολή από ίδιο τον οφειλέτη κατ’ αρ. 416 ΑΚ, η καταβολή από τρίτο κατόπιν εσωτερική συμφωνίας με τον οφειλέτη κατ΄ αρ. 417 ΑΚ, η δόση αντί καταβολής κατ΄ αρ. 419 ΑΚ (συμφωνία, λ.χ., με την οποία εμπορική απαίτηση εξοφλείται με τη μεταβίβαση ακινήτου αντί τη χρηματική καταβολή), η δημόσια κατάθεση κατ΄ αρ. 427 ΑΚ, όταν ο δανειστής αρνείται αδικαιολόγητα να λάβει την απαίτησή του,  κ.ο.κ.}. Ανύπαρκτη, δε, είναι η απαίτηση όταν έχει παραγραφεί κατόπιν προβολής της οικείας ένστασης από τον οφειλέτη (βλ. και ΤρΕφΔωδ 118/2021, ΤΠΝ Qualex, κατά την οποία «Με ανύπαρκτη πρέπει να εξομοιωθεί και η παραγεγραμμένη απαίτηση, εφόσον γίνεται επίκληση της παραγραφής από τον οφειλέτη»), όταν πριν από την επιβολή του μέτρου με σύμβαση αναδοχής χρέους έχει αναλάβει την εξόφλησή της απαίτησης άλλος οφειλέτης με απαλλαγή του καθ΄ ου η συντηρητική κατάσχεση (βλ. και ΤρΕφΑιγ 69/2021) ή όταν έχει ακυρωθεί προγενέστερα αναγκαστική εκτέλεση για την είσπραξη της (βλ. και ΤρΕφΑθ 2226/2020, ΤΠΝ Qualex κατά την οποία «Ενόψει αυτών μετά την τελεσίδικη ακύρωση της εκτέλεσης που επέσπευσε το Ταμείο {….} σε βάρος της {….} για την ικανοποίηση της απαίτησης των καθ΄ων κατά της ΑΕ και την υποχρέωση απόδοσης από το τελευταίο του ως άνω ποσού στην { ……}, πιθανολογείται ανυπαρξία της απαίτησης των καθ΄ων εταιρειών σε βάρος του {……}, το οποίο εισέπραξε μεν από την Περιφέρεια την αμοιβή τους, για λογαριασμό τους, στα πλαίσια, όμως, ακυρωθείσας τελεσιδίκως εκτέλεσης και ακύρωσης της ένδικης διαταγής πληρωμής, για την οποία η σχετική διαδικασία εκκρεμεί ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου». 

