Legal Insight
Φεβρουάριος 2023
Δάφνη Σφυρή, ΜΔΕ
Περίληψη: Για να χρηματοδοτηθεί μια επιχείρηση και να ενισχύσει τη ρευστότητά της έχει ανάγκη από κεφάλαια. Οι κλασικές ασφάλειες που παραχωρούνται από τους οφειλέτες προς τα πιστωτικά ιδρύματα, όμως, όπως για παράδειγμα η εγγραφή προσημείωσης υποθήκης σε ακίνητο του οφειλέτη, αφήνουν ενίοτε ορισμένα κενά, νομικά αλλά και χρονικά, στην ρευστοποίηση. Για να δοθούν ακόμα μεγαλύτερες εξουσίες στους δανειστές και ιδίως στα πιστωτικά ιδρύματα, το 2004 ο νομοθέτης, σε συμμόρφωση προς ευρωπαϊκή νομοθεσία, υιοθέτησε το θεσμό της χρηματοοικονομικής ασφάλειας, ο οποίος εισήχθη στην ελληνική έννομη τάξη μέσω του Νόμου 3301/2004 και αποτελεί μία «υπερεξασφάλιση» του πιστωτή. Με τον θεσμό αυτό διασφαλίζεται ότι ο πιστωτής θα ικανοποιηθεί άμεσα από το αντικείμενο της συναφθείσας χρηματοοικονομικής ασφάλειας, ενώ δίνονται πληθώρα σημαντικών προνομίων στον πιστωτή έναντι τόσο του οφειλέτη όσο και των λοιπών δανειστών του τελευταίου.
1. Εισαγωγή
Ο Ν. 3301/2004, όπως τροποποιήθηκε από τον Ν. 4021/2011, ρυθμίζει τη σύσταση και λειτουργία των εμπράγματων χρηματοοικονομικών ασφαλειών και ενσωμάτωσε στην Ελληνική έννομη τάξη την Ευρωπαϊκή Οδηγία με αριθμό 2002/47/ΕΚ, η οποία τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε από την Οδηγία 2009/44/ΕΚ. Με τον νόμο αυτό δημιουργήθηκε, όπως θα φανεί και στη συνέχεια, ένα ιδιόμορφο νομοθετικό καθεστώς, το οποίο διευκολύνει τη σύσταση ενεχύρου επί μετρητών ή χρηματοπιστωτικών μέσων και καθιερώνει πρόσθετες και ασυνήθιστες για τους δική μας έννομη τάξη εξουσίες του δανειστή (ασφαλειολήπτη) για τη χρήση και την άμεση ρευστοποίηση του αντικειμένου της χρηματοοικονομικής ασφάλειας.
2. Ποια πρόσωπα αφορά η χρηματοοικονομική ασφάλεια (το υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής του Ν. 3301/2004)
Ο Ν. 3301/2004 εφαρμόζεται μόνο όταν, τόσο ο οφειλέτης (ασφαλειοδότης), όσο και ο δανειστής (ασφαλειολήπτης) φέρουν κάποια από τις ιδιότητες που ορίζονται στο άρθρο 1 και ειδικότερα εφόσον, τόσο ο δανειστής (ασφαλειολήπτης), όσο και ο οφειλέτης (ασφαλειοδότης) αποτελούν (ενδεικτικά) δημόσιες αρχές, κεντρικές τράπεζες, πιστωτικά ιδρύματα, επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, κτλ. Ο Ν. 3301/2004 εφαρμόζεται, επίσης, όταν μόνο ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη φέρει την προβλεπόμενη από τον νόμο ιδιότητα (βλ. άρθρο 1 Ν. 3301/2004) και το έτερο, όμως, συμβαλλόμενο μέρος είναι νομικό πρόσωπο. Συνεπώς, από τα ως άνω προκύπτει ότι οι ειδικότερες προβλέψεις του νόμου αυτού δεν εφαρμόζονται όταν ένα εκ των συμβαλλομένων μερών είναι φυσικό πρόσωπο. Η ανωτέρω προϋπόθεση αποτελεί αναγκαστικό δίκαιο (ius cogens) και ως εκ τούτου δεν μπορεί να παραμεριστεί από τυχόν διαφορετική συμφωνία των μερών.
