Legal Insight
Ιανουάριος 2020
Γιώργος Κακουριώτης, ΜΔΕ, Δικηγόρος
Κωνσταντίνα Δασκαλοπούλου, Ασκούμενη Δικηγόρος
Περίληψη: Η αναγκαστική εκτέλεση αποτελεί το ύστατο όπλο στη φαρέτρα του δανειστή, ο οποίος επιδιώκει την ικανοποίηση της απαίτησής του, και αποσκοπεί, όπως λέγεται, στην κατά κυριολεξία απονομή του δικαίου. Στις περιπτώσεις των χρηματικών απαιτήσεων, όταν ο οφειλέτης δεν συμμορφώνεται προς την υποχρέωσή του, ο δανειστής προχωρά, κατόπιν έκδοσης σχετικής δικαστικής απόφασης ή διαταγής πληρωμής, στην κατάσχεση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη του (κινητών ή/και ακινήτων) και στη ρευστοποίηση αυτών μέσω της διαδικασίας του δημόσιου αναγκαστικού – και, υποχρεωτικώς, ηλεκτρονικού πλέον – πλειστηριασμού. Στη θέση του επισπεύδοντος δανειστή βρίσκονται, στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων, τα πιστωτικά ιδρύματα ή οι εταιρείες διαχείρισης μη εξυπηρετούμενων απαιτήσεων, οι οποίες δεν κατάφεραν (ή δεν επιχείρησαν) να βρουν μια εξωδικαστική συμβιβαστική λύση με τον οφειλέτη. Προς προστασία του οφειλέτη, ο νομοθέτης παρέχει σε αυτόν τη δυνατότητα να αμυνθεί στα διάφορα στάδια της εκτελεστικής διαδικασίας εντός ενός αυστηρά καθορισμένου χρονικού πλαισίου και για συγκεκριμένους λόγους.
1. Εισαγωγικά
Σε προηγούμενο άρθρο μας εξετάσαμε ενδεικτικά ορισμένες περιπτώσεις αναγκαστικής εκτέλεσης που έχουν κριθεί καταχρηστικές από τη νομολογία των δικαστηρίων μας. Όταν, λοιπόν, ο οφειλέτης (άλλως «καθ’ ου η εκτέλεση») κινητοποιηθεί εγκαίρως νομικά κατά της επισπευδόμενης εκτέλεσης και κατά του τίτλου, βάσει του οποίου αυτή κινείται, εντοπίζοντας τα ενδεχόμενα ελαττώματα τόσο αυτών όσο και εκείνα της απαίτησης του δανειστή του, μπορεί να επιτύχει την ακύρωση της διαδικασίας και τη διάσωση της περιουσίας του. Στις περιπτώσεις εκείνες, όμως, που ο οφειλέτης αδρανήσει και η διαδικασία προχωρήσει μέχρι τη διενέργεια του πλειστηριασμού, η μόνη δυνατότητα που του απομένει είναι να βάλει κατά της εγκυρότητας αυτού (και συγκεκριμένα κατά της έκθεσης πλειστηριασμού και κατακύρωσης που αποτελεί την τελευταία πράξη εκτέλεσης) και να επιχειρήσει να αποτρέψει το αποτέλεσμα του, ήτοι την περιέλευση του εκπλειστηριασθέντος στην κυριότητα του υπερθεματιστή.
