Legal insight
Μάιος 2025
Βασιλική Τόλια, ΜΔΕ
Περίληψη: Η
αγωγή καταδολίευσης δανειστών (παυλιανή αγωγή – ΑΚ 939επ.) σκοπό έχει την
θωράκιση της δυνατότητας του δανειστή να ικανοποιήσει την αξίωσή του μέσω της διαδικασίας
της αναγκαστικής εκτέλεσης. Η τελευταία, ασφαλώς, προϋποθέτει την ύπαρξη
περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, επί των οποίων ο δανειστής θα επιβάλει
αναγκαστική κατάσχεση, γι’ αυτό και η δόλια εκ μέρους του οφειλέτη εκποίηση των
περιουσιακών του στοιχείων (συχνά σε συγγενικά του πρόσωπα), προτού προλάβει ο
δανειστής να τα κατάσχει, αντιμετωπίζεται μέσω της περί ης ο λόγος αγωγής. Από
την άλλη πλευρά, όμως, δε θα πρέπει ούτε να παραγνωρίζεται, αλλά ούτε και να
περιορίζεται -παρά μόνο όταν συντρέχουν απολύτως συγκεκριμένες προϋποθέσεις- το
συνταγματικώς κατοχυρωμένο δικαίωμα του οφειλέτη να διαθέτει ελεύθερα την
περιουσία του προς όποιο πρόσωπο και υπό όποιους όρους επιθυμεί. Το συμφέρον
του οφειλέτη να διαθέτει ελεύθερα την περιουσία του ανάγεται σε έννομο μέσω της
ΑΚ 361 και της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων, η συνταγματική, δε,
προστασία της εν λόγω ελευθερίας διέρχεται μέσω του ά. 5, παρ. 1 του
Συντάγματος και της αρχής της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας. Στο παρόν
άρθρο θα εξετάσουμε ένα από τα στοιχεία που απαιτούνται για να θεμελιωθεί το
δικαίωμα του δανειστή να αξιώσει τη διάρρηξη μίας απαλλοτρίωσης ως
καταδολιευτικής. Πρόκειται για την ανεπάρκεια της υπόλοιπης περιουσίας του
οφειλέτη (αφερεγγυότητα οφειλέτη) για την ικανοποίηση των δανειστών του.
1. Η απαλλοτρίωση εκ μέρους του οφειλέτη ενός
περιουσιακού του στοιχείου δεν θεμελιώνει κατ’ αρχήν το δικαίωμα του δανειστή
του να διαρρήξει την εν λόγω διάθεση. Απαιτείται συγχρόνως η πρόκληση βλάβης στον
τελευταίο, η οποία συντρέχει όταν η λοιπή περιουσία του οφειλέτη δεν επαρκεί
για την ικανοποίηση της αξίωσης του δανειστή. Γι’ αυτό και κατά τη νομολογία οι
έννοιες «ανεπάρκεια περιουσίας» και «πρόκληση βλάβης» ταυτίζονται
και οι δύο όροι χρησιμοποιούνται εναλλακτικά (βλ. Ρίζος Ε., Διδ.
Διατριβή, Οι προϋποθέσεις διάρρηξης της καταδολιευτικής απαλλοτρίωσης [Με
έμφαση στην αξίωση του δανειστή], σελ. 166, ως και από την πάγια νομολογία βλ.
ενδεικτικά την υπ΄αριθμ. 458/2019 απόφαση του ΕφΘεσσαλ., την ΕφΛαρ 150/2022, σε
ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ κ.α.).