β) Η έκταση της συντηρητικής κατάσχεσης σε περιουσιακά στοιχεία που υπερκαλύπτουν την απαίτηση (λόγος περιορισμού): Κλασική περίπτωση εν μέρει ανακλήσεως της συντηρητικής κατάσχεσης εις χείρας τρίτου είναι η επέκταση αυτής σε περιουσιακά στοιχεία που υπερκαλύπτουν την απαίτηση (αδιάκριτη, «δέσμευση», λ.χ., του συνόλου των τραπεζικών λογαριασμών του οφειλέτη σε όλα τα τραπεζικά ιδρύματα, ενώ για την κάλυψη της απαίτησης αρκούσε, για παράδειγμα, η κατάσχεση μόνο ενός ή δύο). Πράγματι, βασική αρχή των ασφαλιστικών μέτρων που αποτυπώνεται και στο νόμο (αρ. 692 παρ. 3) είναι η διάταξη όσο το δυνατό λιγότερων περιορισμών και, ως εκ τούτου η μικρότερη δυνατή επέμβαση στην περιουσία του οφειλέτη, όταν η απαίτηση του δανειστή δεν κινδυνεύει (βλ. και ΤρΕφΑθ 261/2021, ΤΠΝ ΝΟΜΟΣ, που περιορίζει την κατάσχεση σε επιμέρους τραπεζικούς λογαριασμούς από τους αρχικά δεσμευθέντες). Κριτήριο, ωστόσο, περιορισμού μπορεί να αποτελέσει όχι μόνο η υπερκάλυψη της απαίτησης αλλά και ο κίνδυνος «οικονομικής ασφυξίας» του οφειλέτη, ιδίως όταν ο τελευταίος είναι εμπορική επιχείρηση. Έτσι με την ΤριμΕφΑΘ 1970/2021, ΤΠΝ Ισοκράτης, παρότι κρίθηκε βάσιμη η απαίτηση του δανειστή, διατάχθηκε περιορισμός της επιβληθείσας συντηρητικής εις χείρας τραπεζών κατάσχεσης για να διατηρηθεί η λειτουργία της επιχείρησης (κατά την εν λόγω απόφαση « {….} η επιβληθείσα, κατά τα προαναφερόμενα, συντηρητική κατάσχεση, σε όλους τους προαναφερθέντες λογαριασμούς της αιτούσας μέχρι του ποσού των 895.309,60 ευρώ, πιθανολογείται ότι παραλύει την επιχείρηση της αιτούσας και ουσιαστικά την οδηγεί στην παύση λειτουργίας της, λαμβανομένου υπόψη ότι οι εισπράξεις των απαιτήσεων της και η καταβολή των ληξιπρόθεσμων οφειλών της γίνεται μέσω των παραπάνω τραπεζικών λογαριασμών, επί των οποίων επιβλήθηκε συντηρητική κατάσχεση και δεσμεύτηκε το υπόλοιπο αυτών δηλαδή υπερβαίνει το προσήκον και αναγκαίο μέτρο για την εξασφάλιση του δικαιώματος της καθ’ ης. Για το λόγο αυτό, γενομένης της αίτησης δεκτής και ως εν μέρει ουσιαστικά βάσιμης, πρέπει να ανασταλεί εν μέρει η ισχύς της υπ' αρ. 3577/2020 αναγνωριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ως τίτλου για την αυτοδύναμη επιβολή της συντηρητικής κατάσχεσης και να ανακληθεί η δυνάμει αυτής συντηρητική κατάσχεση στους υπ' αρ. {..., ...} και {…} λογαριασμούς που διατηρεί η αιτούσα στην ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ, καθώς και η επιβληθείσα συντηρητική κατάσχεση στον υπ' αρ. GR {...} λογαριασμό της αιτούσας στην ALPHA BANK για το πέραν των 500.000 ποσό και διατηρεί τη συντηρητική κατάσχεση σε αυτόν το λογαριασμό μέχρι του ποσού των 500.000 ευρω».

γ) Η έλλειψη κινδύνου ικανοποίησης της απαίτησης του δανειστή για την οποία επιβλήθηκε το μέτρο:  Παρά την έλλειψη αναφοράς ως λόγου ανάκλησης στο νόμο (αρ. 724 παρ. 2), η βασικότερη, ίσως, αρχή στο δίκαιο των ασφαλιστικών μέτρων είναι η ύπαρξη κινδύνου για την ασφαλιστέα απαίτηση (αρ. 682 παρ. 1 ΚΠολΔ). Αν τέτοιος κίνδυνος δεν υφίσταται για το δανειστή, τότε η συντηρητική κατάσχεση που επιβλήθηκε πρέπει να ανακληθεί, διότι ο δανειστής θα μπορέσει να ικανοποιηθεί όταν η απαίτησή του τελεσιδικήσει. Έτσι, λοιπόν, όταν ο δανειστής εξασφαλίζεται επαρκώς με εμπράγματες και προσωπικές εγγυήσεις, ο οφειλέτης έχει ενεργή και επικερδή επιχειρηματική δραστηριότητα, δεν έχει λοιπά χρέη σε δημόσιο και ασφαλιστικά ταμεία, δεν καταβάλει κακόπιστες προσπάθειες να εκποιήσει τα περιουσιακά του στοιχεία προς καταδολίευση του δανειστή κ.ο.κ., τότε το «πάγωμα» λογαριασμών και λοιπών απαιτήσεων εις χείρας τρίτων δεν δικαιολογείται. Έτσι έκρινε και η ΜΕφΑθ 300/2019, ΤΠΝ ΝΟΜΟΣ, κατά την οποία «Περαιτέρω πιθανολογείται ότι στην προκειμένη περίπτωση ουδόλως συντρέχει περίπτωση επικείμενου κινδύνου ή επείγουσας περίπτωσης που να δικαιολογεί την επιβολή του ανωτέρω ασφαλιστικού μέτρου της συντηρητικής κατάσχεσης που επέβαλε η καθής η αίτηση δυνάμει της ανωτέρω οριστικής απόφασης, ως βάσιμα ισχυρίζεται η αιτούσα με το δεύτερο λόγο της κρινόμενης αίτησης. Συγκεκριμένα πιθανολογείται ότι η αιτούσα είναι μια εταιρία που συνεχίζει να δραστηριοποιείται επαγγελματικά, διατηρεί σε τρεις τράπεζες τραπεζικούς λογαριασμούς που υπερκαλύπτουν την απαίτηση της καθής, δεν έχει προβεί δε σε καμία ενέργεια αποξένωσής της από την περιουσία της προκειμένου να καταστήσει άνευ αντικειμένου τυχόν αναγκαστική εκτέλεση εις βάρος αυτής. Επίσης από το γεγονός ότι όταν έλαβε τα πρώτα προϊόντα της παραγγελίας από την καθής η αίτηση προέβη, ως και η τελευταία συνομολογεί, σε άμεση εξόφληση του τιμήματος αυτών, τηρώντας την ενδοσυμβατική της υποχρέωση από τη σύμβαση πώλησης που είχαν καταρτίσει οι διάδικοι καταδεικνύει τη φερεγγυότητα αυτής ως προς τις εμπορικές της συναλλαγές, ενώ δεν πιθανολογήθηκε ότι έχει έτερες ληξιπρόθεσμες οφειλές έναντι τρίτων».

