Δημοσιεύθηκε η υπ’ αριθ. 1390/2025 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία ακυρώθηκε διαταγή πληρωμής ποσού περίπου 300.000,00 ευρώ, λόγω μη νόμιμης καταγγελίας σύμβασης τοκοχρεολυτικού δανείου. Συγκεκριμένα, κρίθηκε ότι η εξώδικη δήλωση της καταγγελίας δεν κοινοποιήθηκε έγκυρα στην πρωτοφειλέτρια ΕΠΕ, καθώς δεν επιδόθηκε στον νόμιμο εκπρόσωπό της, αλλά στην οικία άλλου εταίρου, ο οποίος δεν είχε εξουσία εκπροσώπησης. Αποτέλεσμα ήταν να κριθεί ότι η ως άνω καταγγελία δεν επέφερε κανένα αποτέλεσμα και, κατά συνέπεια, το άληκτο υπόλοιπο του δανείου δεν κατέστη ληξιπρόθεσμο με την ως άνω καταγγελία, αλλά κατά τους χρόνους που προέβλεπε η σύμβαση. Ο διαφορετικός χρόνος ληξιπροθέσμου, ωστόσο, επηρέαζε το εφαρμοζόμενο επιτόκιο και, τελικά, το οφειλόμενο ποσό.
Η αντίδικος, προς απόδειξη
της καταγγελίας της σύμβασης, επικαλέστηκε και προσκόμισε, πλην της ως άνω
αρχικής καταγγελίας, και έτερη εξώδικη δήλωση που κοινοποιήθηκε πολύ
μεταγενέστερα προς τους εγγυητές.
Εντούτοις, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι κρίσιμη είναι η αρχική φερόμενη καταγγελία της ένδικης σύμβασης τοκοχρεολυτικού δανείου, καθώς δυνάμει αυτής διαμορφώθηκε η φερόμενη οφειλή. Ειδικότερα, από το χρονικό σημείο της φερόμενης αυτής αρχικής καταγγελίας κατέστησαν ληξιπρόθεσμες και οι άληκτες τότε δόσεις του δανείου, με άμεση συνέπεια την προσαύξηση του συνολικού υπολοίπου ποσού, που προέκυψε από την άθροιση του ήδη μέχρι τότε ληξιπρόθεσμου ποσού και του άληκτου τότε ποσού, με τόκους υπερημερίας. Εφάρμοζε, δηλαδή, η αντίδικος και επί των δόσεων που θα καθίσταντο ληξιπρόθεσμες στο μέλλον, το υψηλότερο επιτόκιο υπερημερίας συγκριτικά με το συμβατικό επιτόκιο, που θα εφαρμοζόταν, εφόσον δεν είχε λάβει χώρα η καταγγελία. Το ανωτέρω, δε, ποσό, ανατοκίζονταν έκτοτε ανά εξάμηνο, με το υψηλότερο επιτόκιο υπερημερίας, ώστε να διαμορφωθεί το ποσό για το οποίο εκδόθηκε η ακυρωθείσα διαταγή πληρωμής.
Άλλωστε, με το σχετικό
έγγραφο η τράπεζα απλώς επικαλέστηκε την προηγούμενη, άκυρη καταγγελία, χωρίς
να προβεί σε νέα δήλωση βούλησης.
Το δικαστήριο κατέληξε στην κρίση ότι: «[…] η υπό τις ανωτέρω περιστάσεις λαβούσα χώρα επίδοση του από 23-11-2009 εξωδίκου εγγράφου στον […] ισοδυναμεί με παντελή έλλειψη επίδοσης της καταγγελίας στο νομικό πρόσωπο της πρωτοφειλέτριας εταιρείας και γι’ αυτό δεν επέφερε η σχετική περί καταγγελίας δήλωση έννομες συνέπειες, όχι μόνο έναντι της πρωτοφειλέτριας – δανειολήπτριας, αλλά και έναντι των εγγυητών, συνεπώς και έναντι της ανακόπτουσας, αφού η ευθύνη αυτών είναι παρεπόμενη. Ειδικότερα δε, δεν ενεργοποίηση ο σχετικός ως άνω συμβατικός όρος, που παρείχε στην καθ’ ης η ανακοπή τράπεζα το δικαίωμα αφού καταγγείλει τη σύμβαση, να καταστήσει το σύνολο του ανεξόφλητου δανείου ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και να αξιώσει την άμεση πληρωμή από την πρωτοφειλέτρια και τους εγγυητές ολόκληρου του οφειλόμενου κεφαλαίου και των τόκων. Ως εκ τούτου, η ύψους 300.214,99 ευρώ απαίτηση, για την οποία εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, δεν αποδεικνυόταν από τα έγγραφα που επικαλέστηκε και προσκόμισε η καθ’ ης […]».
Σημειώνεται ότι, στην
περίπτωση του τοκοχρεολυτικού δανείου, ελλείψει έγκυρης καταγγελίας, οι
επιμέρους δόσεις χρεολυσίων και τόκων διατηρούν την αυτοτέλειά τους και
καθίστανται ληξιπρόθεσμες σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης, υπαγόμενες σε
πενταετή παραγραφή κατά τη διάταξη του άρθρου 250 του Αστικού Κώδικα. Παρότι
τούτο δεν διατυπώνεται ρητά, η αποδοχή της ανυπαρξίας καταγγελίας, σε συνδυασμό
με το γεγονός ότι οι τελευταίες δόσεις είχαν καταστεί ληξιπρόθεσμες από το έτος
2011, κατατείνει σε σιωπηρή παραδοχή ότι όλες οι σχετικές απαιτήσεις έχουν
υποπέσει σε παραγραφή.
Για περισσότερες
πληροφορίες σχετικά με τα ως άνω κριθέντα ζητήματα βλ. εδώ και εδώ.