Legal Insight
Οκτώβριος 2021 - upd Δεκέμβριος 2025
Γιώργος Κεφαλάς, ΜΔΕ mult., MSc.
Περίληψη: Ενόψει της εφαρμογής από 1.1.2026 των αλλαγών που
επέφερε στο δίκαιο της διαταγής πληρωμής ο ν. 5221/2025, καθίσταται πιο
επίκαιρο από ποτέ το ζήτημα της δυνατότητας ακύρωσης αυτής, κατόπιν άσκησης
ανακοπής από τον οφειλέτη. Σύμφωνα με το νέο δίκαιο, η αρμοδιότητα έκδοσης
διαταγής πληρωμής περιέρχεται πλέον στους δικηγόρους, γεγονός που αναμένεται να
επιταχύνει τη διαδικασία έκδοσής της, ενώ, παράλληλα, λόγοι που βάλλουν κατά
του κύρους της διαταγής πληρωμής δεν θα μπορούν πλέον να προβληθούν κατά τη
μεταγενέστερη εκτελεστική διαδικασία. Οι αλλαγές αυτές, με τη σειρά τους,
πρέπει να ενισχύσουν τα αντανακλαστικά των οφειλετών, ώστε να μη χάσουν
δικονομικά τους δικαιώματα.
1. Εισαγωγή
Με τις αλλαγές που επέφερε ο ν. 5221/2025 στο δίκαιο της διαταγής
πληρωμής, ιδίως με τη μεταφορά της αρμοδιότητας έκδοσής της από το δικαστήριο
στους δικηγόρους, προσδοκάται (και αναμένεται) η μείωση του χρόνου έκδοσής
της. Παράλληλα, σημαντικές αλλαγές είναι και οι εξής:
Ακριβώς λόγω της ταχύτητας και του αιφνιδιασμού του
οφειλέτη, ο οποίος δεν έχει εισφέρει την άμυνά του στην όλη διαδικασία, η έκδοση διαταγής πληρωμής εξαρτάται από
πολύ αυστηρές προϋποθέσεις, η βασικότερη εκ των οποίων συνίσταται στο ότι πρέπει
η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό να αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό
έγγραφο, που να έχει αποδεικτική ισχύ κατά τους ορισμούς του νόμου. Συνεπώς,
ο οφειλέτης, αμυνόμενος κατά μιας διαταγής πληρωμής, μπορεί, πέραν των
ουσιαστικών λόγων αμφισβήτησης της απαίτησης του δανειστή του (συνήθως τράπεζας
ή servicer), να
προτείνει και ένα πλήθος τυπικών λόγων που μπορούν να οδηγήσουν στην ακύρωση
της διαταγής πληρωμής. Στο παρόν άρθρο εξετάζουμε σφάλματα που απαντώνται συχνά
σε διαταγές πληρωμής που εκδίδονται από τράπεζες ή εταιρείες διαχείρισης
απαιτήσεων και, εφόσον προβληθούν από τον οφειλέτη, μπορούν να οδηγήσουν σε
ακύρωση αυτών.
2. Λόγοι ακύρωσης διαταγής πληρωμής
§ Μη προσκόμιση πρωτότυπων ή νομίμως επικυρωμένων εγγράφων
(συμβάσεων, καταγγελιών, κινήσεων του λογαριασμού, συμβάσεων μεταβίβασης της
απαίτησης κλπ) προς έκδοση της διαταγής πληρωμής.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 623 του ΚΠολΔ, διαταγή πληρωμής μπορεί
εκδοθεί εφόσον, μεταξύ άλλων προϋποθέσεων, η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό
αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο. Ως έγγραφο νοείται καταρχήν
από τη διάταξη το πρωτότυπο έγγραφο, ήτοι αυτό που φέρει την ιδιόχειρη υπογραφή
(εν προκειμένω) του δανειολήπτη. Σύμφωνα, ωστόσο με τη διάταξη του άρθρου 449
παρ. 2 του ΚΠολΔ: «Φωτογραφίες ή
φωτοτυπίες εγγράφων έχουν αποδεικτική δύναμη ίση με το πρωτότυπο, εφόσον η
ακρίβειά τους βεβαιώνεται από πρόσωπο που είναι κατά το νόμο αρμόδιο να εκδίδει
αντίγραφα». Συνεπώς, η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό πρέπει να
αποδεικνύεται από έγγραφο που προσκομίζεται σε πρωτότυπο ή επικυρωμένο
αντίγραφο. Σε περίπτωση που ο δανειστής προσκομίσει προς έκδοση της
διαταγής πληρωμής κάποιο εκ των εγγράφων (λ.χ. την αρχική σύμβαση δανείου) σε
απλό αντίγραφο, τότε η διαταγή πληρωμής ακυρώνεται κατόπιν ανακοπής λόγω
έλλειψης έγγραφης απόδειξης της απαίτησης.