2. Διαδικασία ηλεκτρονικού πλειστηριασμού
Με τον νόμο 4512/2018 κατέστη υποχρεωτική η διεξαγωγή όλων των πλειστηριασμών με ηλεκτρονικά μέσα μετά την 21η.2.2018. Κατά την αιτιολογική έκθεση του νόμου, η τεχνολογική εξέλιξη επιτρέπει πλέον την ηλεκτρονική διενέργεια του πλειστηριασμού και εγγυάται την απρόσκοπτη συμμετοχή των ενδιαφερομένων, πραγματώνοντας τον κοινό στόχο δανειστή και οφειλέτη που είναι η επίτευξη του μεγαλύτερου δυνατού πλειστηριάσματος. Αυτή η νέα διαδικασία, η οποία, κατά τη νομολογία (βλ. ιδίως ΜΠρΡόδου 567/2018), προωθεί τη διαφάνεια και διατηρεί στο ακέραιο την προστασία του οφειλέτη, διαφοροποιείται αναγκαίως σε ορισμένα σημεία από εκείνη του φυσικού πλειστηριασμού και έχει εν συντομία ως εξής:
• Ο ηλεκτρονικός πλειστηριασμός διενεργείται μέσω των ηλεκτρονικών συστημάτων πλειστηριασμών («ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ.», https://www.eauction.gr/) από πιστοποιημένους για το σκοπό αυτό συμβολαιογράφους που εδρεύουν, κατ’ αρχήν, στην περιφέρεια του τόπου που έγινε η κατάσχεση (οι οποίοι αποκαλούνται υπάλληλοι του πλειστηριασμού). Δικαίωμα πρόσβασης στο σύστημα υπό προϋποθέσεις έχουν, εκτός από τους υπαλλήλους του πλειστηριασμού, οι επισκέπτες, οι υποψήφιοι πλειοδότες και οι παρατηρητές (οφειλέτες).
• Ο πλειστηριασμός ορίζεται υποχρεωτικά σε 7 μήνες από την κατάσχεση και όχι πάντως μετά την παρέλευση 8 μηνών και διενεργείται Τετάρτη, Πέμπτη ή Παρασκευή, από τις 10:00 έως τις 14:00 ή από τις 14:00 έως τις 18:00, ενώ σε κάθε περίπτωση η διενέργεια του αποκλείεται μεταξύ 1ης και 31ης Αυγούστου. Η ημέρα διενέργειας του πλειστηριασμού ορίζεται στην κατασχετήρια έκθεση.
• Μετά τη σύνταξη και την ανάρτηση του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης εκ μέρους του δικαστικού επιμελητή στην Ιστοσελίδα Δημοσιεύσεων Πλειστηριασμού του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων, η οποία (σ.σ. η ανάρτηση) πρέπει να διενεργηθεί μέχρι τη 10η μέρα από την κατάσχεση, αν πρόκειται για κινητά, και μέχρι τη 15η, αν πρόκειται για ακίνητα, ο συμβολαιογράφος αναρτά στην ιστοσελίδα των ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ. την αναγγελία διενέργειας πλειστηριασμού. Υποστηρίζεται, μιας και δεν υπάρχει ρητή νομοθετική πρόβλεψη περί τούτου, ότι απώτατο χρονικό σημείο της εν λόγω αναγγελίας είναι η 3η εργάσιμη μέρα πριν τον πλειστηριασμό, ώστε να μπορέσουν εγκύρως οι υποψήφιοι να εκδηλώσουν πλειοδοτικό ενδιαφέρον το αργότερο 2 εργάσιμες ημέρες πριν τη διενέργεια του πλειστηριασμού. Τέλος, μέχρι τις 17:00 της προηγούμενης του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού, ο υπάλληλος αναρτά κατάλογο των υποψήφιων πλειοδοτών που πληρούν τις απαιτούμενες εκ του νόμου προϋποθέσεις προκειμένου να λάβουν μέρος. Έτσι ολοκληρώνεται το λεγόμενο προπαρασκευαστικό στάδιο του πλειστηριασμού.
• Ο ηλεκτρονικός πλειστηριασμός είναι ανοικτού πλειοδοτικού τύπου, συνεπώς οι υποψήφιοι υποβάλλουν διαδοχικές προσφορές, και ολοκληρώνεται με την κατακύρωση στον υπερθεματιστή, δηλαδή εκείνον που υπέβαλε τη μεγαλύτερη προσφορά. Το αποτέλεσμα ανακοινώνεται μέσω των ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ. και ο συμβολαιογράφος συντάσσει την έκθεση πλειστηριασμού και κατακύρωσης. Μετά την καταβολή του πλειστηριάσματος παραδίδεται το εκπλειστηριασθέν κινητό ή η περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης – αν πρόκειται για ακίνητο – στον υπερθεματιστή και ολοκληρώνεται η διαδικασία του πλειστηριασμού.