2. Προκειμένου, δηλαδή, να διαρρηχθεί μία
απαλλοτρίωση θα πρέπει δι’ αυτής να ματαιώνεται η ικανοποίηση του δανειστή
ελλείψει έτερων περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη πρόσφορων να κατασχεθούν
από το δανειστή. Περί ανεπάρκειας, δε, περιουσιακών στοιχείων γίνεται λόγος όχι
μόνο όταν ο οφειλέτης δεν διαθέτει άλλη περιουσία, αλλά και όταν για παράδειγμα
είναι δυσχερής η ρευστοποίηση της εναπομείνασας περιουσίας του οφειλέτη ή όταν
τα περιουσιακά στοιχεία που απομένουν στον οφειλέτη μετά την απαλλοτρίωση είναι
βεβαρυμμένα με εμπράγματες εξασφαλίσεις (ενέχυρο, υποθήκη), ώστε εν τοις
πράγμασι και πάλι να ματαιώνεται η ικανοποίηση του δανειστή. Σημειωτέον,
επίσης, ότι το στοιχείο της βλάβης του δανειστή δεν επηρεάζεται από το ότι στο
πλαίσιο της ίδιας απαίτησης ευθύνονται παράλληλα και άλλα πρόσωπα απέναντι στο
δανειστή. Η ανεπάρκεια της περιουσίας εξετάζεται μεμονωμένα και στο πρόσωπο του
απαλλοτριούντος οφειλέτη.
3. Το ερώτημα που τίθεται είναι: ποιο είναι εκείνο
το χρονικό σημείο, κατά το οποίο θα κριθεί το ανωτέρω στοιχείο του πραγματικού των
ΑΚ 939επ; Πότε δηλαδή θα πρέπει να είναι ανεπαρκής η περιουσία του οφειλέτη,
ώστε να δικαιολογείται η έκδοση απόφασης που θα διαρρηγνύει την καταδολιευτική
απαλλοτρίωση εκ μέρους του οφειλέτη;
4. Κατά την πάγια νομολογία (βλ. ενδεικτικά τις
κατωτέρω αναφερόμενες δικαστικές αποφάσεις) και θεωρία κρίσιμος χρόνος είναι
αυτός της άσκησης (επίδοσης) της αγωγής του δανειστή. Τότε θα πρέπει να
κρίνεται η επάρκεια ή ανεπάρκεια της περιουσίας του οφειλέτη. Έτσι
γίνονται οι εξής διακρίσεις:
- Αν κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης ο οφειλέτης διέθετε
άλλα περιουσιακά στοιχεία επαρκή για την ικανοποίηση του δανειστή, τα απώλεσε,
δε, μέχρι το χρόνο άσκησης της αγωγής, τότε πληρούται το στοιχείο της
ανεπάρκειας της περιουσίας του οφειλέτη ως στοιχείο της νομοτυπικής μορφής του
κανόνα δικαίου των ΑΚ 939επ. Ενδεχομένως, όμως, να μη συντρέχει έτερο
στοιχείο, αυτό του δόλου (βλ. για τη διάκριση κατωτέρω).
- Αν κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης ο οφειλέτης
δε διέθετε άλλα περιουσιακά στοιχεία, απέκτησε, όμως, μέχρι την άσκηση της
αγωγής και, ως εκ τούτου, η περιουσία του κρίνεται επαρκής, θα πρέπει να
απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη η παυλιανή αγωγή.
5. Κατ’ ορθότερη, δε, άποψη κρίσιμο χρονικό
σημείο δεν είναι καν ο χρόνος άσκησης της αγωγής, αλλά ο χρόνος συζήτησης
αυτής (βλ. Ρίζο, ό.π., σελ. 175 με περαιτέρω παραπομπές), αν και
με τη νέα τακτική διαδικασία που εισήχθη με το Ν. 4335/2015 το εν λόγω χρονικό
σημείο μετατοπίζεται στην τελευταία ημέρα κατάθεσης προτάσεων κατ’ άρθρον 237.1
ΚΠολΔ. Σε κάθε, δε, περίπτωση η απόκτηση περιουσιακών στοιχείων μετά την
κατάθεση προτάσεων ικανών για την ικανοποίηση του δανειστή και προς απόρριψη
της αγωγής καταδολίευσης θα μπορούσε να εισφερθεί ως ισχυρισμός δια προσθήκης
το αργότερο 20 ημέρες πριν από την τυπική συζήτηση της σχετικής αγωγής κατ’
άρθρον 237.5 ΚΠολΔ.
6. Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί το εξής:
είναι άλλο το χρονικό σημείο κατά το οποίο κρίνεται η αντικειμενική προϋπόθεση
της ανεπάρκειας της περιουσίας του οφειλέτη και άλλο το χρονικό σημείο, κατά το
οποίο κρίνεται έτερη υποκειμενική προϋπόθεση για τη διάρρηξη μιας
δικαιοπραξίας ως καταδολιευτικής, αυτό της συνδρομής της πρόθεσης (αρκεί και
ενδεχόμενος δόλος) στο πρόσωπο του οφειλέτη προς βλάβη των δανειστών του.
7. Συγκεκριμένα, μεταξύ των λοιπών προϋποθέσεων
για τη διάρρηξη μιας δικαιοπραξίας ως καταδολιευτικής συγκαταλέγεται και το
στοιχείο της πρόθεσης. Απαιτείται, δηλαδή, ο οφειλέτης να γνωρίζει και να
επιδιώκει ή τουλάχιστον να αποδέχεται ότι δια της εν λόγω περιουσιακής
μετακίνησης, πρόκειται να ματαιώσει την ικανοποίηση των δανειστών του. Το εν
λόγω, δε, στοιχείο κρίνεται κατά το χρόνο που συντελέστηκε η επίμαχη
απαλλοτρίωση (βλ. εδώ προγενέστερο άρθρο μας αναφορικά με την προϋπόθεση
της πρόθεσης βλάβης των δανειστών),
διότι τότε ο οφειλέτης κάνει χρήση της εξουσίας διάθεσης του δικαιώματός του σε
βάρος των δανειστών του και τότε, κατά το χρόνο της δράσης του, πρέπει να
κριθεί η υπαιτιότητά του.
8. Επομένως, γίνεται λόγος για δύο διακριτές
προϋποθέσεις (αντικειμενική – υποκειμενική), οι οποίες συμπλέκονται μεν, η
συνδρομή τους, όμως, εξετάζεται σε δύο διακριτά χρονικά σημεία:
- η μεν υποκειμενική (πρόθεση του οφειλέτη προς
βλάβη των δανειστών του δια της απαλλοτρίωσης) κατά το χρονικό σημείο της
περιουσιακής μετακίνησης,
- η, δε, αντικειμενική (ανεπάρκεια της λοιπής
περιουσίας του οφειλέτη προς ικανοποίηση των δανειστών του) κατά το χρόνο
άσκησης εκ μέρους του δανειστή της παυλιανής αγωγής.
9. Ενίοτε, εντούτοις, η νομολογία συμπλέκει ανεπίτρεπτα
τα ανωτέρω δύο χρονικά σημεία. Σημειώνει η υπ’ αριθμ. 1795/2019 απόφαση (αδημ.)
του Πρωτοδικείου Αθηνών: «…Το αποδεικτικό αυτό πόρισμα (ενν. η συνδρομή
δόλου στο πρόσωπο του οφειλέτη) δεν αναιρείται από το γεγονός ότι κατά το
χρόνο της επίδικης μεταβίβασης, ο πρώτος εναγόμενος κατείχε το 52% των μετοχών
της πρωτοφειλέτριας εταιρείας, ποσοστό που αποτιμήθηκε στις 15/12/2010
(σημειωτέον ότι η περιουσιακή μετακίνηση έλαβε χώρα τον 6ο του 2010)
στο ποσό των 1.991.232,00 ευρώ. Και τούτο διότι, κατά το χρόνο άσκησης της
υπό κρίση αγωγής (ενν. το έτος 2015), που είναι ο χρόνος κατά τον οποίο
κρίνεται η αφερεγγυότητα του οφειλέτη και βλάβη των δανειστών υπάρχει μόνον
όταν η περιουσία του οφειλέτη είναι ανεπαρκής κατά το χρόνο αυτό, οι εν λόγο
μετοχές δεν είχαν καμία αξία…». Ομοίως η υπ’ αριθμ. 77/2022 απόφαση του
Εφετείου Πατρών (ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ): «… Από τις διατάξεις των άρθρων 939 επ. ΑΚ