Σημαντική είναι, εν προκειμένω, και η προσθήκη της παρ. 3 του ά. 449,
όπου καθορίζονται οι όροι της αποδεικτικής δύναμης ακριβούς αντιγράφου από
ακριβή ή ψηφιοποιημένα ηλεκτρονικά αντίγραφα.
§ Ανυπαρξία στη σύμβαση πίστωσης/δανείου δικονομικής συμφωνίας
σχετικά με την αποδεικτική ισχύ των αποσπασμάτων κίνησης του λογαριασμού του
δανείου.
Προς διευκόλυνση της απόδειξης της απαίτησης των τραπεζών, στη
συντριπτική πλειοψηφία των τραπεζικών συμβάσεων υπάρχει όρος σύμφωνα με τον
οποίο η απαίτηση της τράπεζας και το ποσό της αποδεικνύεται βάσει του
αποσπάσματος από τα εμπορικά βιβλία της τράπεζας που αποτυπώνει την κίνηση του λογαριασμού
δανείου. Ο όρος αυτός έχει συνήθως το ακόλουθο περιεχόμενο: «Απόσπασμα που θα έχει εξαχθεί από τα βιβλία
της Τράπεζας ή αντίγραφο αυτών και θα εμφανίζει τον ή τους παραπάνω
λογαριασμούς και το υπόλοιπο που θα οφείλεται συμφωνείται ότι θα αποτελεί πλήρη
απόδειξη της απαίτησης της Τράπεζας κατά του Οφειλέτη, επιτρεπομένης όμως της
ανταπόδειξης». Σε περίπτωση, ωστόσο, που ο εν λόγω όρος δεν έχει
περιληφθεί στη σύμβαση δανείου, και η τράπεζα προς έκδοση της διαταγής πληρωμής
προσκομίσει απόσπασμα των εμπορικών της βιβλίων με την κίνηση του λογαριασμού,
η διαταγή πληρωμής μπορεί να ακυρωθεί κατόπιν ανακοπής, λόγω έλλειψης έγγραφης
απόδειξης.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της ΠΠρΑθ 1869/2023, η οποία
έκρινε ότι: «Ωστόσο, αν και στην αίτηση για την έκδοση της ανακοπτόμενης
διαταγής πληρωμής αναφέρεται το περιεχόμενο των ως άνω, […] δεν αναφέρεται ότι
συμφωνήθηκε το οφειλόμενο ποσό να αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών
βιβλίων της τράπεζας. Περαιτέρω, από το κείμενο της σύμβασης αποδεικνύεται ότι
δεν περιελήφθη σε αυτήν η δικονομικού χαρακτήρα συμφωνία μεταξύ των
συμβληθέντων μερών που θα ανήγαγε τα αποσπάσματα των μηχανογραφικώς τηρούμενων
βιβλίων της τράπεζας, στα οποία αποτυπώνεται η κίνηση του λογαριασμού, σε
αποδεικτικό μέσο υπέρ της εκδότριάς τους και, συνεπώς, τα προσκομισθέντα και
ληφθέντα υπόψη για την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής αποσπάσματα
στερούνται ως ιδιωτικά έγγραφα αποδεικτικής δύναμης έναντι τρίτων, με
αποτέλεσμα να μην πληρούται η αρχή της έγγραφης απόδειξης της απαίτησης για την
έκδοση διαταγής πληρωμής».
§ Προσκόμιση προς απόδειξη της απαίτησης της τράπεζας μηνιαίων
δελτίων ενημέρωσης υπολοίπου αντί αποσπάσματος από τα εμπορικά βιβλία της
τράπεζας.
Σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν αμέσως ανωτέρω, το απόσπασμα από τα εμπορικά
βιβλία της τράπεζας μπορεί να συμφωνηθεί ότι παρέχει πλήρη απόδειξη για την ύπαρξη
και το ποσό της απαίτησης. Πολλές φορές, ωστόσο, οι τράπεζες/servicers προσκομίζουν, αντί για το απόσπασμα
των εμπορικών βιβλίων, τις μηνιαίες επιστολές που αποστέλλονται στον οφειλέτη
προς ενημέρωση του υπολοίπου του δανείου του. Στις περιπτώσεις αυτές, η διαταγή
πληρωμής μπορεί να ακυρωθεί κατόπιν άσκησης ανακοπής.