3. Πότε μπορεί να εφαρμοστεί η χρηματοοικονομική ασφάλεια (αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής του Ν. 3301/2004)
Η παρεχόμενη χρηματοοικονομική ασφάλεια πρέπει να συνίσταται σε μετρητά, χρηματοπιστωτικά μέσα (μετοχές, ομολογίες, μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων, άλλοι τίτλοι διαπραγματεύσιμοι στην κεφαλαιαγορά) ή πιστωτικές απαιτήσεις. Εξαιρούνται, όμως, από το αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής της χρηματοοικονομικής ασφάλειας τα μέσα πληρωμής, όπως για παράδειγμα, είναι οι επιταγές, καθώς και οι κινητές αξίες, οι οποίες δεν δύναται να μεταβιβαστούν, όπως είναι οι δεσμευμένες μετοχές ή τίτλοι των οποίων απαγορεύεται η διάθεση από το νόμο, το καταστατικό ή τον εκδότη. Ειδικότερα δε για τις μετοχές ανωνύμων εταιρειών, οι οποίες δεν είναι εισηγμένες στο χρηματιστήριο αμφισβητείται αν μπορούν να αποτελέσουν και αυτές αντικείμενο χρηματοοικονομικής ασφάλειας.
4. Ποια είναι τα προνόμια της εμπράγματης χρηματοοικονομικής ασφάλειας;
Όπως έχει ήδη αναφερθεί, ο λόγος για τον οποίο εισήχθη ο θεσμός της χρηματοοικονομικής ασφάλειας είναι για να προστατεύσει τα συμφέροντα των πιστωτών δίδοντάς τους αρκετά προνόμια και ευελιξία.
Αρχικά, θα πρέπει να τονισθεί ότι το ζήτημα του τύπου της σύμβασης χρηματοοικονομικής ασφάλειας ρυθμίστηκε με τρόπο καινοτόμο σε σχέση με τα ισχύοντα στην Ελληνική έννομη τάξη για τις εμπράγματες ασφάλειες (βλ. ενδεικτικά 1211, 1247 ΑΚ). Ειδικότερα, ο νόμος όρισε ότι δεν απαιτείται η τήρηση συγκεκριμένου συστατικού τύπου για την έγκυρη σύσταση εμπράγματης χρηματοοικονομικής ασφάλειας υπό οποιαδήποτε μορφή. Με απλά λόγια, η σύσταση της χρηματοοικονομικής ασφάλειας μπορεί να ολοκληρωθεί πολύ εύκολα χωρίς σημαντικά έξοδα με ένα απλό ιδιωτικό έγγραφο, καθώς δεν απαιτείται για την έγκυρη σύσταση αυτής κάποιο συμβολαιογραφικό έγγραφο, όπως απαιτεί ο νόμος για την εγγραφή υποθήκης, ούτε λ.χ. δικαστική απόφαση, όπως απαιτεί ο νόμος για την εγγραφή προσημείωσης υποθήκης.
Εντούτοις, ο Ν. 3301/2004 καταλαμβάνει τις χρηματοοικονομικές ασφάλειες από το χρόνο της σύστασής τους και εφόσον η σύστασή τους «πιστοποιείται» εγγράφως, δηλ. με ένα απλό Ιδιωτικό Συμφωνητικό. Οι διατάξεις, λοιπόν των άρθρων 1–10 του Ν. 3301/2004 αναγνωρίζουν τα κάτωθι προνόμια του δανειστή (ασφαλειολήπτη), εφόσον η συμφωνία παροχής της χρηματοοικονομικής ασφάλειας αποδεικνύεται εγγράφως (ακόμη και με ηλεκτρονικό μέσο):
α. Δικαίωμα χρήσης της ασφάλειας (Άρθρο 5 Ν. 3301/2004): Εφόσον προβλέφθηκε ρητά στη συμφωνία χρηματοοικονομικής ασφάλειας, ο δανειστής (ασφαλειολήπτης) αποκτά το δικαίωμα χρήσης της (παρασχεθείσας) ασφάλειας, αλλά και την υποχρέωση αντικαταστάσεώς της με ισοδύναμη ασφάλεια το αργότερο κατά την ημέρα εκπλήρωσης των σχετικών χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων ή συμψηφισμού της αξίας της ή χρησιμοποιήσεώς της για εκπλήρωση των αναληφθεισών χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων. Αναλυτικότερα, στα πλαίσια της συμφωνίας τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν ελεύθερα να συμφωνήσουν την απονομή ή όχι του δικαιώματος χρήσης της χρηματοοικονομικής ασφάλειας στον δανειστή (ασφαλειολήπτη). Κατ΄αυτόν τον τρόπο, τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνούν ότι ο δανειστής (ασφαλειολήπτης) μπορεί να «χρησιμοποιήσει» το αντικείμενο της ασφάλειας μέχρις ενός βαθμού που θα οριστεί. Για παράδειγμα, μπορεί να δοθεί το δικαίωμα μετενεχύρασης του αντικειμένου της ασφάλειας ή επιβάρυνσης του τίτλου με εμπράγματη ασφάλεια ή ακόμη μπορεί να δοθεί και το δικαίωμα διάθεσης του τίτλου κατά πλήρη κυριότητα, ενώ στην περίπτωση των μετοχών μπορεί να συμφωνηθεί η συμμετοχή του δανειστή (ασφαλειολήπτη) στη Γενική Συνέλευση της εταιρείας ή ακόμη και της λήψεως μερισμάτων. Μάλιστα, παρά το γεγονός ότι ο νόμος δεν καθορίζει το περιεχόμενο της έννοιας «δικαιώματος χρήσης», γίνεται δεκτό ότι στην περίπτωση που συνομολογηθεί εν γένει η απονομή του δικαιώματος χρήσης στον ασφαλειολήπτη, ο τελευταίος θα μπορεί να ασκήσει τα δικαιώματα που ενσωματώνουν οι βεβαρημένοι τίτλοι, επομένως ακόμη και το δικαίωμα ψήφου. Αναφέρεται, επίσης, ότι ο δανειστής (ασφαλειολήπτης) μπορεί να χρησιμοποιήσει/αναλώσει τα μετρητά χρήματα που του έχουν παραδοθεί ως ασφάλεια από τον οφειλέτη (ασφαλειοδότη), οφείλει, όμως, να επιστρέψει τα μετρητά χρήματα, εφόσον ο οφειλέτης (ασφαλειοδότης) εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του.
β. Άμεση και χωρίς διατυπώσεις ικανοποίηση της απαίτησης του δανειστή (Άρθρο 4 του Ν. 3301/2004): Εφόσον τελικά δεν μπορέσει ο οφειλέτης να ικανοποιήσει τον δανειστή (ασφαλειολήπτη) ή σε όποια άλλη περίπτωση που «συνεπάγεται αναγκαστική εκτέλεση», ο δανειστής (ασφαλειολήπτης) μπορεί να ικανοποιήσει την απαίτησή του α) επί χρηματοπιστωτικών μέσων, με πώληση και μεταβίβαση των χρηματοπιστωτικών μέσων ή κτήση της κυριότητας τους από τον δανειστή (ασφαλειολήπτη) και συμψηφισμό του τιμήματος ή της αξίας τους με τις σχετικές χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις, β) επί μετρητών, με χρησιμοποίηση τους για την ολική ή μερική απόσβεση των σχετικών χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων και γ) επί απαιτήσεων, με πώληση και εκχώρηση ή κτήση των απαιτήσεων από τον ασφαλειολήπτη και συμψηφισμό του τιμήματος ή της αξίας τους με τις σχετικές χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις. Με απλά λόγια, ο δανειστής (ασφαλειολήπτης) έχει τη δυνατότητα να εκμεταλλευτεί οικονομικά το αντικείμενο της χρηματοοικονομικής ασφάλεια (δηλαδή τις μετοχές, τα μετρητά, τις απαιτήσεις κτλ) πωλώντας ή αναλώνοντας το. Για παράδειγμα, έστω ότι έχει συσταθεί νομίμως χρηματοοικονομική ασφάλεια επί των μετοχών του οφειλέτη Χ σε μία ανώνυμη εταιρεία Ψ. Εφόσον ο οφειλέτης Χ δεν αποπληρώσει την οφειλή του σύμφωνα με τους συμφωνηθέντες όρους, ο δανειστής (ασφαλειολήπτης) μπορεί να πωλήσει τις μετοχές της εταιρείας Ψ (χωρίς κάποια άλλη διατύπωση) και να συμψηφίσει το αντάλλαγμα που θα λάβει από την πώληση με την οφειλή του.