ii) Η Ανακοπή του αρ. 702 ΚΠολΔ: Τις αντιρρήσεις, δε, που έχει ο οφειλέτης κατά της διαδικασίας εκτέλεσης του ασφαλιστικού μέτρου (εν προκειμένω της συντηρητικής κατάσχεσης εις χείρας τρίτου) που είναι στην ουσία οι πλημμέλειες που αφορούν την επιβολή του μέτρου και το κύρος του εκτελεστού τίτλου, μπορεί να τις προβάλει με την ανακοπή του αρ. 702 ΚΠολΔ (που στην ουσία αποτελεί μία ειδικότερη ανακοπή εκτέλεσης κατ’ αρ. 933 ΚΠολΔ). Λόγοι μίας τέτοιας ανακοπής είναι: η παραβίαση, λ.χ., των διατάξεων για τις επιδόσεις (εκπρόθεσμη, για παράδειγμα, επίδοση της συντηρητικής κατάσχεσης στον οφειλέτη και, ως εκ τούτου, ακυρότητα αυτής, αοριστία του κατασχετηρίου προς τον τρίτο και ελλιπής περιγραφή έννομης σχέσης από την οποία απορρέει η κατασχεθείσα απαίτηση κ.ο.κ.). Όσον αφορά, δε, τον τίτλο επιβολής (και ιδίως την διαταγή πληρωμής που εκδίδεται χωρίς να ακουστεί ο οφειλέτης) οι λόγοι που αφορούν το κύρος αυτού, ως είναι, επί παραδείγματι, η μη η εμπρόθεσμη επίδοσή της εντός διμήνου, η έκδοση διαταγής χωρίς έγγραφη απόδειξη της απαίτησης ή για απαίτηση που δεν είναι ακόμη βέβαια και εκκαθαρισμένη, κατά την κρατούσα θέση στη νομολογία μας, είναι λόγοι που δεν επηρεάζουν την ουσιαστική ύπαρξη της απαίτησης (ο ανύπαρκτος τίτλος, δηλαδή, δε σημαίνει και ανύπαρκτη απαίτηση) και, ως εκ τούτου, δεν δικαιολογούν την αναστολή του αρ. 724, αλλά μόνο την υπό κρίση ανακοπή. Ωστόσο, ορθότερη, είναι η αντίθετη θέση με μικρή απήχηση στο νομολογία (βλ. ενδεικτικά ΜΠρΠειρ 1039/2016 κατά την οποία πιθανολογήθηκε η ανυπαρξία απαίτησης ελλείψει εγκυρότητας του τίτλου της διαταγής πληρωμής, ο οποίος εξεδόθη για απαίτηση μη βέβαιη και εκκαθαρισμένη) καθότι είναι εξαιρετικά δυσμενές για τον οφειλέτη να δέχεται επιβολή μέτρων με έναν τίτλο που στην συνέχεια, κατόπιν ακύρωσής του, αποδείχθηκε ανίσχυρος και ανίκανος να στηρίξει την περαιτέρω ικανοποίηση της ασφαλιστέας απαίτησης με αναγκαστική εκτέλεση (την εξασφάλιση της οποίας, άλλωστε, στόχευε η λήψη του μέτρου!). Η εν λόγω ανακοπή, σε αντίθεση με την αίτηση ανάκλησης/αναστολής που είναι απρόθεσμη, ασκείται εντός σαράντα πέντε (45) ημερών από την επιβολή της κατάσχεσης και, συνήθως, σωρεύεται με την αίτηση του αρ. 724 παρ. 2.