3. Άμυνα κατά του πλειστηριασμού
Όπως προαναφέρθηκε, ο αναγκαστικός πλειστηριασμός εφόσον διενεργηθεί, μπορεί να προσβληθεί είτε αν πάσχει λόγω ελαττωμάτων προγενεστέρων πράξεων, εφόσον φυσικά αυτές είχαν προσβληθεί εμπροθέσμως, είτε αν πάσχει αυτοτελώς λόγω ελαττωμάτων που εντοπίζονται στη διεξαγωγή αυτού.
Α. Ειδικότερα, ελαττώματα στην αναγκαστική εκτέλεση μπορεί να έχουν παρεισφρήσει πολύ νωρίτερα από τη διενέργεια του πλειστηριασμού, ήδη από τις πρώτες πράξεις αυτής (π.χ. σύνταξη της επιταγής προς εκτέλεση και της κατασχετήριας έκθεσης) έως και την ολοκλήρωση της λεγόμενης «προδικασίας του πλειστηριασμού». Η τελευταία αποτελείται από την κατάθεση των κρίσιμων εγγράφων που εξυπηρετούν την εκτελεστική διαδικασία στο συμβολαιογράφο που διενεργεί τον πλειστηριασμό (8 ημέρες από την κατάσχεση), την προαναφερθείσα δημοσίευση του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης στην Ιστοσελίδα Δικαστικών Δημοσιεύσεων του ΤΑΝ – ΕΤΑΑ (10 ή 15 ημέρες, ανάλογα του αν πρόκειται για κινητό ή ακίνητο) και την επίδοση αυτού, μέσα στην ίδια προθεσμία, στον ενεχυρούχο/ενυπόθηκο δανειστή και στις αρμόδιες Δ.Ο.Υ..
Σε περίπτωση που οι ως άνω πράξεις είναι ελαττωματικές ή/και ο οφειλέτης έχει αντιρρήσεις σχετικά με την απαίτηση, την ικανοποίηση της οποίας επιδιώκει ο δανειστής του δια της αναγκαστικής εκτελέσεως, θα πρέπει, προκειμένου να ανακοπεί ο πλειστηριασμός, να έχουν οι εν λόγω αντιρρήσεις προβληθεί με ανακοπή ήδη πριν τη διενέργεια του τελευταίου και, ειδικότερα, εντός 45 ημερών από την κατάσχεση. Η άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας προσβολής των ως άνω πράξεων τις ισχυροποιεί και τις καθιστά απρόσβλητες με τα ελαττώματά τους να μην επιδρούν στο κύρος του επικείμενου πλειστηριασμού. Παραδείγματα τέτοιων αντιρρήσεων αποτελούν:
• η επίσπευση της εκτέλεσης βάσει ανύπαρκτου εκτελεστού τίτλου ή τίτλου με τυπικές ή ουσιαστικές ελλείψεις (π.χ. δεν προκύπτει το ποσό και το ποιόν της απαίτησης, δεν φέρει τον εκτελεστήριο τύπο κ.λπ.),
• η επίσπευση της εκτέλεσης πριν πληρωθεί η αίρεση ή παρέλθει η προθεσμία από την οποία εξαρτάται η απαίτηση και χωρίς να συγκοινοποιηθεί το έγγραφο που το αποδεικνύει (ΑΠ 1543/2014, ΑΠ 909/2006),
• γενικότερα, η επίσπευση εκτέλεσης για απαίτηση μη γεγενημένη, ήδη αποσβεσθείσα ή ελαττωματική,
• η παράλειψη κοινοποίησης, από τον καθολικό ή ειδικό διάδοχο του επισπεύδοντος δανειστή, από κοινού με τη νέα επιταγή, των εγγράφων που αποδεικνύουν τη διαδοχή του (π.χ. της πράξης αποδοχής κληρονομίας, της αναγγελίας εκχώρησης από τον εκδοχέα της απαίτησης, της απόφασης έγκρισης συγχώνευσης και της ανακοίνωσης καταχώρησης στο Μητρώο Ανώνυμων Εταιρειών επί συγχώνευσης Α.Ε. κ.λπ. – ΑΠ 345/2006),