Έτσι, η υπ’ αριθμ. 1052/2019 απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών έχει
κρίνει σχετικά ότι: « […] οι
προσκομισθέντες μηνιαίοι λογαριασμοί δεν συνιστούν αποσπάσματα εξαχθέντα από
εμπορικά βιβλία, προκύπτει εν προκειμένω ότι η επιδικασθείσα με την […] Διαταγή
Πληρωμής απαίτηση της καθ’ ης που πηγάζει από το καταγγελθέν τοκοχρεωλυτικό
δάνειο δεν αποδεικνύεται από δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα με εκ του νόμου ή εκ
της συμβάσεως αποδεικτική δύναμη. Ελλειπούσης επομένως της διαδικαστικής
προϋπόθεσης της εγγράφου αποδείξεως, η Διαταγή Πληρωμής είναι ακυρωτέα».
§ Μη προσκόμιση πλήρους αποσπάσματος των εμπορικών βιβλίων της
τράπεζας.
Πολύ συχνά, παρά το γεγονός ότι υπάρχει η ως άνω δικονομική συμφωνία και οι
τράπεζες προσκομίζουν πράγματι απόσπασμα από τα εμπορικά τους βιβλία, το
απόσπασμα αυτό δεν αποτυπώνει την κίνηση του λογαριασμού του δανείου από την
εκταμίευσή του μέχρι την καταγγελία του. Ωστόσο, βάσει της νομολογίας των
δικαστηρίων από το απόσπασμα πρέπει να προκύπτουν όλες οι χρεοπιστώσεις που
έχουν λάβει χώρα στο πλαίσιο του δανείου, διαφορετικά η διαταγή πληρωμής είναι
ακυρωτέα.
Έτσι, η ως άνω ΠΠρΑθ 1869/2023 δέχθηκε σχετικά ότι: «[…] από το
εν λόγω απόσπασμα προκύπτει ότι σ’ αυτό δεν παρατίθεται η κίνηση του τηρηθέντος
προς εξυπηρέτηση του ένδικου δανείου λογαριασμού, για όλο το χρονικό διάστημα
από την υπογραφή της σύμβασης δανείου […] μέχρι το κλείσιμό της, αλλά μόνο οι
κινήσεις από 22.06.2013 μέχρι και 17.03.2017. […] Επομένως, υπήρχε λογαριασμός
που τηρείτο από τη δανείστρια τράπεζα, η κίνηση του οποίου ουδόλως
προσκομίστηκε, με συνέπεια να μην πληρούται η διαδικαστική προϋπόθεση της
έγγραφης απόδειξης για την έκδοση διαταγής πληρωμής […]».
§ Μη απόδειξη της μεταβίβασης της απαίτησης από την τράπεζα
στην εταιρεία ειδικού σκοπού ή της ανάθεσης της διαχείρισης σε εταιρεία
διαχείρισης απαιτήσεων (σε περίπτωση που την έκδοση της διαταγής πληρωμής
ζήτησε η εταιρεία διαχείρισης).
Πολύ συχνά την αίτηση προς έκδοση διαταγής πληρωμής δεν υποβάλλει η
τράπεζα, αλλά εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων, κατόπιν μεταβίβασης της
απαίτησης από την τράπεζα σε εταιρεία ειδικού σκοπού ή εταιρεία απόκτησης
απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις. Στις περιπτώσεις αυτές, η εταιρεία
διαχείρισης, προκειμένου να αποδείξει ότι έχει συντελεστεί η μεταβίβαση της
απαίτησης προσκομίζει την περίληψη της σύμβασης μεταβίβασης, όπως αυτή
καταχωρίζεται στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών. Πρόκειται για
μία σύντομη περίληψη 3-4 σελίδων, όπου αποτυπώνονται ελάχιστοι από τους όρους
της μεταβίβασης.
Η νομολογία των δικαστηρίων μας έχει μεμονωμένα δεχθεί ότι, στις περιπτώσεις
αυτές, ακυρώνεται η διαταγή πληρωμής, εφόσον δεν προκύπτουν σημαντικοί όροι της
σύμβασης μεταβίβασης των απαιτήσεων, όπως λ.χ. το τίμημα της μεταβίβασης.
