Legal Insight
Αύγουστος 2016
Γιώργος Ψαράκης, ΜΔΕ, LL.M., PgCert
Βασίλης Φαρμάκης, ΜΔΕ
Περίληψη: Ήδη από τις αρχές του 2015 έχει τεθεί σε εφαρμογή ο Κώδικας Δεοντολογίας Τραπεζών. Ο Κώδικας θεσπίστηκε από την Τράπεζα της Ελλάδος, μετά από σχετική εξουσιοδότηση του νόμου 4224/2013. Εφαρμόζεται υποχρεωτικά σε όλα τα δάνεια τα οποία δεν είχαν καταγγελθεί μέχρι 1/1/2015 και, μετά από σχετικό αίτημα του δανειολήπτη και σε αυτά που καταγγέλθηκαν πριν την 1/1/2015. Με το παρόν σημείωμα, γίνεται μια πρώτη καταγραφή των πρακτικών συνεπειών της εφαρμογής του Κώδικα μετά από τον ενάμιση χρόνο ισχύος του.
Ήδη από τις αρχές του 2015 έχει τεθεί σε εφαρμογή ο Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών. Ο Κώδικας θεσπίστηκε από την Τράπεζα της Ελλάδος, μετά από σχετική εξουσιοδότηση του νόμου 4224/2013. Εφαρμόζεται υποχρεωτικά σε όλα τα δάνεια τα οποία δεν είχαν καταγγελθεί μέχρι 1/1/2015 και, μετά από σχετικό αίτημα του δανειολήπτη και σε αυτά που καταγγέλθηκαν πριν την 1/1/2015. Όταν ο Κώδικας πρωτοδημοσιεύτηκε στο οικείο ΦΕΚ λίγοι κατανόησαν την σημασία του, και ακόμα λιγότεροι από τους αρμόδιους υπαλλήλους των τραπεζών γνώριζαν πώς να τον εφαρμόσουν σωστά. Σήμερα, ήδη περίπου 1,5 έτος από την έναρξη εφαρμογής του, οι περισσότεροι των εμπλεκομένων στον χώρο των δανειακών καθυστερήσεων έχουν αντιληφθεί την βαρύτητά του και τους κινδύνους από την μη ορθή εφαρμογή του.
Αντικείμενο του Κώδικα είναι η υιοθέτηση συγκεκριμένων κανόνων στις μεταξύ της τράπεζας και του δανειολήπτη διαπραγματεύσεις για την διευθέτηση των δανειακών οφειλών. Συγκεκριμένα στις Γενικές Αρχές του Κώδικα προβλέπεται «Με τον κώδικα θεσπίζονται οι γενικές αρχές συμπεριφοράς και υιοθετούνται βέλτιστες πρακτικές, οι οποίες έχουν ως στόχο την ενίσχυση του κλίματος εμπιστοσύνης, την αμοιβαία δέσμευση και την ανταλλαγή μεταξύ δανειολήπτη και ιδρύματος της αναγκαίας πληροφόρησης, προκειμένου κάθε πλευρά να είναι σε θέση να σταθμίσει τα οφέλη ή τις συνέπειες εναλλακτικών λύσεων εξυπηρέτησης (λύσεις ρύθμισης) ή οριστικού διακανονισμού (λύσεις οριστικής διευθέτησης) των δανείων σε καθυστέρηση με τελικό σκοπό, την επιλογή της καταλληλότερης λύσης, κατόπιν της ανά περίπτωση αξιολόγησης».