• η έλλειψη μνείας περί εντολής προς εκτέλεση επί του απογράφου του εκτελεστού τίτλου (ΑΠ 1394/1980),
• η αοριστία ή ο εσφαλμένος υπολογισμός των κονδυλίων που αναφέρονται στην επιταγή προς πληρωμή (ΕφΑθ 535/2018),
• η κατάσχεση αντικειμένων που είναι απολύτως απαραίτητα για τη διαβίωση του οφειλέτη και της οικογένειάς του ή για την άσκηση του επαγγέλματός του όταν αυτός αποκτά τα προς το ζην με την προσωπική του εργασία (ΜΠρΔραμ 42/2010),
• η ατελής ή εσφαλμένη περιγραφή του κατασχεμένου πράγματος στην κατασχετήρια έκθεση ή στο απόσπασμά της, η οποία δημιουργεί σοβαρές αμφιβολίες ως προς τη φυσική ή οικονομική ταυτότητά του και δεν αποκλείει την αντικατάστασή του (ΜΠρΚω 545/2017). Σημειωτέον ότι σε αντίθετη περίπτωση οι σχετικές πλημμέλειες διορθώνονται μέσω της λεγόμενης ανακοπής διόρθωσης, η οποία εκδικάζεται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και δεν θίγει το κύρος της κατάσχεσης.
• η έλλειψη αναφοράς στην κατασχετήρια έκθεση ή στο απόσπασμα των έως την κατάσχεση εγγεγραμμένων στο κατασχεθέν βαρών (προσημειώσεων, υποθηκών κ.λπ. – ΑΠ 1538/2008),
• ο ορισμός ημερομηνίας διεξαγωγής του πλειστηριασμού πριν από το κατώτατο όριο των 7 μηνών από την κατάσχεση (ΜΠρΘεσ 15472/2018),
• παρατυπίες στις υποστατές κατά τα λοιπά επιδόσεις της επιταγής προς εκτέλεση καθώς και της κατασχετήριας έκθεσης στον οφειλέτη και στον γραμματέα του Ειρηνοδικείου (σε περίπτωση κινητής περιουσίας) ή στον υποθηκοφύλακα ή προϊστάμενο του κτηματολογίου (σε περίπτωση ακίνητης περιουσίας) και στον τυχόν τρίτο κύριο ή νομέα (επί κατάσχεσης προσημειωμένου ή ενυπόθηκου ακινήτου), όπως η επίδοση σε τόπο διαφορετικό από αυτόν της πραγματικής κατοικίας / έδρας του καθ’ ου (π.χ. σε κατάστημα που δεν αποτελεί την επαγγελματική εγκατάστασή του – ΕφΠατρ 298/2007, ΑΠ 1403/2005, με θυροκόλληση στα γραφεία εταιρείας που στερείται νόμιμης εκπροσώπησης κ.λπ. – ΑΠ 701/2012), η παράλειψη αναφοράς στην έκθεση επίδοσης ότι ο αρνηθείς την παραλαβή ήταν σύνοικος του οφειλέτη (ΑΠ 658/2007) ή η επίδοση σε πρόσωπο που δεν αποτελούσε νόμιμο εκπρόσωπο της οφειλέτριας ανώνυμης εταιρείας (ΕφΠατρ 1017/2007),
• πλημμέλειες κατά την κατάθεση των εγγράφων στον υπάλληλο του πλειστηριασμού ή κατά τη δημοσίευση και επίδοση του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης στον ενεχυρούχο δανειστή (σε περίπτωση κινητής περιουσίας) ή στον τυχόν τρίτο κύριο ή νομέα και στους ενυπόθηκους δανειστές (σε περίπτωση ακίνητης περιουσίας),
• ο διορισμός, ως υπαλλήλου του πλειστηριασμού, συμβολαιογράφου εκτός του τόπου εκτέλεσης, χωρίς σχετική βεβαίωση στο σώμα της κατασχετήριας έκθεσης και στο απόσπασμα αυτής περί του λόγου αδυναμίας διορισμού συμβολαιογράφου εντός του τόπου εκτέλεσης.