Όπως έκρινε και η πρόσφατη ΜΠρΗρακλείου
825/2025: «Ειδικότερα, στην ως άνω περίληψη δεν υπάρχει η αναγραφή του
τιμήματος αγοράς των απαιτήσεων, αλλά γίνεται μόνο παραπομπή γι’ αυτό στο
κείμενο της σύμβασης και συγκεκριμένα στον όρο 8 της από 25.05.2021 σύμβασης
μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων. Σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη μείζονα
σκέψη της παρούσας, η καταχώρηση της περίληψης πρέπει να είναι σύννομη, αφού
έχει αναχθεί σύμφωνα με την παρ. 9 του άρθρου 10 του ν. 3156/2003 σε όρο του
ενεργού της σύμβασης, αφού από αυτήν επέρχεται η μεταβίβαση των τιτλοποιούμενων
απαιτήσεων και σύμφωνα με την παρ. 10 του ίδιου άρθρου λογίζεται και ως
αναγγελία για τον οφειλέτη. Συνεπώς, εάν αυτή δεν λάβει χώρα ή δεν είναι
σύννομη, η σύμβαση είναι ατελής και δεν επιφέρει το μεταβιβαστικό της
αποτέλεσμα, όπως εν προκειμένω συμβαίνει όταν δεν αναγράφεται το ποσό του
τιμήματος της πώλησης των απαιτήσεων, το οποίο με την υπ’ αρ. ΥΑ 20783/2020
(ΦΕΚ Β’/09.11.2020) θεωρείται ουσιώδες στοιχείο της σύμβασης. Συνεπώς, αφού η
εν λόγω καταχώριση για την επίδικη απαίτηση δεν έγινε σύννομα, διότι στην ως
άνω περίληψη δεν υπάρχει αναγραφή του τιμήματος αγοράς των απαιτήσεων, αλλά
γίνεται μόνο παραπομπή γι’ αυτό στη σύμβαση, το κείμενο της οποίας με τους
σχετικούς όρους αυτής δεν προσκομίζεται, η μεταβίβαση της απαίτησης είναι
ατελής και δεν έχει επιφέρει το μεταβιβαστικό της αποτέλεσμα ως προς τους
ανακόπτοντες, για τους οποίους επέχει θέση αναγγελίας».
Περαιτέρω, ως λόγος ακύρωσης της διαταγής
πληρωμής, σχετιζόμενος με τη σύμβαση ανάθεσης της διαχείρισης, προβάλλεται ότι στην
προσκομιζόμενη περίληψη της σύμβασης διαχείρισης δεν αναφέρονται ουσιώδη κατά
τον νόμο στοιχεία αυτής, όπως λ.χ. το στάδιο μη εξυπηρέτησης της απαίτησης (βλ.
λ.χ. ΠΠρΑθ 769/2024) ή ότι από την προσκομιζόμενη περίληψη της σύμβασης
ανάθεσης της διαχείρισης δεν προκύπτει ότι η επίμαχη απαίτηση για την οποία
εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής περιλαμβάνεται σε εκείνες των οποίων ανατέθηκε η
διαχείριση στον συγκεκριμένο servicer
(λ.χ.
ΜΕφΑθ 25/2023).
§ Μη προσκόμιση από την τράπεζα/servicer του συνόλου των συμβάσεων μεταβίβασης
ή ανάθεσης της διαχείρισης.
Σε πολλές περιπτώσεις, την αρχική σύμβαση
μεταβίβασης της απαίτησης από την τράπεζα στο fund ή την αρχική σύμβαση ανάθεσης της διαχείρισης αυτής σε servicer, ακολουθούν περαιτέρω
τροποποιητικές/συμπληρωματικές πράξεις. Κατά τη νομολογία, απαιτείται να
προσκομίζεται το σύνολο των εν λόγω πράξεων, ώστε να προκύπτει ότι ο αιτών την
έκδοση της διαταγής πληρωμής είναι πράγματι το νομιμοποιούμενο να αιτηθεί την έκδοσή
της πρόσωπο.
