Δημοσιεύτηκε η υπ’ αριθμ. 2900/2025 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία έγιναν δεκτοί οι ισχυρισμοί της πιστολήπτριας εταιρείας περί ακυρότητας του όρου της σύμβασης πίστωσης που προέβλεπε τον εκτοκισμό της πίστωσης με βάση έτος 360 ημερών, αλλά και τη δυνατότητα μονομερούς μεταβολής του περιθωρίου του επιτοκίου από την τράπεζα.
Συγκεκριμένα, στην αρχική σύμβαση πίστωσης περιλαμβανόταν ο όρος ότι: «Η Τράπεζα μπορεί να μεταβάλλει το Περιθώριο εφόσον μεταβληθούν οι παράγοντες που το προσδιορίζουν και είναι η χρηματοοικονομική κατάσταση του πιστούχου, η συναλλακτική του συμπεριφορά, προσφερόμενες καλύψεις και η απόδοση από παράλληλες εργασίες που διεξάγονται μέσω της Τράπεζας (μετά από αίτημα του πιστούχου η Τράπεζα θα παρέχει προς αυτόν εύλογη επεξήγηση και ανάλυση των άνω παραγόντων».
Το δικαστήριο, αφού διαπίστωσε ότι ο εν λόγω όρος αποτελούσε Γενικό Όρο Συναλλαγών (ΓΟΣ), καθώς ήταν διατυπωμένος εκ των προτέρων για απροσδιόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων, έκρινε τον όρο αυτόν αόριστο, διότι δεν προσδιόριζε σαφή κριτήρια αναπροσαρμογής του περιθωρίου.
Ειδικότερα, η απόφαση αναφέρει: «[…] καθιστά τον εν λόγω όρο αόριστο, και τούτο διότι η αναφορά του «στη χρηματοοικονομική κατάσταση του πιστούχου, τη συναλλακτική του συμπεριφορά, τις προσφερόμενες καλύψεις και την απόδοση από παράλληλες εργασίες που διεξάγονται μέσω της Τράπεζας» κρίνεται ανεπαρκής για τη διασάφηση του όρου, εφόσον δεν εξειδικεύεται με αναφορά σε κριτήριο σαφώς προσδιορισμένο, δεδομένου ότι επιφυλάσσει ουσιαστικά στην Τράπεζα το δικαίωμα μονομερούς τροποποίησης της σύμβασης, ως προς το συμφωνηθέν κυμαινόμενο επιτόκιο, χωρίς σαφές, ορισμένο και ειδικό λόγο και χωρίς να είναι δυνατός ο προσδιορισμός του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση».
Η εν λόγω απόφαση προστίθεται σε
μία σειρά αποφάσεων που κρίνουν ότι, στην περίπτωση του κυμαινόμενου επιτοκίου,
τυχόν όροι περί αναπροσαρμογής του (τόσο του βασικού επιτοκίου όσο και του
επιτοκίου) πρέπει να είναι εκ των προτέρων προβλέψιμοι από τον πιστολήπτη και
να μην καταλείπουν στην Τράπεζα το δικαίωμα της αυθαίρετης μονομερούς μεταβολής
του επιτοκίου της σύμβασης (βλ. συναφώς και την ΑΠ 168/2024).