Ωστόσο, εάν μία ή περισσότερες από τις πράξεις εκτέλεσης που προηγούνται του πλειστηριασμού δεν ήταν απλώς ελαττωματικές, αλλά παραλείφθηκαν εξ ολοκλήρου ή τηρήθηκαν εκπροθέσμως ή με τρόπο που τις καθιστά δικονομικώς ανυπόστατες, τότε συνεπάγονται την ακυρότητα αυτού μέσω ανακοπής που ασκείται εντός 30 ημερών από την ημέρα της διεξαγωγής του (κινητή περιουσία) ή εντός 60 ημερών από τη μεταγραφή της περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης (ακίνητη περιουσία), ανεξαρτήτως βλάβης του ανακόπτοντα οφειλέτη. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν:
• η μη υπογραφή της κατασχετήριας έκθεσης από τον δικαστικό επιμελητή και τον μάρτυρα,
• η παράλειψη ή το εκπρόθεσμο της κατάθεσης των κρίσιμων εγγράφων στον υπάλληλο του πλειστηριασμού (π.χ. εκπρόθεσμη κατάθεση της κατασχετήριας έκθεσης – ΑΠ 407/2001) ή της δημοσίευσης του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης,
• η παράλειψη, το εκπρόθεσμο ή το ανυπόστατο των επιδόσεων των κρίσιμων εγγράφων (π.χ. επίδοση σε προηγούμενη κατοικία παρότι είχε γνωστοποιηθεί η μεταβολή αυτής – ΟλΑΠ 3/2007, αναγραφή στο απόσπασμα μεταγενέστερης από την πραγματική ημερομηνίας διεξαγωγής του πλειστηριασμού εξαιτίας της οποίας ο καθ’ ου αγνοεί ανυπαίτια τη διενέργειά του – ΑΠ 8/2011, επίδοση σε μη νομίμως διορισμένο αντίκλητο – ΑΠ 160/1985 ή στον πτωχό οφειλέτη αντί του συνδίκου – ΑΠ 670/1989, εκπρόθεσμη επίδοση αποσπάσματος κατασχετήριας έκθεσης στους προσημειούχους δανειστές – ΑΠ 119/2011 κ.λπ.).
Β. Από την άλλη πλευρά, τα ελαττώματα και οι πλημμέλειες που εντοπίζονται στην κύρια διαδικασία του πλειστηριασμού, αφορούν δηλαδή τον ίδιο τον πλειστηριασμό και τη διεξαγωγή του (π.χ. ελαττώματα στην έκθεση πλειστηριασμού ή αναπλειστηριασμού και κατακύρωσης ή στην περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης) προβάλλονται με ανακοπή που ασκείται αποκλειστικά εντός των ως άνω προθεσμιών των 30 ή 60 ημερών.