Η προσφάτως εκδοθείσα ΠΠρΒοιωτίας 27/2025 δέχθηκε σχετικώς τα ακόλουθα: «[…]
προκύπτει ότι, δεν προσκομίστηκαν κατά την έκδοση της διαταγής πληρωμής, ούτε
άλλωστε προσκομίζονται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οι υπ’ αριθμ. πρωτ. […]
συμβάσεις τροποποίησης/ συμπλήρωσης της από .. και η με αριθ. πρωτ. … σύμβασης
πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων και του παραρτήματος αυτής. Ενώ, επιπλέον
δεν προσκομίστηκε τουλάχιστον ούτε το παράρτημα εκ της υπ’ αριθμ. πρωτ. …
δημοσίευσης στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών (τόμος…), περίληψης της από … σύμβασης
συμπλήρωσης της σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων από την «…» προς
την εταιρεία ειδικού σκοπού (Servicer) από το οποίο να προκύπτει ότι η
τελευταία εξακολουθούσε να είναι ειδική διάδοχος και δικαιούχος της επίδικης
απαίτησης κατά το χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής. Μη
καθιστάμενου δε γνωστού στους ανακόπτοντες του περιεχομένου των εν λόγω εντύπων
τροποποίησης, τα οποία, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου,
περιλαμβάνονται στα νομιμοποιητικά έγγραφα της δικαιούχου της απαίτησης, που
δέον είναι να προσκομίζονται κατά την έκδοση της διαταγής πληρωμής, προς
απόδειξη της διαδοχής και συνακόλουθα, της ενεργητικής νομιμοποίησης, δεν
αποδεικνύεται πλήρως και προσηκόντως ότι η αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού με
την επωνυμία […] τυγχάνει δικαιούχος της επίδικης απαίτησης και συνακόλουθα,
τίθεται εν αμφιβόλω η ενεργητική νομιμοποίηση της καθ’ ης, καθώς από ουδέν
έτερο έγγραφο προκύπτει ότι οι εν λόγω τροποποιήσεις της σύμβασης πώλησης και
μεταβίβασης δεν αφορούσαν στην επίδικη απαίτηση και ότι αυτή ουδέποτε βάσει των
εν λόγω τροποποιήσεων κατέστη αντικείμενο επανεκχώρησης».
§ Μη υπογραφή της καταγγελίας από πρόσωπο που εκπροσωπεί την
τράπεζα/εταιρεία διαχείρισης.
Προϋπόθεση για την έκδοση διαταγής πληρωμής από αλληλόχρεο λογαριασμό
(αλλά και από τοκοχρεολυτικό δάνειο στις περιπτώσεις που η έκδοση της διαταγής
πληρωμής λαμβάνει χώρα πριν τη λήξη της συμβατικής διάρκειας του δανείου) είναι
η καταγγελία της σύμβασης και η προσκόμιση του εγγράφου της ενώπιον του δικαστή
που θα εκδώσει τη διαταγή. Η καταγγελία, ως πράξη του νομικού προσώπου της
τράπεζας ή της εταιρείας διαχείρισης, πρέπει καταρχήν να προέρχεται από τα
πρόσωπα που νομίμως εκπροσωπούν το εν λόγω νομικό πρόσωπο, ήτοι, καταρχήν, από
το Διοικητικό Συμβούλιο αυτού ή από πρόσωπο που έχει εξουσιοδοτηθεί σχετικά.
Στις περισσότερες περιπτώσεις, ωστόσο, η καταγγελία δεν προέρχεται από το
Διοικητικό Συμβούλιο, αλλά από απλούς υπαλλήλους της τράπεζας ή της εταιρείας
διαχείρισης ή από δικηγόρο, χωρίς, ωστόσο, να προσκομίζεται σχετική
εξουσιοδότηση, δυνάμει της οποίας χορηγήθηκε στον υπάλληλο η αντίστοιχη
εξουσία.
Η πρόσφατη ΠΠρΑθ 518/2024 έκρινε ότι: «Επιπλέον, κατά την
έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής η Δικαστής του Μονομελούς
Πρωτοδικείου Αθηνών δεν αναφέρει τον τρόπο, με τον οποίο νομιμοποιήθηκαν οι ως
άνω υπάλληλοι για την καταγγελία της επίδικης δανειακής σύμβασης, ούτε αν η
Δικηγόρος Ν. Κ., η οποία πράγματι περιλαμβάνεται στο ως άνω συμβολαιογραφικό
πληρεξούσιο, παρείχε σχετική εντολή και εξουσιοδότηση προς τους ανωτέρω
υπαλλήλους να προβούν στην εν λόγω καταγγελία και στην επίδοσή της στους
ανακόπτοντες. Επομένως, η ανωτέρω καταγγελία της επίδικης δανειακής σύμβασης
ήταν άκυρη και δεν παρήχθησαν αποτελέσματα από αυτή, ήτοι δεν ενεργοποιήθηκε ο
σχετικός συμβατικός όρος που παρείχε στην καθ’ ης το δικαίωμα να αξιώσει την
άμεση πληρωμή από τους ανακόπτοντες ολόκληρου του οφειλόμενου κεφαλαίου και των
τόκων και δεν κατέστη το σύνολο του ανεξόφλητου δανείου ληξιπρόθεσμο και
απαιτητό (βλ. ΕφΑθ (Μον) 577/2022, ΕφΑθ 2875/2022, ΠΠρΑθ 1990/2020 ΝΟΜΟΣ)».