Οι διατάξεις του Κώδικα τέθηκαν για δύο λόγους: α) για την ταχύτερη κεφαλαιακή ενίσχυση των τραπεζών και β) για την προστασία και πληρέστερη ενημέρωση των δανειοληπτών. Τούτο προκύπτει, όχι μόνο από τις ίδιες τις διατάξεις του Κώδικα, αλλά και από τον νόμο 4224/2013 περί ίδρυσης του Κυβερνητικού Συμβουλίου Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους. Συγκεκριμένα, προβλέπεται στο άρθρο 1:
«Αποστολή του Κυβερνητικού Συμβουλίου Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους, όπως λεπτομερώς θα περιγράφεται στην Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου, είναι ιδίως η κάτωθι:
i) η διαμόρφωση πολιτικών σχετικά με την οργάνωση ενός ολοκληρωμένου μηχανισμού αποτελεσματικής διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων ιδιωτικών δανείων,
ii) οι προτάσεις τροποποιήσεων του υφιστάμενου νομικού πλαισίου σε θέματα ουσίας και διαδικασίας για την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας στην επίλυση θεμάτων ιδιωτικού χρέους, συμπεριλαμβανομένης της επιτάχυνσης των διαδικασιών αναφορικά με τις καθυστερούμενες αποπληρωμές και τη βελτίωση του θεσμικού πλαισίου που διέπει την αγορά ακινήτων,
iii) η κατάρτιση δράσεων ευαισθητοποίησης για την άμεση και αποτελεσματική ενημέρωση και υποστήριξη των πολιτών και των ενδιαφερόμενων μερών σχετικά με τη λήψη αποφάσεων επί των ανωτέρω θεμάτων,
iv) η δημιουργία ενός δικτύου παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών για θέματα διαχείρισης οφειλών».
Οι δύο πρώτοι στόχοι αναφέρονται σε ζητήματα εποπτείας τραπεζών, ενώ οι δύο επόμενοι σε θέματα ενημέρωσης και προστασίας δανειοληπτών.
Σχετικά με τα ζητήματα που τίθενται αναφορικά με την εφαρμογή του Κώδικα, τέσσερις είναι οι βασικές επισημάνσεις που μπορούν να γίνουν, στο πλαίσιο ενός συνοπτικού ενημερωτικού σημειώματος (και επί τη βάσει του ότι το κείμενο του Κώδικα και η περιγραφή των ρυθμίσεών του είναι ήδη πολλάκις δημοσιευμένα):
1. Η καταγγελία των δανειακών συμβάσεων δίχως την χρονικά προγενέστερη τήρηση της διαδικασίας που προβλέπει ο Κώδικας, όπου τούτη είναι υποχρεωτική, είναι άκρως προβληματική. Ο Κώδικας αναφέρει ότι το πιστωτικό ίδρυμα οφείλει να «Ολοκληρώνει τα Στάδια του κώδικα πριν εκκινήσει διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης με «συνεργάσιμο» δανειολήπτη». Πλέον τα πιστωτικά ιδρύματα, και ιδίως οι νομικές τους υπηρεσίες, λαμβάνουν πολύ σοβαρά τις διατάξεις του Κώδικα στην αντιμετώπιση των δανείων σε καθυστέρηση και υιοθετούν πρακτικές διασφάλισης της τήρησης του Κώδικα για κάθε δάνειο πριν την καταγγελία. Ωστόσο, στις αρχές του 2015, όταν και δεν είχε καταστεί απολύτως αντιληπτή η σημασία του Κώδικα, ορισμένα πιστωτικά ιδρύματα προέβαιναν σε καταγγελίες δανείων δίχως την τήρηση των προβλεπόμενων διαδικασιών, κατά παράβαση, προφανώς των σχετικών διατάξεων. Μάλιστα, έχει τύχει περίπτωση καταγγελίας σύμβασης επιχειρηματικού δανείου στις αρχές του 2015, και καθότι δεν είχαν τηρηθεί προηγουμένως οι διαδικασίες του Κώδικα, όπως προβλεπόταν, το ίδρυμα απέστειλε εκ των υστέρων (!) επιστολές ενημέρωσης κατά την διαδικασία του Κώδικα (ελλιπείς, ωστόσο, κι αυτές), προφανώς χωρίς να μπορεί να θεραπεύσει την ήδη συντελεσθείσα παραβίαση∙ η τήρηση του Κώδικα έχει νόημα για το πριν την καταγγελία στάδιο και όχι φυσικά μετά την λύση της σύμβασης δανείου και έκδοσης πιθανόν διαταγών πληρωμής κτλ.