Σημειώνεται ότι ο δανειστής (ασφαλειολήπτης) δύναται σε αυτή την περίπτωση να αποκτήσει την χρηματοοικονομική ασφάλεια, μόνο εφόσον τούτο έχει ρητά συμφωνηθεί στη συμφωνία εμπράγματης χρηματοοικονομικής ασφάλειας και εφόσον έχει ρητά προβλεφθεί συγκεκριμένη μέθοδος αποτίμησης, ώστε να αποφευχθούν περιπτώσεις αυθαιρεσίας εκ μέρους του δανειστή (ασφαλειολήπτη). Ας τονισθεί ότι με τον θεσμό αυτό δεν εφαρμόστηκαν πληθώρα διατάξεων του Αστικού Κώδικα και του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και ως εκ τούτου για την «ρευστοποίηση» της χρηματοοικονομικής ασφάλειας δεν απαιτείται α) η εκ των προτέρων κοινοποίηση της πρόθεσης ρευστοποίησης, β) δικαστική απόφαση/απόφαση διοικητικής αρχής, γ) η ρευστοποίηση να διεξαχθεί με δημόσιο πλειστηριασμό ή οποιονδήποτε άλλο νομοθετικά καθορισμένο τρόπο και δ) να παρέλθει οποιαδήποτε προθεσμία. Μάλιστα, η διαδικασία ρευστοποίησης δεν επηρεάζεται ούτε από την έναρξη τυχόν συλλογικών διαδικασιών (πτώχευση, εξυγίανση, ειδική εκκαθάριση). Δηλαδή, με ακόμη πιο απλά λόγια, στις κοινές ασφάλειες του Αστικού μας Κώδικα η διαδικασία είσπραξης απαιτεί αρκετούς μήνες και προϋποθέτει την έκδοση δικαστικών αποφάσεων (ή εν γένει εκτελεστών τίτλων). Ακόμα, όμως, και τότε ο δανειστής δεν μπορεί να αποκτήσει απευθείας το αντικείμενο που δόθηκε ως ασφάλεια παρά μόνο εφόσον και ο ίδιος συμμετέχει σε πιθανό πλειστηριασμό. Στην χρηματοοικονομική ασφάλεια αντιθέτως ο ασφαλειολήπτης (δανειστής) μπορεί να ικανοποιηθεί άμεσα από το αντικείμενο που δόθηκε ως ασφάλεια χωρίς να εκδοθεί καν δικαστική απόφαση, ενώ, εφόσον συμφωνήθηκε ρητώς στη συμφωνία των μερών, μπορεί να αποκτήσει ακόμη και ο ίδιος του αντικείμενο της ασφάλειας (!).
Πρόκειται, λοιπόν, για μία ταχύτατη, απλούστατη και άνευ διατυπώσεις διαδικασία είσπραξη της απαίτησης και αυτό γιατί με την επέλευση γεγονότος αθέτησης που συνεπάγεται αναγκαστική εκτέλεση, ο δανειστής (ασφαλειολήπτης) δικαιούται αυτόματα να επιδιώξει την ικανοποίηση της απαίτησής του σχετικά με οποιαδήποτε ασφάλεια. Για παράδειγμα για τη ρευστοποίηση του παρεχόμενου ενεχύρου επί μετοχών δεν απαιτείται προηγούμενη κοινοποίηση – όχληση προς τον ασφαλειοδότη για την καταβολή της απαίτησης ούτε η έκδοση δικαστικής καταψηφιστικής απόφασης. Αρκεί ο (δανειστής) ασφαλειολήπτης να διαπιστώσει την επέλευση ενός τέτοιου γεγονότος αθέτησης. Δεν έχουν, δηλαδή, καμία ανάμειξη δικαστικοί λειτουργοί, συμβολαιογράφοι και δικαστικοί επιμελητές (!), ως θα περίμενε εύλογα κανείς βασιζόμενος αποκλειστικά και μόνο στον Αστικό μας Κώδικα και στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Παραμένει, φυσικά, ενδεχόμενο η διαδικασία αυτή να αποτελέσει αντικείμενο κατάχρησης εκ μέρους του ασφαλειολήπτη – δανειστή, δεδομένου ότι είναι προληπτικά ανέλεγκτη.