iii) Τα κύρια ένδικα βοηθήματα ή μέσα κατά των τίτλων επιβολής συντηρητικής κατάσχεσης: Τα παραπάνω ένδικα βοηθήματα ασκούνται αυτοτελώς και δεν επηρεάζουν τις κύριες δίκες περί ακύρωσης της διαταγής πληρωμής (με ανακοπή του αρ. 632 ΚΠολΔ ή 633 ΚΠολΔ, καθώς και την μετέπειτα μεταβίβαση της διαφοράς στο εφετείο ή στον Άρειο Πάγο) ή περί εξαφάνισης της οριστικής απόφασης, κατόπιν άσκησης εφέσεως (ή αναιρέσεως για σφάλματα της εφετειακής). Ιδίως η απόφαση επί της αίτησης του αρ. 724 παρ. 2 με την οποία κρίνεται κατά πιθανολόγηση ανυπαρξία, απόσβεση ή εξόφληση της απαίτησης είναι απόφαση που ισχύει προσωρινά και δεν επηρεάζει την κύρια υπόθεση ως προς την χρηματική απαίτηση, αφού η αίτηση αναστολής/ανάκλησης δεν εξαρτάται από κάποιο ένδικο βοήθημα ή μέσο κατά του τίτλου ή της απαίτησης. Επομένως το δικαστήριο χορηγώντας αναστολή ή ανάκληση στον αιτούντα, χορηγεί προσωρινή δικαστική προστασία. Η ακύρωση, δε, της εκτέλεσης του μέτρου, μετά από αποδοχή της ανακοπής του αρ. 702, απαιτεί έκδοση, τουλάχιστον, οριστικής αποφάσεως.

iv) Η προσωρινή δικαστική προστασία υπό τη μορφή της έκδοσης προσωρινής διαταγής: Στο πλαίσιο και των δύο ως άνω ενδίκων βοηθημάτων είναι δυνατή και η χορήγηση προσωρινής διαταγής κατ΄ αρ. 691 ΚΠολΔ έως την έκδοση απόφασης επί της αίτησης/ανακοπής. Με την τελευταία είναι δυνατή η αναστολή της ιδιότητας του τίτλου ως μέσου για την επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης, εφόσον το μέτρο δεν έχει ακόμη επιβληθεί (βλ. και από 22.1.2022 διάταξη του Μονομελούς Πρωτοδικείου Άρτας, αδημ., με την οποία ανεστάλη η δυνατότητα επιβολής συντηρητικής κατάσχεσης με την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής μεταξύ άλλων σε συγκεκριμένους λογαριασμούς εμπορικής επιχείρησης έως τη συζήτηση της αίτησης). Ακόμη, όμως, κι αν έχει ολοκληρωθεί η συντηρητική κατάσχεση, κατά τα ως άνω, υπάρχει έδαφος προστασίας του καθ’ ου ο οποίος μπορεί να αιτηθεί την έκδοση προσωρινής διαταγής που να απαγορεύει στον τρίτο την υποβολή δήλωσης (αν ακόμη υπάρχει σχετική 8ημέρη προθεσμία), αναστέλλοντας έτσι την περαιτέρω διαδικασία εκτέλεσης του μέτρου. Εξάλλου, και μετά την υποβολή δηλώσεως η λήψη προσωρινής διαταγής μπορεί να απαγορεύσει τη νέα δέσμευση ποσών που πιστώνονται, λ.χ., στους λογαριασμούς του οφειλέτη. Η καθολική άρση, δε, της συντηρητικής κατάσχεσης με την «ταχεία» διαδικασία της προσωρινής διαταγή είναι δυσχερής, ενδείκτης αυτού και η έλλειψη σχετικού νομολογιακού προηγουμένου.

Διαβάστε περισσότερα
 
back to top