Το βασικό ερώτημα, ωστόσο, είναι ποια η συνέπεια της καταγγελίας του δανείου που επήλθε δίχως την τήρηση των διαδικασιών του Κώδικα. Εκεί, καθότι μέχρι σήμερα δεν έχουν εκδοθεί σχετικές δικαστικές αποφάσεις, το ζήτημα είναι αμφιλεγόμενο. Σίγουρα πάντως είναι δυνατή η προσπάθεια δικαστικής αμφισβήτησης της καταγγελίας ή έγερσης αξίωσης αποζημίωσης και πολύ περισσότερο, η επίκληση της επίμαχης παράλειψης στο πλαίσιο εξώδικου συμβιβασμού με το πιστωτικό ίδρυμα χάριν ισχυροποίησης της θέσης του δανειολήπτη. Εξάλλου, δυνατή είναι και η καταγγελία του πιστωτικού ιδρύματος που παραβίασε τις διατάξεις του Κώδικα στην αρμόδια υπηρεσία της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία σε περίπτωση συστηματικής μη εφαρμογής του Κώδικα δύναται να επιβάλλει τα οικεία πρόστιμα.
2. Στο πλαίσιο του Κώδικα, αρκετές από τις συνηθισμένες πρακτικές στον τραπεζικό χώρο έχουν αλλάξει. Π.χ. ήταν δεδομένο ότι δύσκολα η τράπεζα θα προβεί σε αντιπρόταση, εφόσον απορρίψει την δική σου πρόταση συμβιβασμού∙ ή ότι δεν θα σου δοθεί εγγράφως η πιθανή πρόταση της τράπεζας∙ ή ότι η τράπεζα θα προβεί σε μια τελική πρόταση δική της χωρίς να δεχτεί τυχόν δική σου αντιπρόταση∙ ή ότι η τράπεζα για να προχωρήσει σε πρόταση ρύθμισης θα απαιτήσει μερική εξόφληση του δανείου ή παραχώρηση νέων εξασφαλίσεων. Πλέον, αυτές οι πρακτικές έχουν υποχρεωτικώς μεταβληθεί. Χάρη στον Κώδικα:
α) η τράπεζα πλέον, είναι υποχρεωμένη μετά την υποβολή της αντιπρότασης του δανειολήπτη i) είτε να συναινέσει με την αντιπρόταση, ii) είτε να απαντήσει εγγράφως ότι την απορρίπτει και ότι παραμένει ενεργός η αρχική της πρόταση, με τη βασική σχετική τεκμηρίωση, iii) είτε να υποβάλει νέα πρόταση, η οποία είναι και η τελική (Στο σημείο αυτό, βλ. και σχετική επισήμανση της ΕΣΕΕ: «Παρέχεται πλέον στο δανειολήπτη το δικαίωμα να υποβάλλει αντιπρόταση στις προτάσεις του ιδρύματος. Στον αρχικό Κώδικα το πιστωτικό ίδρυμα δεν είχε καν την υποχρέωση απάντησης στην αντιπρόταση αναδιάρθρωσης δανείου που έκανε ο δανειολήπτης. Στον νέο Κώδικα, το πιστωτικό ίδρυμα όχι μόνο απαντά εγγράφως τεκμηριώνοντας υποχρεωτικά την απάντησή του σε περίπτωση που είναι αρνητική, αλλά επιπλέον, ως απάντηση, το πιστωτικό ίδρυμα δύναται να κάνει νέα βελτιωμένη πρόταση. Με βάση τα παραπάνω, το νέο καθεστώς παρέχει όλα τα απαραίτητα εχέγγυα για την εμπέδωση πνεύματος συνεργασίας και συναίνεσης μεταξύ των μερών»).
