1. Λυκαβηττού 2, Κολωνάκι
2. Ακαδημίας 28, Κολωνάκι
210 36 41 214 - 210 36 46 874
   EN

main image

Συμφωνητικό Ρύθμισης Οφειλών με Πιστωτικό Ίδρυμα - Αίτηση Αναστολής κατά Πλειστηριασμού και Αίτηση Ανατροπής Κατάσχεσης

Συμφωνητικό Ρύθμισης Οφειλών με Πιστωτικό Ίδρυμα

Κρίσιμα σημεία:

Η υπόθεση αφορούσε σε αντιδικία μεταξύ εταιρείας που διατηρεί ξενοδοχειακό συγκρότημα σε νησί του Αιγαίου και πιστωτικού ιδρύματος. Μετά την καταγγελία των συμβάσεων δανείου και πίστωσης από το πιστωτικό ίδρυμα, ακολούθησε η έκδοση διαταγών πληρωμής και η επιβολή κατάσχεσης στο ακίνητο όπου στεγάζονταν οι ξενοδοχειακές εγκαταστάσεις, ενώ παράλληλα είχαν ασκηθεί και αγωγές διάρρηξης των μεταβιβάσεων ορισμένων ακινήτων στις οποίες φέρεται να είχε προβεί ένας εκ των εγγυητών.

Η ορθή υποστήριξη της υπόθεσης είχε ως αποτέλεσμα σε πρώτο επίπεδο την ακύρωση της κατάσχεσης που είχε επιβληθεί στο ακίνητο του ξενοδοχείου και την αναστολή εκδίκασης των αγωγών διάρρηξης που είχαν ασκηθεί από την τράπεζα, μέχρι την έκδοση τελεσίδικων αποφάσεων επί των ανακοπών κατά των διαταγών πληρωμής. Εξαιτίας της σημαντικής χρονικής καθυστέρησης στην είσπραξη των φερόμενων απαιτήσεών της, η τράπεζα τελικώς προτίμησε να έρθει σε συμφωνία ρύθμισης με την οφειλέτρια εταιρεία.  

Η ακύρωση της κατάσχεσης που είχε επιβάλει το πιστωτικό ίδρυμα και η αναστολή εκδίκασης των αγωγών διάρρηξης μέχρι την έκδοση τελεσίδικων αποφάσεων επί των ανακοπών που είχαν ασκηθεί κατά των διαταγών πληρωμής, σε συνδυασμό με την αναγκαία καθυστέρηση στην είσπραξη των απαιτήσεων του, λόγω της δικαστικής διαμάχης, υποχρέωσαν το πιστωτικό ίδρυμα να δεχθεί μία ευνοϊκή για την πιστολήπτρια εταιρεία ρύθμιση.

Ιστορικό

Εταιρεία που δραστηριοποιείται στον χώρο του τουρισμού, διατηρώντας ξενοδοχειακό συγκρότημα σε νησί του βορειοανατολικού Αιγαίου, είχε συνάψει το 2007 σύμβαση πίστωσης με ανοιχτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό με πιστωτικό ίδρυμα στην Ελλάδα μέχρι του ποσού των 1.100.000 ευρώ, όριο το οποίο στη συνέχεια αυξήθηκε στο ποσό των 2.000.000 ευρώ. Παράλληλα, δύο χρόνια αργότερα, η εταιρεία προχώρησε στην έκδοση ομολογιακού δανείου για το ποσό των 1.700.000 ευρώ, το οποίο καλύφθηκε εξ ολοκλήρου από το ίδιο πιστωτικό ίδρυμα. Το ποσό της πίστωσης και του δανείου αξιοποιήθηκαν για την αναβάθμιση των χώρων του ξενοδοχειακού συγκροτήματος. Ωστόσο, εξαιτίας της οικονομικής κρίσης που εκδηλώθηκε μετά το έτος 2009 στην χώρα μας, και τις επιπτώσεις που επέφερε σε πολλούς τομείς της οικονομικής δραστηριότητας, μεταξύ των οποίων και ο τουρισμός, η εταιρεία αδυνατούσε να εκπληρώνει προσηκόντως τις υποχρεώσεις της από τις συμβάσεις πίστωσης και ομολογιακού δανείου. Έτσι, η τράπεζα, αφού σε πρώτη φάση προχώρησε στον περιορισμό του ορίου του αλληλόχρεου λογαριασμού στο ποσό των 500.000 ευρώ, στη συνέχεια κατήγγειλε τόσο τη σύμβαση πίστωσης όσο και τη σύμβαση ομολογιακού δανείου στα τέλη του έτους 2012 και, κατόπιν, υπέβαλε αιτήσεις για την έκδοση διαταγών πληρωμής ενώπιον του Πρωτοδικείου της Αθήνας. Εκδόθηκαν σε βάρος της εταιρείας και των εγγυητών δύο διαταγές πληρωμής, η μία δυνάμει της σύμβασης πίστωσης και η άλλη δυνάμει της σύμβασης ομολογιακού δανείου. Παράλληλα, η τράπεζα άσκησε τρεις αγωγές διάρρηξης σε βάρος εγγυητή των ως άνω συμβάσεων, με τις οποίες ζητούσε τη διάρρηξη των εκεί αναφερόμενων μεταβιβάσεων που είχαν λάβει χώρα το έτος 2009. Στη συνέχεια, το έτος 2014, η εταιρεία προχώρησε, δυνάμει της μίας από τις ως άνω διαταγές πληρωμής, στην επιβολή αναγκαστικής κατάσχεσης στα ακίνητα όπου στεγαζόταν το ξενοδοχειακό συγκρότημα. 