προκύπτει ότι, τη διάρρηξη απαλλοτριωτικής, κατά την έννοια της διάταξης του
άρθρου 939 ΑΚ, δικαιοπραξίας δικαιούται να ζητήσει κάθε δανειστής, του οποίου η
απαίτηση είναι γεννημένη κατά το χρόνο που επιχειρήθηκε η απαλλοτρίωση, έστω κι
αν τελεί υπό προθεσμία ή είναι υπό αίρεση ή ανεκκαθάριστη, εφόσον ο οφειλέτης
αποσκοπούσε στη ματαίωση της ικανοποίησης της απαίτησης αυτής […] προϋποθέσεις
προστασίας του δανειστή είναι: […] β) απαλλοτρίωση με πρόθεση βλάβης των δανειστών, που θεωρείται ότι υπάρχει όταν
ο οφειλέτης γνωρίζει ότι με την απαλλοτρίωση του περιουσιακού του στοιχείου θα
περιέλθει σε τέτοια οικονομική κατάσταση, ώστε η περιουσία που του απομένει να
μην αρκεί για την ικανοποίηση των δανειστών, γ) να υπάρχει βλάβη των
δανειστών, η οποία υφίσταται όταν η υπολειπόμενη περιουσία του οφειλέτη δεν
αρκεί για την ικανοποίηση του ενάγοντος δανειστή, οπότε στην περίπτωση αυτή η
αφερεγγυότητα του οφειλέτη, που αποτελεί στοιχείο της βάσης της αγωγής […]
πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο έγερσης της αγωγής, που είναι ο κρίσιμος χρόνος
για τον προσδιορισμό της βλάβης των δανειστών, η οποία υπάρχει μόνον όταν ο
οφειλέτης είναι κατά τον χρόνο αυτόν αφερέγγυος […] Συνεπώς η ως άνω
υπολειπόμενη ακίνητη περιουσία του πρώτου εναγόμενου δεν είναι ικανή προς
ικανοποίηση και της αξίωσης της ενάγουσας […] Ως εκ τούτου, είναι προφανές ότι,
η άνω περιουσία του πρώτου εναγομένου δεν αρκεί για την ικανοποίηση της
απαίτησης της ενάγουσας σε βάρος του, λόγω της άνω σημαντικής επιβάρυνσής της
με τα προαναφερθέντα βάρη και οφειλές του, που εκμηδενίζουν την αξία της. Σύμφωνα,
λοιπόν, με τα παραπάνω, κατά τον κρίσιμο χρόνο της άσκησης της αγωγής, η
υπολειπόμενη περιουσία του πρώτου εναγομένου, για την εκπλήρωση της παροχής του
προς την ενάγουσα δεν αρκούσε […] Ο πρώτος εναγόμενος ισχυρίζεται επιπλέον ότι,
κατά το χρόνο που προέβη στη μεταβίβαση του επίδικου ακινήτου δεν είχε πρόθεση
βλάβης των συμφερόντων της ενάγουσας […] Ωστόσο, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται
στην ανωτέρω μείζονα σκέψη, η πρόθεση βλάβης των δανειστών θεωρείται ότι
συντρέχει όταν ο οφειλέτης γνωρίζει ότι με την απαλλοτρίωση των περιουσιακών
του στοιχείων θα περιέλθει σε τέτοια οικονομική κατάσταση, ώστε η περιουσία που
του απομένει να μην επαρκεί για την ικανοποίηση των δανειστών. Στην προκειμένη
περίπτωση, η πρόθεση βλάβης, υπό την ανωτέρω έννοια, αποδείχθηκε αφού, όπως
προαναφέρθηκε, η υπολειπόμενη ως άνω περιουσία του πρώτου εναγομένου δεν
επαρκεί για την ικανοποίηση των ένδικων απαιτήσεων […].