§ Εσφαλμένη επίδοση της διαταγής πληρωμής και αυτοδίκαιη
απώλεια της ισχύος της μετά την πάροδο 2 μηνών από την έκδοσή της.
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 630Α του Κώδικα Πολιτικής
Δικονομίας: «Η διαταγή πληρωμής
επιδίδεται σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται μέσα σε προθεσμία δύο (2) μηνών
από την έκδοσή της. Αν η επίδοση δεν γίνει μέσα στην προθεσμία του προηγούμενου
εδαφίου, η διαταγή πληρωμής παύει αυτοδικαίως να ισχύει». Βάσει του ως άνω
άρθρου, εντός δύο μηνών από την έκδοσή της, η διαταγή πληρωμής πρέπει να
επιδοθεί – και μάλιστα εγκύρως – στο πρόσωπο κατά του οποίου απευθύνεται. Σε
περίπτωση, λοιπόν, που για οποιονδήποτε λόγο, είτε δεν λάβει χώρα η επίδοση
εντός του διμήνου, είτε λάβει μεν χώρα επίδοση, αλλά αυτή δεν είναι έγκυρη,
π.χ. επειδή η διαταγή πληρωμής επιδόθηκε σε τοποθεσία που αποδείχθηκε ότι δεν
αποτελούσε την κατοικία του οφειλέτη, τότε το δικαστήριο, κατόπιν άσκησης
ανακοπής, αναγνωρίζει το ανίσχυρο της διαταγής πληρωμής.
Ενδεικτικά αναφέρουμε την ΜΠρΚαβ 311/2025, η οποία έκρινε τα εξής:
«Κατόπιν τούτων η επίδοση της με αριθμό
…/2024 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καβάλας προς
τους ανακόπτοντες στις 25.6.2024 έγινε σε διεύθυνση που δεν αποτελούσε την
πραγματική κατοικία τους και ισοδυναμεί, κατά τα εκτιθέμενα στην προηγηθείσα
νομική σκέψη, με παντελή έλλειψη επίδοσης, ενώ, δεν έλαβε χώρα άλλη έγκυρη
επίδοση της ως άνω διαταγής πληρωμής εντός διμήνου από την έκδοση της με
αποτέλεσμα αυτή να έχει αποβάλει την ισχύ της ως εκτελεστός τίτλος και να
συμπαρασύρει σε ακυρότητα και τη βάσει αυτής επισπευδόμενη αναγκαστική
εκτέλεση».
§ Ακυρότητα διαταγής πληρωμής λόγω άκυρης καταγγελίας της
σύμβασης πίστωσης λόγω καταχρηστικής συμπεριφοράς της Τράπεζας.
Οι τράπεζες, ως χρηματοδοτικοί οργανισμοί που διαδραματίζουν σημαντικό
ρόλο στην εθνική οικονομία, έχουν και αυξημένα καθήκοντα επιμέλειας έναντι των
δανειοληπτών. Ιδίως μετά τη θέσπιση του Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών (ΚΔΤ),
έχει συγκροτηθεί ένα ολοκληρωμένο πλέγμα κανόνων που καθορίζει, κατά στάδια, τη
συμπεριφορά που πρέπει να ακολουθούν τα πιστωτικά ιδρύματα, σε περίπτωση που
εκδηλώνεται δυσκολία του δανειολήπτη να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του. Στις
περιπτώσεις, λοιπόν, αυτές, οι τράπεζες ή οι εταιρείες διαχείρισης, πρέπει να
επιδεικνύουν μία υπεύθυνη στάση και, τηρώντας τον ΚΔΤ, να διαπραγματεύονται
καλόπιστα με τον δανειολήπτη, προς εξεύρεση μίας λύσης ρύθμισης της οφειλής
του, και όχι να προβαίνουν απευθείας σε καταγγελία της σύμβασης πίστωσης, ιδίως
εάν και ο δανειολήπτης δείχνει έμπρακτα τη διάθεσή του να διαπραγματευτεί τον
τρόπο εξυπηρέτησης της οφειλής. Υποχρεούνται δε κατά τον ΚΔΤ, κατόπιν
αξιολόγησης των οικονομικών στοιχείων του δανειολήπτη, να υποβάλλουν πρόταση
ρύθμισης της οφειλής του, η οποία δεν πρέπει να είναι προσχηματική, και επί της
οποίας ο δανειολήπτης έχει ρητώς δικαίωμα να υποβάλλει δική του αντιπρόταση.