Κατά της τράπεζας και προς ακύρωση των διαταγών πληρωμής και της κατασχετήριας έκθεσης ασκήθηκαν από την εταιρεία ανακοπές, ενώ για την αναστολή του πλειστηριασμού των ακινήτων όπου στεγαζόταν το ξενοδοχείο, ασκήθηκε και αίτηση αναστολής κατά της εκτέλεσης βάσει του ήδη καταργηθέντος άρθρου 938 του ΚΠολΔ. Η αίτηση αναστολής συζητήθηκε και πράγματι έγινε δεκτή, επειδή στην κατασχετήρια έκθεση αναγραφόταν εσφαλμένως ο αριθμός του απογράφου, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτό να διαπιστωθεί βάσει ποιας από τις δύο διαταγές πληρωμής η τράπεζα είχε επιβάλει την κατάσχεση. Η απόφαση που εκδόθηκε ανέστειλε τη διαδικασία της εκτέλεσης μέχρι την έκδοση απόφασης επί της ανακοπής που είχε ασκηθεί κατά της κατασχετήριας έκθεσης. Τέλος, η εταιρεία είχε ασκήσει και αίτηση ανατροπής της κατάσχεσης ενώπιον του αρμόδιου Ειρηνοδικείου, επειδή είχε παρέλθει ένα έτος από την επιβολή της – χωρίς να υπολογίζονται τα διαστήματα της αναστολής βάσει νόμου ή δικαστικής απόφασης – και δεν είχε λάβει χώρα πλειστηριασμός των ακινήτων, βάσει της διάταξης του άρθρου 1019 του ΚΠολΔ, η οποία, ωστόσο, απορρίφθηκε σε πρώτο βαθμό από το Ειρηνοδικείο. 

Στρατηγική

Τα σημεία κλειδιά για την επιτυχή έκβαση της υπόθεσης ήταν τα ακόλουθα:

Ο στόχος της εταιρείας ήταν να επιτευχθεί μία βιώσιμη συμφωνία ρύθμισης των οφειλών της προς την τράπεζα. Προς τον σκοπό αυτόν έπρεπε, αφενός, να καθυστερήσει η τυχόν διαδικασία ρευστοποίησης από την τράπεζα και, αφετέρου, να ενισχυθούν οι πιθανότητες ευδοκίμησης των ένδικων βοηθημάτων που είχαν ήδη ασκηθεί κατά των διαταγών πληρωμής και της κατάσχεσης, ώστε η τράπεζα να αχθεί σε μία συμφωνία. 

Η εταιρεία απέστειλε εξώδικη δήλωση προς την τράπεζα, με την οποία δήλωσε ρητά την επιθυμία της να επιτευχθεί ρύθμιση των οφειλών της, επισυνάπτοντας και όλα τα οικονομικά στοιχεία που αναφέρονται στον Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών. Η τράπεζα, ωστόσο, παρά το γεγονός ότι είχε υποχρέωση να αξιολογήσει τα οικονομικά στοιχεία και να υποβάλει πρόταση, αρνήθηκε την ένταξη της εταιρείας στη διαδικασία του Κώδικα Δεοντολογίας. 

Η εταιρεία, ταυτόχρονα, ετοίμαζε την άμυνά της σε δικαστηριακό επίπεδο. Σε πρώτη φάση, λοιπόν, ασκήθηκαν πρόσθετοι λόγοι ανακοπής προς ακύρωση των διαταγών πληρωμής και τα οικεία δικόγραφα επιδόθηκαν στην τράπεζα. Πρόσθετοι λόγοι ασκήθηκαν και ως προς την ανακοπή κατά της κατασχετήριας έκθεσης. 

Παράλληλα, ασκήθηκε έφεση κατά της απόφασης του Ειρηνοδικείου που απέρριψε την αίτηση ανατροπής της κατάσχεσης, ενώ προετοιμάστηκε και η άμυνα επί της αγωγής διάρρηξης, με πρόταξη αιτήματος περί αναστολής της συζήτησης των αγωγών μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί των ανακοπών, στις οποίες υπήρχαν και λόγοι με τους οποίους η εταιρεία αμφισβητούσε την απαίτηση της τράπεζας. 