10. Και από τις δύο ανωτέρω αποφάσεις προκύπτει
ότι η νομολογία κρίνει ετεροχρονισμένα το υποκειμενικό στοιχείο της πρόθεσης στο
χρόνο που κρίνεται το αντικειμενικό στοιχείο της ανεπάρκειας της περιουσίας. Επηρεαζόμενη
από την ήδη κατά την άσκηση της αγωγής διαμορφωθείσα οικονομική κατάσταση του
οφειλέτη, ανεπαρκή για την ικανοποίηση των δανειστών του, παραλείπει να
ανατρέξει στο χρόνο συντέλεσης της περιουσιακής μετακίνησης και να αναζητήσει
κατά τον κρίσιμο αυτό χρόνο την ενδιάθετη κατάσταση του οφειλέτη. Έτσι
καταλήγει στην παράδοξη κρίση ότι ο οφειλέτης είχε (τότε) την πρόθεση να βλάψει
τους δανειστές του, επειδή (σήμερα) η περιουσία του είναι ανεπαρκής για την ικανοποίηση
των τελευταίων.
11. Ασφαλώς, η ορθή δικαστική κρίση περί της
συνδρομής ή μη δόλου στο πρόσωπο του οφειλέτη θα προϋπέθετε αναδρομή στο χρόνο
της απαλλοτρίωσης και συνεκτίμηση όλων των υποκειμενικών παραστάσεων του
οφειλέτη κατά τον εν λόγω χρόνο· α) η εξασφάλιση του δανειστή με
εμπράγματες εξασφαλίσεις, β) η ύπαρξη έτερων περιουσιακών στοιχείων του
οφειλέτη προς ικανοποίηση των δανειστών, όπως λ.χ. μετοχών (ασχέτως αν αυτές
απώλεσαν την αξία τους κατά τα επόμενα έτη) και γ) η ύπαρξη περισσότερων
συνευθυνόμενων οφειλετών αποτελούν περιστάσεις ικανές να αποκλείσουν το δόλο
του οφειλέτη. Πράγματι, αν ο οφειλέτης κατά το χρόνο συντέλεσης της
απαλλοτρίωσης βλέπει ως δυνατή την ικανοποίηση του δανειστή του λόγω τόσο της
δικής του όσο και των τυχόν άλλων συνοφειλετών οικονομικής τους κατάστασης, δεν
μπορεί παρά να αποκλειστεί η συνδομή πρόθεσης στο πρόσωπό του προς βλάβη των
δανειστών του. Τούτο, ανεξάρτητα από: α) την εκμηδένιση της αξίας της
υπολοιπόμενης περιουσίας του οφειλέτη κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής -που
μπορεί να απέχει ακόμα και πέντε έτη μετά την απαλλοτρίωση- και β) την κατά τα
ανωτέρω θέση της νομολογίας ότι η προϋπόθεση της ανεπάρκειας της περιουσίας εξετάζεται
μεμονωμένα, ήτοι σε αναφορά μόνον προς το πρόσωπο του απαλλοτριούντος οφειλέτη.
Η θέση αυτή της νομολογίας, που αποτυπώνεται και στις δύο ανωτέρω αποφάσεις,
αφορά ακριβώς στην αντικειμενική προϋπόθεση της αφερεγγυότητας και δε
σχετίζεται με το υποκειμενικό στοιχείο του δόλου.
Αντί επιλόγου
Η πρόθεση αφορά στον εσωτερικό κόσμο του οφειλέτη. Ασφαλώς, η συναγωγή συμπεράσματος περί της συνδρομής της ή μη στο πλαίσιο της παυλιανής αγωγής θα στηριχθεί σε αντικειμενικά γεγονότα του εξωτερικού κόσμου σύγχρονα, σε κάθε περίπτωση, της επίμαχης απαλλοτρίωσης. Τέτοιο, όμως, γεγονός δεν μπορεί να αποτελέσει η ανεπάρκεια της περιουσίας του οφειλέτη, διότι ως αυτοτελής προϋπόθεση για τη διάρρηξη μιας απαλλοτρίωσης ως καταδολιευτικής εξετάζεται σε κατά πολύ μεταγενέστερο χρόνο της συντέλεσης της περιουσιακής μετακίνησης εκ μέρους του οφειλέτη.