Η ίδια προθεσμία υποστηρίζεται ότι ισχύει και αναφορικά με τις πράξεις που εντοπίζονται στο λεγόμενο «προπαρασκευαστικό στάδιο» του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού, όπως αυτό αναλύθηκε ανωτέρω, οι τυχόν ελλείψεις ή η πλήρης παράλειψη των οποίων θεωρείται ότι πλήττουν τον πλειστηριασμό αυτό καθεαυτό. Τέτοιες ελαττωματικές πράξεις μπορεί να αποτελούν π.χ.:
• η διενέργεια του πλειστηριασμού από μη πιστοποιημένο συμβολαιογράφο και η συμμετοχή στον πλειστηριασμό μη πιστοποιημένων υποψηφίων πλειοδοτών ή πλειοδοτών που δεν έχουν καταβάλει εγγύηση (ΕφΑθ 2653/2011),
• η μη έγκαιρη ανάρτηση της αναγγελίας στα ηλεκτρονικά συστήματα πλειστηριασμών που παρεμπόδισε τη συμμετοχή περισσότερων πλειοδοτών εξαιτίας της μικρής ή ανύπαρκτης προθεσμίας για την πιστοποίησή τους,
• η συνέχιση της πλειοδοτικής διαδικασίας που διακόπηκε προσωρινώς για λόγους τεχνικής αδυναμίας λειτουργίας των ηλεκτρονικών συστημάτων διενέργειάς του χωρίς εκ νέου εντολή από τον επισπεύδοντα ή πριν από την παρέλευση 10 εργασίμων ημερών από την ανάρτηση της αναγγελίας συνέχισης κ.λπ..
4. Αναστολή της διαδικασίας του πλειστηριασμού
Ειδικά στο πλαίσιο της εκτέλεσης επί ακινήτων προς ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων προβλέπεται η δυνατότητα χορήγησης αναστολής του πλειστηριασμού, εφάπαξ και έως έξι μήνες κατ’ ανώτατο όριο, με σκοπό την παροχή μιας πρόσθετης ευκαιρίας στον καθ’ ου η εκτέλεση, που βρίσκεται σε προσωρινή οικονομική δυσπραγία, να επιτύχει τη διάσωση των κατασχεμένων ακινήτων του ή την εξασφάλιση ενός μεγαλύτερου πλειστηριάσματος, μετά την πάροδο της ενδεχόμενης εποχιακής πτώσης της αξίας του πλειστηριαζόμενου ακινήτου. Η συγκεκριμένη αναστολή χορηγείται κατόπιν αιτήσεως του καθ’ ου η εκτέλεση η οποία κατατίθεται τουλάχιστον 15 εργάσιμες μέρες πριν την ημέρα του πλειστηριασμού και δικάζεται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Προϋπόθεση χορήγησής της αποτελεί η πιθανολόγηση ανυπαρξίας κινδύνου βλάβης (δικονομικής ή περιουσιακής) του επισπεύδοντος την εκτέλεση δανειστή και η ύπαρξη βάσιμης προσδοκίας ότι ο οφειλέτης θα ικανοποιήσει τον τελευταίο εντός του χρόνου της αναστολής ή ότι μετά την πάροδο του διαστήματος αυτού θα καταστεί δυνατή η επίτευξη μεγαλύτερου πλειστηριάσματος. Η χορήγηση της αναστολής τελεί υπό τον όρο καταβολής των τυχόν εξόδων επισπεύσεως του πλειστηριασμού και του ¼ τουλάχιστον του οφειλόμενου στον επισπεύδοντα κεφαλαίου. Το συγκεκριμένο μέτρο είναι άσχετο προς την εγκυρότητα του πλειστηριασμού και τελεί υπό αυστηρές προϋποθέσεις, οι οποίες αποσκοπούν στην ορθή εξισορρόπηση των συμφερόντων επισπεύδοντος δανειστή και καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη, παρέχοντας μια «παράταση» στον τελευταίο στο ύστατο στάδιο της διαδικασίας εκτέλεσης δίχως να παραγνωρίζονται τα συμφέροντα του επισπεύδοντος.