Στην περίπτωση δε που, αγνοώντας τις επιταγές του ΚΔΤ, προχωρούν απευθείας στην
καταγγελία της σύμβασης και στη λήψη δικαστικών μέτρων, η εν λόγω καταγγελία
μπορεί να κριθεί ως καταχρηστική, συμπαρασύροντας σε ακυρότητα και την τυχόν
εκδιδόμενη κατόπιν διαταγή πληρωμής.
§ Ακυρότητα της διαταγής πληρωμής λόγω καταχρηστικής υποβολής
της αίτησης για έκδοσή της.
Σε αντιστοιχία με όσα αναφέρθηκαν αμέσως ανωτέρω, η υποβολή αίτησης προς
έκδοση διαταγής πληρωμής, ενόσω διαρκούν οι διαπραγματεύσεις με τον δανειολήπτη
μπορεί να κριθεί καταχρηστική και να οδηγήσει σε ακυρότητα της διαταγής
πληρωμής. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση που έκρινε η υπ’ αριθμ. 5095/2019
απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών: «Και
ενώ καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από το μήνα Μάιο του έτους 2018 είχε ξεκινήσει
μια διαδικασία εξεύρεσης λύσης και διευθέτησης εκ νέου της οφειλής, το αρμόδιο
τμήμα της καθ’ ης κατέθεσε στις 9-7-2018 στο Πρωτοδικείο Αθηνών την από
5-7-2018 αίτηση της κατά των νυν αιτούντων προς έκδοση διαταγής πληρωμής για το
ποσό των 485.912,89 ευρώ από το κλείσιμο της ανωτέρω σύμβασης πιστώσεως.
Δηλαδή, ενώ η καθ’ ης βρισκόταν ήδη από
πιο πριν σε διαδικασία για την εξεύρεση λύσης προς διευθέτηση της οφειλής και
γνώριζε ότι οι αιτούντες είχαν αναθέσει σχετική εντολή σε οικονομικό σύμβουλο
για να τους εκπροσωπεί κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο στην όλη διαδικασία, που
διεξαγόταν για να αποφευχθεί η δικαστική οδός, κατέθεσε συγχρόνως την ανωτέρω
αίτηση προς έκδοση διαταγής πληρωμής, που συνιστά επιθετική πράξη και κίνηση
δικαστικής διαδικασίας σε βάρος αυτού με τον οποίο βρίσκεται σε διαπραγμάτευση
και εν προκειμένω τους αιτούντες, ενώ, περαιτέρω, δύο μέρες μετά την
κατάθεση της εν λόγω αιτήσεως και δη στις 11-7-2018 συνέχιζε το αρμόδιο τμήμα
της καθ’ ης να αποστέλλει μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και να ζητάει
στοιχεία καθ’ όλο το χρονικό διάστημα μέχρι την έκδοση της υπ’ αριθμ. […]
Διαταγής Πληρωμής».
Στο ίδιο πλαίσιο, ένδειξη περί της καταχρηστικότητας μπορεί
να αποτελέσει και η εκκρεμής διαδικασία του εξωδικαστικού μηχανισμού κατά τον
χρόνο υποβολής της αίτησης προς έκδοση διαταγής πληρωμής, ιδίως όταν η
καθυστέρηση ολοκλήρωσης της διαδικασίας οφείλεται σε κωλυσιεργία της τράπεζας ή
του servicer. Ως προς το ζήτημα αυτό είναι ήδη πλούσια η νομολογία των
δικαστηρίων μας στο πεδίο της αναγκαστικής εκτέλεσης (βλ. λ.χ. ΜΠρΘεσ
45166/2025, 10589/2024).
§ Ακυρότητα διαταγής πληρωμής ως προς τον εγγυητή λόγω
απαλλαγής του από την εγγύηση κατόπιν ανανέωσης της σύμβασης δανείου.
Σε πολλές περιπτώσεις μετά την αρχική σύμβαση πίστωσης/δανείου
καταρτίζονται πρόσθετες πράξεις αυτής, με τις οποίες επέρχεται μία πολύ
ουσιώδης αλλαγή στους όρους της σύμβασης, όπως λ.χ. όταν μεταβάλλεται το
νόμισμα της πίστωσης ή όταν αλλάζει ο τρόπος εξυπηρέτησής της από αλληλόχρεο
λογαριασμό σε τοκοχρεολυτικό δάνειο. Στις περιπτώσεις αυτές γίνεται δεκτό από
τη νομολογία ότι επέρχεται μία τόσο σημαντική αλλοίωση στον ενοχικό δεσμό
μεταξύ οφειλέτη και τράπεζας, ώστε πρόκειται στην ουσία για μία νέα σύμβαση.