β) Το πιστωτικό ίδρυμα υποχρεούται να διατυπώνει εγγράφως κάθε πρότασή του. Όπως αναφέρει ο Κώδικας: «Κάθε πρόταση για ρύθμιση ή οριστική διευθέτηση οφειλής που υποβάλλεται στον δανειολήπτη είναι γραπτή και περιέχει τουλάχιστον τους όρους που απαιτείται να περιέχει η πρόταση που υποβάλλεται στο Στάδιο 4 της Δ.Ε.Κ». Τούτο σημαίνει ότι αφενός ο δανειολήπτης θα έχει την ευχέρεια επεξεργασίας της πρότασης με την βοήθεια των συμβούλων του, αφετέρου η τράπεζα δεν θα μπορεί να μεταβάλλει τυχόν όρους για τους οποίους έχει ήδη δεσμευτεί στην έγγραφή πρότασή της.
γ) Το πιστωτικό ίδρυμα δεν μπορεί πλέον να θέτει όρους πριν την υποβολή της πρότασης ή της τελικής του πρότασης (δηλ. της απάντησης στην αντιπρόταση του δανειολήπτη). Στον Κώδικα αναφέρεται ρητώς «Η εκπλήρωση της παρούσας υποχρέωσης του ιδρύματος δεν μπορεί να συναρτάται από απαίτηση προηγούμενης εξόφλησης τυχόν οφειλών του δανειολήπτη προς λοιπούς πιστωτές». Το ίδιο ισχύει, και προκύπτει από το πνεύμα του νομοθέτη, και για πιθανά αιτήματα παροχής περαιτέρω εξασφαλίσεων κτλ. Ήταν σύνηθες φαινόμενο πριν την υποβολή τυχόν πρότασης της τράπεζας, η τελευταία να ζητάει κάποια προσημείωση ή την εξόφληση μέρους της οφειλής. Έθετε τούτο ως απαραίτητο όρο για να ξεκινήσουν οι διαπραγματεύσεις. Πλέον είναι υποχρεωμένη να τηρήσει τις διατάξεις του Κώδικα, να προβεί σε υποβολή αρχικής και τελικής πρότασης χωρίς να δικαιούται να απαιτήσει κάποια καταβολή ή ασφάλεια από τον δανειολήπτη.
Κατ΄ αυτόν τον τρόπο, επίσης, υποχρεωμένη πλέον η Τράπεζα να υποβάλλει τις προτάσεις και αντιπροτάσεις της εγγράφως και τεκμηριωμένα, θα είναι πλέον ευχερέστερος ο δικαστικός έλεγχος της τυχόν καταχρηστικής συμπεριφοράς της έναντι του «συνεργάσιμου» δανειολήπτη,
α) όταν, λ.χ. θα εμφαίνεται από τη σύγκριση των προτάσεων, όχι μόνον η άρνησή της να συναινέσει σε συμβιβαστική λύση που προτείνει ο δανειολήπτης, αλλά και η απροθυμία της, πηγάζουσα από την πλεονεκτική της θέση στη διαπραγμάτευση, να αποκλίνει από τα όσα είχε αρχικά προτείνει χωρίς αποχρώντα λόγο, ή
β) όταν, ενδεχομένως, προβάλλει δυσανάλογα επώδυνες «λύσεις» με σκοπό την απευθείας μεταπήδηση σε, κατ’ ουσίαν, προτάσεις οριστικής διευθέτησης αντί για διατύπωση ήπιων προτάσεων ρύθμισης.
3. Ακόμα και να μην είναι υπερήμερος ο δανειολήπτης, αλλά πιθανολογεί ότι στο άμεσο μέλλον θα δυσκολευτεί στην αποπληρωμή των οφειλών του, ορθό είναι να απευθυνθεί στο πιστωτικό ίδρυμα και να ζητήσει να ξεκινήσουν οι διαδικασίες του Κώδικα Δεοντολογίας. Τούτο είναι εφικτό, εφόσον συμφωνήσει και η τράπεζα, όπως αναφέρει και στην σχετική εγκύκλιό της η Τράπεζα της Ελλάδος («Ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του ιδρύματος να εντάξει στη Διαδικασία Επίλυσης Καθυστερήσεων (Δ.Ε.Κ.) του Κώδικα δανειολήπτη, ο οποίος το ζητά επικαλούμενος οικονομικές δυσχέρειες, παρά το γεγονός ότι δεν έχει ακόμη εμφανίσει καθυστέρηση στις καταβολές του»). Με την πρακτική αυτή, ο δανειολήπτης διασφαλίζεται καλύτερα μέσα από τις δυνατότητες που του δίνει ο Κώδικας Δεοντολογίας (λ.χ. μεσολάβηση Συνηγόρου του Καταναλωτή σε περίπτωση μη επίτευξης συμφωνίας, δυνατότητα υποβολής αντιπρότασης, υποβολή έγγραφης πρότασης και τελικής πρότασης από το πιστωτικό ίδρυμα κτλ.) σε αντίθεση με την έκτος του Κώδικα ακολουθούμενη διαδικασία όπου η τράπεζα συνήθως προφορικά προτείνει μια ρύθμιση η οποία δεν τίθεται καν σε διαπραγμάτευση.