Παρά το γεγονός ότι η τράπεζα τις παραμονές εκδίκασης της ανακοπής και των πρόσθετων λόγων ανακοπής κατά της κατασχετήριας έκθεσης, εξέφρασε, μέσω του δικηγόρου της, την επιθυμία της να μην συζητηθεί η ανακοπή, η εταιρεία, σταθμίζοντας τις πιθανότητες και το όφελος από μια ενδεχόμενη νίκη, αποφάσισε να μην συναινέσει στην αναβολή ή ματαίωση της συζήτησης, αλλά να προχωρήσει κανονικά στη συζήτηση της ανακοπής, ενώ τρεις ημέρες αργότερα προχώρησε και στη συζήτηση των τριών αγωγών διάρρηξης που είχαν ασκηθεί σε βάρος ενός των εγγυητών. 

Αποτέλεσμα

Η εταιρεία έδωσε δύο δικαστικούς αγωγές μέσα σε τρεις ημέρες συζητήθηκε η ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής κατά της κατασχετήριας έκθεσης και τρεις ημέρες αργότερα συζητήθηκαν και οι αγωγές διάρρηξης που είχε ασκήσει η τράπεζα. Η ανακοπή κατά της κατάσχεσης είχε ενισχυθεί με πρόσθετους λόγους που αναδείκνυαν σημαντικά ελαττώματα της κατασχετήριας έκθεσης που αφορούσαν την όλως εσφαλμένη περιγραφή των κατασχεθέντων ακινήτων, την αοριστία της έκθεσης λόγω αόριστου περιορισμού του ποσού για το οποίο επιβλήθηκε η κατάσχεση και την προσβολή της ως πλαστής, λόγω μη επιτόπιας μετάβασης του δικαστικού επιμελητή που τη συνέταξε, δεδομένου ότι κατά τον χρόνο της σύνταξής της το ξενοδοχειακό συγκρότημα ήταν κλειστό. Τελικώς η ανακοπή έγινε δεκτή και η επιβληθείσα κατάσχεση ακυρώθηκε. Στην πράξη αυτό σήμαινε ότι η τράπεζα δεν μπορούσε να συνεχίσει την εκτέλεση, όφειλε δε να προσφύγει κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης στο Εφετείο ή να παραιτηθεί από την κατάσχεση ή και από την επιταγή προς πληρωμή και να επιβάλει νέα. Αμφότερες οι λύσεις, όμως, σήμαιναν σημαντική χρονική καθυστέρηση για την τράπεζα, η οποία υπολόγιζε ότι λίγους μήνες μετά την επιβολή της κατάσχεσης το 2014 θα είχε ικανοποιηθεί από το πλειστηρίασμα, ωστόσο είχε φτάσει το έτος 2018 και όφειλε να περιμένει ακόμη πολλούς μήνες για να ικανοποιηθεί. 

Παράλληλα, η απόφαση που εκδόθηκε επί των αγωγών διάρρηξης διέταξε την αναστολή της συζήτησής τους μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί των ανακοπών που είχαν ασκηθεί προς ακύρωση των δύο διαταγών πληρωμής και η δικάσιμος των οποίων σε πρώτο βαθμό είχε προσδιοριστεί για το έτος 2019. Αυτό σημαίνει στην πράξη ότι οι αγωγές θα μπορούσαν να επαναφερθούν για συζήτηση ενώπιον του Πρωτοδικείου το 2022, ενώ δεν θα υπήρχε απόφαση επί αυτών πριν από το έτος 2023.

Υπό τις συνθήκες αυτές, και με σημαντικά «όπλα» από πλευράς εταιρείας την ακύρωση της κατασχετήριας έκθεσης, αλλά και τη σημαντική καθυστέρηση αναφορικά με την εκδίκαση της αγωγής καταδολίευσης, αλλά και τις σημαντικές πιθανότητες ευδοκίμησης των ανακοπών κατά των διαταγών πληρωμής, η τράπεζα, τελικώς, στα τέλη του έτους 2018 συμφώνησε να προχωρήσει σε μία ρύθμιση της οφειλής της εταιρείας, πράγμα που αποτελούσε εξ αρχής και τον στόχο της εταιρείας.

Συμπέρασμα

Βασικός στόχος της εταιρείας αποτελούσε εξαρχής η ρύθμιση των οφειλών της και όχι η αποφυγή πληρωμής τους. Η τράπεζα, ωστόσο, διατηρούσε μία αδιάλλακτη στάση, αρνούμενη να προχωρήσει στην οποιαδήποτε σχετική συζήτηση. Η σθεναρή άμυνα, όμως, που προέβαλε η εταιρεία στις δικαστικές ενέργειες της τράπεζας, είχε ως αποτέλεσμα η τράπεζα να αναθεωρήσει τη στάση της. Αντιλαμβανόμενη, ειδικότερα, ότι η ικανοποίησή της μέσω της δικαστικής οδού και της αναγκαστικής εκτέλεσης θα καθυστερούσε πολλά χρόνια, προτίμησε να έρθει σε μία συμφωνία ρύθμισης με την εταιρεία.   

Διαβάστε περισσότερα
 
back to top