γ. Θωράκιση του δανειστή απέναντι στην Πτώχευση (Άρθρο 8 Ν. 3301/2004): Οι συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας ισχύουν ακόμα κι αν συμφωνήθηκαν εντός της υπόπτου περιόδου πριν από την κήρυξη της πτώχευσης του ασφαλειοδότη και μέχρι τη δημοσίευση της δικαστικής αποφάσεως ή της διοικητικής πράξεως για την έναρξη πτωχευτικής διαδικασίας ή της διαδικασίας εκκαθάρισης και εξυγίανσης του ασφαλειοδότη. Ισχύουν, ακόμα, κι αν έγιναν μετά μεν την δημοσίευση των ως άνω αποφάσεων, εντός, όμως της ίδιας ημέρας, και εφόσον ο ασφαλειολήπτης αποδεικνύει ότι δεν ήταν σχετικά ενημερωμένος ούτε όφειλε να είναι. Αυτό, περαιτέρω, σημαίνει ότι η αναδρομικότητα των αποτελεσμάτων της κήρυξης της πτώχευσης διά της πτωχευτικής ανάκλησης δεν θίγει το κύρος συμφωνιών παροχής χρηματοοικονομικών ασφαλειών. Διευκρινίζεται, όμως, ότι εάν η ως άνω συμφωνία οφειλέτη (ασφαλειολήπτη) – δανειστή (ασφαλειοδότη) έγινε σε συμπαιγνία, τότε οι λοιποί πιστωτές του οφειλέτη μπορούν να την αμφισβητήσουν και να αιτηθούν δικαστικώς και σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία την ανάκλησή της.
5. Εφαρμοστέο Δίκαιο
Το άρθρο 9 του Ν. 3301/2004 ορίζει ότι εφαρμοστέο δίκαιο σε οποιαδήποτε ζήτημα ανακύψει από ασφάλεια επί τίτλων σε λογιστική μορφή είναι το ουσιαστικό δίκαιο της χώρας, στην οποία τηρείται ο σχετικός λογαριασμός, εξαιρουμένου του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου της χώρας αυτής. Αποκλείεται δηλαδή η αναπαραπομπή κατά τα προβλεπόμενα και στο άρθρο 32 ΑΚ. Το δίκαιο αυτής της χώρας εφαρμόζεται αποκλειστικά και μόνο για τα ακόλουθα ζητήματα: α) τη νομική φύση των δικαιωμάτων που προκύπτουν από την παροχή ασφάλειας επί τίτλων με λογιστική μορφή, β) την πλήρωση των τυπικών και διαδικαστικών προϋποθέσεων της συμφωνίας παροχής ασφάλειας, ώστε η συμφωνία να είναι αντιτάξιμη έναντι τρίτων γ) τα δικαιώματα καλόπιστων τρίτων και δ) τη διαδικασία ρευστοποίησης των τίτλων σε λογιστική μορφή.
6. Αντί επιλόγου
Με τον θεσμό της χρηματοοικονομικής ασφάλειας, όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, μειώνεται ο πιστωτικός κίνδυνος στις συναλλαγές, καθίσταται ασφαλέστερη η θέση του δανειστή, ενώ γίνεται ευχερέστερη η άντληση κεφαλαίων από επιχειρήσεις – νομικά πρόσωπα ακόμη και μειωμένης φερεγγυότητας (δεδομένου ότι η χρηματοοικονομική ασφάλεια «θωρακίζει» την πίστωση). Ο θεσμός της χρηματοοικονομικής ασφάλειας δημιούργησε, λοιπόν, ένα πλέγμα διατάξεων που αύξησε την ασφάλεια δικαίου προς την πλευρά του δανειστή και υποστήριξε τις ανάγκες των σύγχρονων πρακτικών των χρηματοπιστωτικών αγορών για τη σύναψη συμφωνιών παροχής ασφαλειών με στοιχείο αλλοδαπότητας σε διασυνοριακές συναλλαγές. Σε κάθε, όμως, περίπτωση δεν μπορεί να παραγνωρίσει κανείς ότι παραχωρεί πολύ μεγάλες και ανέλεγκτες εξουσίες προς τον ασφαλειολήπτη – δανειστή, ο οποίος ήδη βρίσκεται σε δεσπόζουσα σε σχέση με τον ασφαλειοδότη – οφειλέτη θέση, για τη χρήση και την άμεση ρευστοποίηση του αντικειμένου της χρηματοοικονομικής ασφάλειας, γεγονός που διαταράσσει ευθέως και αδικαιολογήτως την ισορροπία των συμβαλλομένων μερών.