Σημειωτέον ότι, παρόλο που με τον νόμο 4335/2015, ο οποίος όρισε ως απώτατο χρονικό σημείο διενέργειας του πλειστηριασμού τους 8 μήνες από την ημέρα της κατάσχεσης – προβλέποντας συγχρόνως ότι εντός του διαστήματος αυτού θα έχει εκδοθεί και η σχετική απόφαση επί τυχόν ανακοπής κατά της εκτέλεσης – καταργήθηκε η δυνατότητα αναστολής, εντούτοις, γίνεται δεκτό και από μέρος της νομολογίας (βλ. ιδίως ΜΠρΑμαλ 58/2017, ΜΠρΑθ 7766/2017, ΜΠρΚαλ 202/2017 καθώς και την υπ` αρ. Συμβ. ΑΠ 11/2017) ότι τέτοια αναστολή επικείμενου πλειστηριασμού μπορεί τελικώς να χορηγηθεί, στις περιπτώσεις εκείνες που δεν είναι δυνατή η τήρηση των προβλεπόμενων προθεσμιών για τη συζήτηση της ανακοπής και την έκδοση απόφασης επί αυτής.
5. Ματαίωση πλειστηριασμού
Σε περίπτωση που για οποιονδήποτε λόγο ο πλειστηριασμός δεν διεξαχθεί κατά την ορισθείσα ημερομηνία (π.χ. συμφωνία για εξόφληση των δανειστών, ακύρωση εκτέλεσης, αναστολή του πλειστηριασμού, εγκατάλειψη της διαδικασίας κ.λπ.), μπορεί να επισπευσθεί ξανά είτε κατόπιν δήλωσης συνέχισης από τον ήδη επισπεύδοντα δανειστή είτε κατόπιν δήλωσης υποκατάστασης στη θέση του από έτερο δανειστή που έχει εκκινήσει ομοίως αναγκαστική εκτέλεση κατά του οφειλέτη και συνεχίζει τη διαδικασία του πλειστηριασμού. Εντός 3 ημερών ο υπάλληλος του πλειστηριασμού αναρτά στην ιστοσελίδα του ΔΔΔ του ΤΑΝ-ΕΤΑΑ τη γνωστοποίηση της δήλωσης και τη νέα ημερομηνία του πλειστηριασμού εντός 2 έως 3 μηνών από την ημέρα της δήλωσης. Κατά της τελευταίας ο καθ’ ου η εκτέλεση μπορεί να ασκήσει ανακοπή εντός 30 ημερών από την ημέρα της ανάρτησης προβάλλοντας τυχόν αντιρρήσεις ως προς το κύρος της (π.χ. λόγω ακύρωσης ή παραίτησης από την κατάσχεση, αναστολής της εκτέλεσης ή του πλειστηριασμού, ελλείψεων στα νομιμοποιητικά έγγραφα του υποκατάστατου δανειστή που κατατίθενται στον υπάλληλο του πλειστηριασμού κ.λπ.), αναχαιτίζοντας έτι περαιτέρω τη ρευστοποίηση των περιουσιακών του στοιχείων.
6. Συμπερασματικά
Παρά το γεγονός ότι η μετατροπή του «φυσικού» πλειστηριασμού σε ηλεκτρονικό έχει μειώσει σημαντικά τις πιθανότητες εμφιλοχώρησης λαθών και παραλείψεων κατά τα στάδια της αναγκαστικής εκτέλεσης, και με τη διαδικασία της πιστοποίησης να παρέχει επιπλέον εχέγγυα για την αξιόπιστη λειτουργία των ηλεκτρονικών συστημάτων, γίνεται αντιληπτό ότι υφίσταται ακόμη κίνδυνος για πλημμέλειες στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, τις οποίες ο οφειλέτης μπορεί να καταδείξει δικαστικώς προκειμένου να ακυρώσει τον πλειστηριασμό της κινητής και ακίνητης περιουσίας του. Σε κάθε περίπτωση η ετοιμότητα και εγρήγορσή του ήδη από την έναρξη της εις βάρος του διαδικασίας είναι απαραίτητες ώστε να προασπίσει όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματικά τα έννομα συμφέροντά του.
(σχετικά με ακύρωση κατάσχεσης λόγω καταχρηστικότητας διαβάστε εδώ και σε σχέση με τους συνηθέστερους λόγους ακύρωσης της κατάσχεσης διαβάστε εδώ)