Πρόκειται για περίπτωση ανανέωσης της ενοχής κατά τη διάταξη του άρθρου 436 του
Αστικού Κώδικα, οπότε επέρχεται απόσβεση της παλαιάς ενοχής και δημιουργία μίας
νέας ενοχής, ενώ παράλληλα η ανανέωση έχει ως συνέπεια και την απόσβεση τυχόν
ασφαλειών που έχουν χορηγηθεί στο πλαίσιο της αρχικής οφειλής (π.χ. εγγύηση,
προσημείωση υποθήκης κλπ). Εάν, λοιπόν, ο εγγυητής δεν υπογράψει την εν λόγω
πρόσθετη πράξη, δεν φέρει πλέον ευθύνη, αφού η ευθύνη του από την αρχική
σύμβαση έχει πλέον αποσβεσθεί.
Χαρακτηριστική είναι ΕφΑθ 1008/2016 (αφορούσε σε αλλαγή του νομίσματος
του δανείου κατόπιν υπογραφής πρόσθετης πράξης), η οποία έκρινε: «Η δυνατότητα χορήγησης της πίστωσης και σε
συνάλλαγμα προβλέφθηκε για πρώτη φορά με την από 15.3.2001 πρόσθετη πράξη
τροποποίησης των όρων πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό που
καταρτίστηκε μεταξύ της καθ’ ης, της πρωτοφειλέτιδος εταιρείας και του ετέρου
των συνεγγυητών, και η οποία (πρόσθετη πράξη), δεν φέρει την υπογραφή της
ανακόπτουσας και δεν καλύπτεται από τη δοθείσα εγγύηση της ανακόπτουσας. […] Πρέπει να επισημανθεί ότι η σύμβαση, με την
οποία δόθηκε η δυνατότητα να λειτουργήσει η σύμβαση και σε ξένο νόμισμα δεν
μπορεί να θεωρηθεί πρόσθετη σύμβαση, με την οποία απλώς αυξάνεται το ποσό της
πιστώσεως, διότι εν προκειμένω δεν αυξάνεται το ποσό της σύμβασης, αλλά
επέρχεται άλλου είδους μεταβολή, […], η οποία μάλιστα είναι ουσιώδης, δεδομένου
ότι η ισοτιμία των ξένων νομισμάτων δεν είναι σταθερή και είναι δυνατόν να
επηρεαστεί από παράγοντες που είναι αστάθμητοι και δεν είναι εκ των προτέρων
γνωστοί».
§ Ακυρότητα της διαταγής πληρωμής λόγω άκυρης μεταβίβασης
απαίτησης από αλληλόχρεο λογαριασμό πριν από την καταγγελία της σύμβασης και το
κλείσιμο του λογαριασμού.
Όπως έχουμε αναλυτικά αναφέρει σε προηγούμενο άρθρο μας, είναι άκυρη η μεταβίβαση απαιτήσεων που έχουν ενταχθεί σε αλληλόχρεο λογαριασμό, εφόσον λαμβάνει χώρα πριν από την καταγγελία της σύμβασης πίστωσης και το κλείσιμο του λογαριασμού (βλ. εδώ). Στις περιπτώσεις αυτές, η εταιρεία διαχείρισης στην οποία θα ανατίθεται η διαχείριση της απαίτησης δεν έχει δικαίωμα, λόγω της ακυρότητας της σύμβασης μεταβίβασης και, συνακόλουθα, και της σύμβασης ανάθεσης της διαχείρισης, να υποβάλει αίτηση προς έκδοση διαταγής πληρωμής.
3. Αντί επιλόγου
Όπως αναφέραμε και εισαγωγική, οι αλλαγές που
επήλθαν στο δίκαιο της διαταγής πληρωμής με τον ν. 5221/2025 και επίκειται η
έναρξη ισχύος τους από την 1η.1.2026, προϋποθέτουν ταχύτερα
αντανακλαστικά από τον οφειλέτη. Ιδίως, η απαγόρευση πλέον προβολής των λόγων
που βάλλουν κατά της διαταγής πληρωμής στην επιγενόμενη διαδικασία της
εκτέλεσης, καθιστά το στάδιο της δίκης προς ακύρωση της διαταγής πληρωμής ακόμη
πιο σημαντικό συγκριτικά με το παρελθόν. Συνεπώς, ο οφειλέτης πρέπει να
αντιδράσει άμεσα, ασκώντας τα κατάλληλα ένδικα βοηθήματα, προκειμένου να
αποτρέψει μία εκτελεστική διαδικασία σε βάρος της περιουσίας του.