4. Με βάση τον αναθεωρημένο Κώδικα Δεοντολογίας (Αύγουστος 2016), ακόμα και τα δάνεια τα οποία έχουν καταγγελθεί πριν την 1/1/2015 μπορούν πλέον να υπαχθούν στην διαδικασία, εφόσον το ζητήσει ο δανειολήπτης («Επίσης, το ίδρυμα υποχρεούται να εντάξει στο Στάδιο 3 της Δ.Ε.Κ δανειολήπτη, εφόσον αυτός προσέλθει και υποβάλει με δική του πρωτοβουλία την απαιτούμενη, κατά τον παρόντα κώδικα, πληροφόρηση για την αξιολόγηση της ικανότητας αποπληρωμής των οφειλών του, ανεξαρτήτως αν υπάγεται στις παραπάνω εξαιρούμενες περιπτώσεις των παρ. α) και β»). Με τον προηγούμενο Κώδικα τούτο δεν ήταν υποχρεωτικό για την τράπεζα, απλώς εναπόκειτο στην διακριτική της ευχέρεια (βάσει και της εγκυκλίου της ΤτΕ). Επομένως, είναι μια πολύτιμη ευκαιρία για τους δανειολήπτες τέτοιων καταγγελμένων δανείων να προσφύγουν στις διαδικασίες του Κώδικα για την εύρεση μιας συμβιβαστικής λύσης. Σημειωτέον, ότι εφόσον ξεκινήσει η διαδικασία του Κώδικα –και μέχρι το πέρας αυτής-, το πιστωτικό ίδρυμα δεν θα δύναται να προβεί σε επίσπευση πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης.
Συνοψίζοντας, σημαντικό είναι να τονιστεί, ότι ο Κώδικας δίνει το πλαίσιο μιας καλόπιστης συνεργασίας μεταξύ δανειολήπτη και πιστωτικού ιδρύματος, ώστε να βρεθεί μια βιώσιμη και μακροπρόθεσμη, κυρίως, λύση ρύθμισης. Από την μέχρι τώρα εμπειρία μας στα αντίστοιχα τμήματα καθυστερήσεων πιστωτικών ιδρυμάτων, οι προτάσεις που δίδονταν δεν αποσκοπούσαν συνήθως στην μακροπρόθεσμη και βιώσιμη ρύθμιση αλλά στην πληρέστερη εξασφάλιση του πιστωτικού ιδρύματος, το οποίο ενίοτε έθετε και ως προϋπόθεση την λήψη περαιτέρω εξασφαλίσεων ώστε να προβεί σε διατύπωση πρότασης ρύθμισης. Προφανώς οι τράπεζες είχαν στο σημείο αυτό την υπεροπλία που τους έδινε το κλασικό δίκαιο των συμβάσεων, πριν επέμβει ο νομοθέτης του Κώδικα καθοριστικά υπέρ του δανειολήπτη σε αρκετά σημεία (βλ. παραπάνω). Για τον λόγο αυτό η θέσπιση του Κώδικα κρίνεται προς όφελος τελικά των δανειοληπτών, καθότι πλέον υφίστανται προδιατυπωμένοι κανόνες στο, μέχρι σήμερα αρρύθμιστο και άρα επιρρεπές σε καταχρήσεις, πεδίο της διαπραγμάτευσης με τις τράπεζες.